Ενδιαφέρουσα λέξη, κατά το ό,τι εμπεριέχει την αναίρεση της σημασίας της.

Γκαϊλές είναι το ζόρι, η αγωνία, η στενοχώρια, κάτι που το σκεφτόμαστε και μας στρεσάρει. Όπως λέει και ο ανάδοχος acg, είναι ο νταλκάς, το «θέμα». Αλλά η λέξη εννοεί ότι πρόκειται και για ένα θέμα που μας απασχολεί υπέρ του δέοντος και ως μη ώφειλε -είτε διότι είναι ασήμαντο είτε / και διότι δεν μας αφορά προσωπικά.

Συντακτικά, τον γκαϊλέ τον έχουμε, όπως έχουμε ένα πρόβλημα. (παρ.1). Ενίοτε τον «βάζουμε» -όπως βάζουμε και μπελά στο κεφάλι μας (παρ. 2). Αλλά, παραδοσιακά, τον γκαϊλέ τον τραβάμε -όπως και τον ναργιλέ (παρ. 3).

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο gaile -στα Τούρκικα, η λέξη σημαίνει επίσης στενοχώρια, σκοτούρα, βάρος και έννοια, αλλά σε ένα στρέιτ, χωρίς δηλαδή να αυτοαναιρείται. Εικάζω όμως ότι ο γκαϊλές είναι αντιδάνειο και το τούρκικο gaile προέρχεται από το ελληνικό καΐλα - αυτό που μας καίει. Λέμε τώρα.

Τον γκαϊλέ δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Χαϊλέ (Σελασιέ), τον Ρας Ταφάρι -αν και, και αυτό ακόμη το έχουν δει τα ματάκια μας (παρ.4).

  1. Καλά, ρε πστ, τι γκαϊλέ έχεις εσύ αν στην Ισλανδία ασκήσουν ή δεν ασκήσουν ποινική δίωξη κατά του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας; Χέστηκα με την παγκοσμιοποίηση -από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί δηλαδή;

  2. Αμάν, έλεος ... καινούργιο γκαϊλέ βάλαμε στο κεφάλι μας ... είναι δυνατόν εγώ τώρα να γυρνάω στους δρόμους και να κοιτάω τ' αποτέτοια των σκυλιών ... και τι με νοιάζει εμένα αν η αδερφή σου ψάχνει να βρει ίδια ράτσα να ζευγαρώσει τη Λίζα ... να μην της δημιουργηθούνε ψυχολογικά προβλήματα, λέει, άμα της το γαμήσει κάνας μπάσταρδος ... Εδώ για την κόρη της δεν τα κοίταγε αυτά ...

  3. Θ’κό τ’ ψουμί τρώει, ξένουν γκαϊλέ τραβά. (Νταρνάκικη παροιμία από το νομό Σερρών, λέγεται για κάποιον που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν).

  4. Προσωπικά δεν έχω κανένα γκαϊλέ (σελασιέ) στο να παραμείνει κρατικός ο λεγόμενος εθνικός πλούτος και δε συμμερίζομαι καθόλου την πρεμούρα όσων νιώθουν ότι απειλείται η λούφα τους. Στενοχωριέμαι όμως για το ότι η λογική των ιδιωτικοποιήσεων είναι ταμειακή και μόνο. (Από το koukourou.blogspot.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπικά, εισιτήριο για το ματς με τιμή εξαιρετικά χαμηλή. Στην πράξη, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου.

Το φοράκι εδώ είναι υποκοριστικό του φόρου. Τα παλιότερα χρόνια, ο γηπεδούχος σύλλογος κρατούσε μερικά από τα εισιτήρια που εξέδιδε, απέδιδε στην Εφορία προκαταβολικά το νόμιμο φόρο -γύρω στο 10% τότε- και μετά τα εισιτήρια αυτά τα διένειμε δωρεάν σε φίλους και συγγενείς παικτών και παραγόντων, σε μαθητές και στους πρωτοεμφανιζόμενους στη δεκαετία του '60 συνδεσμίτες. Σπανιότατα κάποιος απ' αυτούς πλήρωνε στην ομάδα έστω και το αντίτιμο του φόρου, όπως τυπικά θα έπρεπε. Εννοείται ότι το φοράκι ήταν μεγάλη εύνοια και περιζήτητο πράγμα.

Τα φοράκια βαθμιαία αντικαταστάθηκαν από έναν συνδυασμό προσκλήσεων και φτηνών εισιτηρίων που οι οργανωμένοι οπαδοί παίρνουν χοντρικά μέσω των συνδέσμων. Η λέξη επιβιώνει οριακά.

  1. Tο ποδόσφαιρο, το λαοφιλέστερο των αθλημάτων, έχει φτάσει στο τέλμα επειδή μερικοί επιτήδειοι θέλουν να το κάνουν τσιφλίκι τους... Όμως αυτός που ουσιαστικά είναι ο χαμένος του παιχνιδιού είναι ο απλός πολίτης, ο ρομαντικός που είχε συνδέσει κάποτε την Κυριακή του με το γήπεδο, με το σάμαλι, το κορνέ, την πορτοκαλάδα στο πλαστικό μπουκάλι «μπόμπα», το φελιζόλ μαξιλαράκι, το περιβόητο και δυσεύρετο... φοράκι (σ.σ. για τους νεότερους οικονομικό εισιτήριο). (Από τον «Ριζοσπάστη», 31/01/2003)

  2. Αυτός ο Ολυμπιακός του 2006 ούτε με φοράκι δεν έχει θέση στην Ευρώπη. Ούτε με φοράκι σημαίνει ούτε δωρεάν δεν μπορεί να μπει στο πανηγύρι της Ευρώπης. Ουσιαστικά είναι δωρεάν το εισιτήριο όταν πληρώνεις μόνον τον φόρο, το φοράκι. (Από φόρουμ στο stadia.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελέγχω. Κάνω κουμάντο. Φέρνω βόλτα. Όλα αυτά με μια σχετική δυσκολία διότι το άτομο, το ζώο, το μηχάνημα ή το εργαλείο που προσπαθώ να κοντρολάρω είναι απείθαρχο, ζαβό, απρόβλεπτο.

Έκφραση παλιά και καθιερωμένη. Προέρχεται από το Τούρκικο zaptetmek, zapt που σημαίνει ακριβώς «χαλιναγωγώ», καταλαμβάνω με τη βία αλλά και καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Από την ίδια ρίζα στα Τούρκικα είναι και το zaptiye που σημαίνει χωροφύλακας και που στα Ελληνικά έχει περάσει ως ο ζαπτιές ή ζαφτιγιές. Για την χρήση της λέξης «ζαπτιές» και περισσότερες πληροφορίες για την ετυμολογία της δες και το σχόλιο του halikoutis στο λήμμα μπασκίνας.

  1. Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.

  2. Απίστευτος τύπος. Κοντούλης, αδύνατος, με μια αλογοουρά και μια μεγάλου κυβισμού μηχανή, που πάντα αναρωτιόμουν πώς την κάνει ζάφτι. (Από το http://karavaki.pblogs.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, δέρμα μοσχαριού ειδικά κατεργασμένου και κατάλληλου για την κατασκευή παπουτσιών.

Σε τρέχουσα χρήση, απαντάται αποκλειστικά σχεδόν στις φράσεις κάνω (κάποιον) τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι. Κάποιος γίνεται, ή τον κάνουν, τελατίνι από άγριο ξύλο ή από εξάντληση - και η εξάντληση μπορεί να προέρχεται από πείνα, από κούραση ή και από σεξ.

Πώς κολλάνε όλα αυτά με το μοσχάρι και το πετσί του; Την απάντηση δίνει η προέλευση της λέξης. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη ετυμολογούν - σωστά - το τελατίνι από την τούρκικη λέξη telâtin. Στα Τούρκικα, telâtin σημαίνει επίσης μικρό μοσχάρι και το δέρμα του μικρού μοσχαριού αλλά είναι δάνειο από τα Ρώσικα και αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στο λεγόμενο «ρώσικο δέρμα» - ένα είδος δέρματος με το χαρακτηριστικό χρώμα του κόκκινου κεχριμπαριού που φημίζεται για το πόσο μαλακό είναι. Έτσι, το με κάνουν τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι σημαίνει ότι έχω φάει τόσο ξύλο που το πετσί μου έχει μαλακώσει ή ότι έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που κοντεύω να λιώσω.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Το ρώσικο δέρμα έχει επίσης μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά που έχει περιγραφεί ως μείγμα βανίλιας και μαύρου τσαγιού. Το σαπούνι «Imperial Leather» λεγόταν αρχικά «Imperial Russian Leather».

- Τι έγινε ο Περικλής ... δεν φάνηκε απόψε ...
- Άσε, τον έπιασε η μέση του ... αλφάδι στο πάτωμα είναι από χτες ... ας όψεται η Λίλιαν ...
- Η Λίλιαν; Τι, η Λίλιαν; Ποια Λίλιαν; Όχι Η Λίλιαν ...
- Ναι, ναι, η Λίλιαν, όπως το είπες με το Η κεφαλαίο ... τούκατσε επιτέλους ... και, φυσικά, τον ξετίναξε ... τελατίνι τον έκανε ...
- Εμ, έτσι είναι ... τι τόθελε το αμαρτωλό ο πουρέιντζερ;

Το "π" δεν προφέρεται στα Ρώσικα (από Vrastaman, 08/11/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ταλατίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόκρυψη του ονόματος και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης ενός η περισσοτέρων παραληπτών e-mail από τους άλλους αποδέκτες του ιδίου μηνύματος.

Υβριδική λέξη (τυφλο- + το engreek κόπι). Όρος αδόκιμος προς το παρόν αλλά ευρηματικός. Aποδίδει πιστότερα το αγγλικό πρωτότυπο blind carbon copy (bcc) απ' ό,τι το Ιδιαίτερη Κοινοποίηση (Ιδιαιτ. Κοιν.) που είναι η επίσημη επιλογή της Microsoft στην Ελλάδα και το αφανές αντίγραφο που μια εποχή είχε υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κλίνεται όπως το γλεντοκόπι, το Νευροκόπι και το μυλοκόπι.

- Εντάξει, με φώναζει μέσα η μπιτσάρα και μου λέει «Τι ξέρεις για το θέμα με τις φωτογραφίες που διακινούσε ο κύριος Σκορδομπούτσογλου» και λέω κι εγώ «Κυρία Χατζηκωλάρα μου, δεν ξέρω τίποτα, μα το Θεό» και μου λέει «Εσύ δεν πήρες τίποτα, δηλαδή;» «Όχι» λέω «τίποτα δεν πήρα, να μη σώσω». Και κάνει μια έτσι και βγάζει το μέιλ με τα ξεψώλια που είχε στείλει ο Σκορδομπούτσογλου χτες και μένω μαλάκας διότι, βέβαια, μ' έχει μαζί με όλους τους άλλους ως παραλήπτη. Διότι, σε ενημερώνω, είναι e-tard το άτομο και αντί να μας κάνει τυφλοκόπι μας έβαλε όλους φόρα παρτίδα κοινοποίηση και άντε τώρα βγάλε άκρη στο πειθαρχικό γαμώ τον Γκέιτς μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο απλά.

Χρησιμοποιείται με τρεις τρόπους:

  • Ως ευφημισμός. Κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, όταν υπάρχουν μπροστά μικρά παιδιά. Και καλά.
  • Ως προσδιοριστικό ενός ειδικού τύπου μαλάκα-παλληκαρά, κομπορρήμονα και αφελούς. Δείγμα του κυνισμού των καιρών μας.
  • Ως επιτατικό, ειδικά στη φράση είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης.

Σχετικά λήμματα: μαλάκας, λεβέντης, λεβεντομαλάκας

  1. - Καλά, τον είδες... χωρίς φλας βγήκε... αέρα πατέρα.
    - Ναι, ναι, τον είδα... Πολύ λεβέντης, ε μπαμπά;
    - Καλέ, πού έμαθες εσύ τέτοια λόγια έξι χρονώ παιδί... πιπέρι στο στόμα θα σε βάλω...
    - Γιατί, ρε γυναίκα, τι είπε το παιδί; (ΠΡΟΣΕΧΕ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΟ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΣ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ;). Ε, τι είπε το παιδί, λοιπόν;

  2. Γνωστός λεβέντης... Πνευματικό τέκνο του Εφραίμ... Τι άλλο να σου πω...

  3. - Τάβγαλα τα εισιτήρια για το Μιλάνο. Όπως είπες, όλα καλά... - Για φέρε να δω... Καλά, εντάξει, είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης... Λινάτε είπα, Μαλπένσα έβγαλες... Σάββατο είπα, Κυριακή έβγαλες... Με τίποτα Αλιτάλια είπα, Αλιτάλια έβγαλες...
    - Έλα, μωρέ, δεν έγινε και τίποτα...
    - Όχι, ρε μεγάλε, τίποτα δεν έγινε... Απλώς πάμε στο χειρότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης... ημέρα που δεν μας βολεύει... με μια εταιρεία που μέχρι τότε μπορεί και να μην υπάρχει... γαμώ τη λεβεντιά μου, δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία αλλά και αόριστη απειλή. Η εικόνα ενός κώλου που χέζει πάνω σ' ένα λιβανιστήρι δεν στερείται ενδιαφέροντος, αλλά η έκφραση, βέβαια, δεν κυριολεκτεί - παρεκτός, ίσως, κι αν έχει ως αποδέκτη διάκο, παπά ή, λέμε τώρα, ηγούμενο μοναστηριού.

Το θα σου χέσω το λιβανιστήρι εκφέρεται είτε υπόκωφα μέσα από σφιγμένα δόντια, είτε τσιριχτά με φλέβες πεταμένες. Εκφράζει έντονα μεγάλο θυμό και αγανάκτηση -υπονοείται ότι θά 'ρθω και θα σου ρημάξω ό,τι έχεις όσιο και ιερό.

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής, αλλά μια εκδοχή ανατρέχει στον συμβολισμό που έχει το λιβανιστήρι στο Ορθόδοξο τυπικό. Το λιβανιστήρι, λοιπόν, -ο θυμιατήρ, που είναι και γαμώ τις λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα- συμβολίζει «την κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχθηκε στά σπλάχνα της σωματικῶς τήν Θεότητα, πού εἶναι 'πῦρ καταναλίσκον', χωρίς νά ὑποστῆ φθοράν ἤ ἀλλοίωση». Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί και πολύ βαριά βρισιά.

Ενδιαφέρον έχει επίσης και το γεγονός ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στα Ελληνικά που η εξύβριση των θείων γίνεται μέσω της κοπρολογίας και όχι, ως συνήθως, με αναφορά στην γενετήσια πράξη.

Άλλα σχετικά λήμματα: γαμώ το σταυρίδη μου, γαμώ την πανακόλα, γαμώ το καντήλι σου, βουλγάρικο θυμιατήρι, θα σου γαμήσω το ό,τι έχεις αγάμητο, γαμώ το ταμτιριρί, θα σού γαμήσω το ταμ τιριρί, θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και, φυσικά, Mecagum και δεν συμμαζεύεται.

Καλά, ας τολμήσει να πει τίποτα τέτοιο και σε μένα ο καραγκιόζης και θα του χέσω το λιβανιστήρι να με θυμάται ... θα τον κάνω εγώ τον πούστη να πει το δεσπότη Παναγιώτη ... γιατί δεν ξέρει ποιος είμαι εγώ μου φαίνεται ...

Ο θυμιατήρ. Λιβανιστήρι από ορείχαλκο επιχρυσωμένο. (από poniroskylo, 26/09/08)Αυτός έχει πολλά λιβανιστήρια (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζάτορας ο οποίος εκ συστήματος πιάνει κώλους. Ο καζικτσής είναι αδικαιολόγητα ακριβός στις τιμές του και συχνά το προϊόν του είναι και ύποπτης ποιότητας.

Λέξη με μικρασιατικές καταβολές. Προέρχεται από το καζίκι (εκ του Τουρκικού kazik = παλούκι) και όχι από το κάζο (caso = υπόθεση, τυχαίο συμβάν στα Ιταλικά και στα Ελληνικά πλάκα, νίλα). Το καζίκι, το οποίο το τρώμε ή το παθαίνουμε, είναι το μεγάλο πρόβλημα, το ζόρι -είναι συνήθως οικονομικής φύσης και συνήθως προκύπτει διότι κάποιος καζικτσής μας εξαπάτησε και μας τον ακούμπησε κανονικά. Η παραπομπή στην αρχική σημασία της λέξης, το παλούκι, είναι προφανής.

Για την ετυμολογία και άλλες χρήσεις της λέξης καζίκι, δες και το εξαίρετο λήμμα σαν τη σκύλα (σ)το καζίκι.

- Το φυσάω και δεν κρυώνει ... έφαγα μεγάλο καζίκι χτες ... έβγαλα κάτι Αθηναίους για ψάρι στην Κρήνη ... τέσσερα άτομα, τετρακόσια γιούρια λογαριασμό πλέρωκα ... κάτι μουρμούρες περπατημένες ένα κατοστάρικο το κιλό μας τις χρέωσε ο πιασοκώλης ... και μια ψίχα καβουρογαμόσαυρο εικοσπέντε ευρώ τη μερίδα ... πολύ καζικτσής ο καριόλης ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική αργκό. Δηλώνει επιδεικτικά αδιαφορία για κάτι που στην πραγματικότητα μας έχει πειράξει. Μερικές φορές ως απάντηση/συμπλήρωμα λέγεται και το λιγότερο πετυχημένο σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί.

Παλαιάς κοπής εφηβική έκφραση που αναβιώνει στις αυλές των δημοτικών -τώρα λέγεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από κορίτσια μέχρι δέκα ετών (παράδειγμα 1). Ενίοτε λέγεται και από κοπέλες μεγαλύτερες -εδώ ο προκλητικός παλιμπαιδισμός υπογραμμίζει πόσο πολύ έχουν γραμμένο στη νάρα τους κάτι, π.χ. ένα φτύσιμο, μια επαγγελματική αποτυχία κλπ (Παρ. 2).

Αν εξαιρέσει κανείς τη ρίμα, έκφραση προχωρημένα υπερρεαλιστική. Συγγενεύει με διάφορες άλλες ομοιοκατάληκτες στιχομυθίες της παιδικής αργκό, παρόμοια κοινές και παράλογες, όπως:

Α: Τι είπες; Β: Τρύπες
Α: Τι λες; Β: Ψωμί κι ελιές Α: Καλαματιανές
Α: Τι 'ναι αυτό; Β: Μανιτάρι μαγικό!
Α: Χαζή! Β: Χαζή είσαι! Α: Και φαίνεσαι! Β: Κι απ' την μούρη σου κρέμεσαι

Οι φραστικοί αυτοί διαξιφισμοί υπογραμμίζουν ότι από τρυφερότατη ηλικία οι Έλληνες -και οι Ελληνίδες- δεν ανέχονται να τους βγαίνει κάποιος από πάνω κι αν τυχόν και γίνει τέτοιο κακό επιμένουν να έχουν αυτοί/-ές τον τελευταίο λόγο. Οι αψιμαχίες αυτές την ώρα του διαλείμματος οξύνουν επίσης και το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών ώστε ως έφηβοι πλέον να περάσουν άκοπα στην σωστή χρήση εξίσου κλασικών εκφράσεων όπως: στ’ αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς και δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα και, τελικά, του άει γαμήσου.

  1. - Αχ, Κατερίνα, τι κρίμα που δεν σ'αφήνει η μαμά σου νά 'ρθεις σινεμά μαζί μας αύριο. Η Νεφέλη, η Νιόβη κι εγώ θα πάμε στο καινούργιο των Μπρατζ... Θά 'ναι τέλειο...
    - Μμμμ... Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι... Δε με νοιάζει καθόλου... Έτσι κι αλλιώς... Εγώ προτιμώ τη Μπάρμπι...

  2. - Η ιδιαιτέρα του Γενικού λέει ότι στο ταξίδι στη Ρώμη θα πάρει μαζί του την Πένυ γιατί, λέει, ο Γενικός την συμπαθεί...
    - Ναι, εντάξει, το ξέραμε... Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι... Ξέρεις πού την έχω γραμμένη εγώ την Τσουλίδου κι αυτόν τον μαλακοκαύλη;

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified