Η λέξη αρχικά σήμαινε αστυνομικό τμήμα ή απόσπασμα χωροφυλακής - αυτό σημαίνει και το τούρκικο karakol απ' το οποίο και προέρχεται (βλ. παράδειγμα 1).

Αργότερα, μετά το 1922, στα Ελληνικά σημαίνει και το αστυνομικό όργανο, τον χωροφύλακα - και ειδικά τον βλάκα, τυπολάτρη αλλά και βάναυσο μπάτσο (βλ. παράδειγμα 2).

Στην πιο συνηθισμένη σήμερα χρήση της λέξης καρακόλι εννοείται ο στρατονόμος και η στρατονομία γενικότερα (βλ. παράδειγμα 3).

Η λέξη χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να δηλώσει κάποιον που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία (βλ. παράδειγμα 4) ή και οποιαδήποτε μορφή παρεμβατικής εξουσίας (βλ. παράδειγμα 5).

Το κarakol στα τούρκικα προέρχεται από το kara + kol = μαύρο + χέρι. Μπρρρ ...

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογίες της λέξης - από το βενετσιάνικο caraguol και το ισπανικό caracol που σημαίνουν σαλιγκάρι και από την μογγολική (!!!) λέξη caracole που είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός - αλλά μάλλον δεν ευσταθούν.

  1. Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. (από το «Θυμάμαι τη Σμύρνη» του Ν. Καρστσωνάκη-Νάκη)

  2. Φαντάζομαι τη φάση: φοιτητής με κοτσίδα δίνει σε φίλο του μνήμη DDR2 σε αλουμινόχαρτο και εισπράττει 20 ευρώ. Τους παίρνει χαμπάρι η κυρά Ζηνοβία και στέλνει τα καρακόλια με μπαντιλίκια να συλλάβουνε τον πρεζέμπορα. Οι δε.. αδιάφθοροι σκάνε πυροβολώντας για εκφοβισμό και σπάνε κάνα δυό παρμπριζ, τη ζαρντινιέρα της κυρα Ζηνοβίας, τραυματίζουν και κανένα περαστικό για γούστο... (Από forum)

  3. καρακόλι εθελοντικά;;;; να κυνηγάς επόπ μετά απο ξενύχτια, χασικλίδες, ΡΠ και ότι άλλο θες αντί να πας να αράξεις σε κανα νησάκι να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο;;; (από συζήτηση σε forum για τη στρατονομία)

  4. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι το τι έχει συμβεί με το θάνατο του διοικητή του ΙΚΑ, είναι μια υπόθεση που έχουν αναλάβει ο «αιδεσιμότατος» Κακαουνάκης, ο «ντετέκτιβ» Τράγκας και τα γνωστά «καρακόλια» τους, κάθε δική μας περαιτέρω ενασχόληση περιττεύει. (από τον «Ριζοσπάστη»)

  5. - Σύρμα, πλακώσανε τα καρακόλια ... - Ε; Τι;
    - Φύγε απ' αυτό το σάιτ ρε μαλάκα ... ανεβαίνει η μάνα σου και θα μας κάνει τσακωτούς ... κι άντε να της εξηγήσουμε μετά ότι για παλτό ψάχναμε και κατά λάθος μας προέκυψε αυτό το καμηλό.

Καρακόλια αυτοσχεδιάζουν (από poniroskylo, 07/07/08)(από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτιμος άνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα. Παλαιάς κοπής βρισιά, απειλούμενη με εξαφάνιση. Κρίμα, διότι είναι από τις λέξεις που γεμίζουν το στόμα.

Κερχανατζής αρχικά σημαίνει το αφεντικό οίκου ανοχής, ο προαγωγός. Προέρχεται από το κερχανάς ή κιρχανάς και αυτό από το τούρκικο kerhane = μπουρδέλο.

  1. - Α, ρε κερχανατζή, κορνάρεις και κορνάρεις ... κόκκινο είναι ακόμα, ρε κερατά ...

  2. Σήμερα έστειλα τη γυναίκα μου να φτιάξει, μπάλωμα, ένα λάστιχο στο ΜΙΝΙ. Τελευταία φορά που επισκεύασα λάστιχο μου έβγαλαν πρόκα, βάλανε την «τσίχλα», 5 λεπτά, 5 ευρώ. Ο κερχανατζής αυτός για να μπαλώσει, έβγαλε το λάστιχο, μου σμπαράλιασε το χείλος της ζάντας γιατί το runflat βγαίνει δύσκολα, της είπε ότι θέλουν όλοι οι τροχοί ζυγοστάθμση και τη χρέωσε 45 ευρώ!!! (από www.bmw-motorsport.gr/forums)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάτα. Φάουλ. Ζημιά. Παραστράτημα. Παρασπονδία. Ατιμία.

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, η λέξη κουτσουκέλα μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο εύρος μαλακίας. Στο ήπιο της, μπορεί να αναφέρεται στην σκανταλιά που κάνει ένα παιδί - ή κι ένα κατοικίδιο (βλ. παράδειγμα 1). Μια-δυο σκάλες πιο πάνω, μπορεί να σχολιάζει την αθέτηση της υπόσχεσης που μας έδωσε κάποιος, συνήθως φίλος, και ένα ελαφράς μορφής χώσιμο (βλ. παράδειγμα 2). Στην συνηθέστερη ίσως χρήση, σημαίνει την συζυγική απιστία - σ' ένα στυλ όλοι-οι-άντρες-ίδιοι-είναι (βλ. παράδειγμα 3). Και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πειθαρχικό παράπτωμα στον επαγγελματικό ή πολιτικό χώρο - π.χ. ένα σκάνδαλο χρηματισμού. (βλ. παράδειγμα 4).

Αυτό που συνδέει όλες αυτές τις μορφές κουτσουκέλας είναι ότι γίνονται στα κρυφά, ο ένοχος έχει συνείδηση του τι κάνει και προσπαθεί να το σκεπάσει και επίσης, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει και μια διάσταση εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης που του έδειξε κάποιος. Με την έννοια αυτή, η κουτσουκέλα συγγενεύει με την πουστιά χωρίς, βέβαια, νά 'ναι τόσο βαρύ πράμα.

  1. - Ουίιι, το σκυλί κατούρησε στο χαλί ... Αζώρ, Αζώρ, πού είσαι, κακόχρονο νά 'χεις ...
    - Σιγά και να μην έρθει ... έκανε την κουτσουκέλα του και κρύβεται ...

  2. - Μας την έκανε πάλι την κουτσουκέλα ο Μπάμπης ... μας έστησε και φορτωθήκαμε και το μπάζο την ξαδέρφη του ...

  3. Για έναν άντρα είναι πολύ απλό να κάνει την κουτσουκέλα με μια γκομενάρα που θα πέσει στα πόδια του, και την άλλη μέρα να μην τρέχει τίποτα (από το www.myphone.gr/forum)

  4. Ένας εργαζόμενος δεν προσλαμβάνεται για τέσσερα χρόνια και μετά τα τέσσερα χρόνια άμα δε μας κάνει τον απολύουμε. Όχι. Κάνει μία κουτσουκέλα, τον προειδοποιούμε. Κάνει δεύτερη τον προειδοποιούμε γραπτώς και τον ξαναπερνάμε εκπαίδευση. Κάνει τρίτη τον απολύουμε. Σε περίπτωση που η κουτσουκέλα κοστίσει ακριβά στην επιχείρηση τον απολύουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Λειτουργεί. ΠΑΝΤΑ. (από το www.digital-era.org/blog, αναφέρεται στις πειθαρχικές κυρώσεις κατά βουλευτών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη, ή εν γένει συμπεριφορά ύπουλη και άνανδρη. Ατιμία. Αθέτηση υπόσχεσης. Κατάχρηση εμπιστοσύνης. Εξαπάτηση. Ρίξιμο.

Η λέξη αντανακλά τη βεβαιότητα του Έλληνος ότι οι συνάνθρωποί του που σηκώνουν το πουκάμισο είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να του τη φέρουν - μεταφορικά, εν προκειμένω. Και είναι τόσο ακλόνητη αυτή η βεβαιότητα ώστε η λέξη πουστιά δεν σημαίνει τίποτε άλλο πέραν των ανωτέρω: υπουλία, δόλος, παρασπονδία. Δεν σημαίνει, ας πούμε, την θηλυπρεπή συμπεριφορά - γι' αυτό υπάρχει η λέξη πουστιρλίκι ή πουστριλίκι. Και δεν σημαίνει επίσης την κοινότητα των ομοφυλοφίλων (σε αντίθεση, π.χ. με τη λέξη γυφτιά που εννοεί και μια συμπεριφορά και ένα σύνολο ανθρώπων): το περιληπτικό ουσιαστικό από τη ρίζα πουστ- που σημαίνει αδελφάτο, το σύνολο των πισωγλέντηδων, είναι, βέβαια, το πουσταριό. Το πράμα δε, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν σκεφτούμε ότι σε άλλες γλώσσες η σύνδεση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και δόλου είτε δεν γίνεται καθόλου είτε δεν είναι τόσο αξιωματική.

Την πουστιά, μας την κάνουνε ή, συνηθέστερα, μας την παίζουνε.

  1. - Καλά, μας παίξανε μεγάλη πουστιά οι Σουηδοί ... μιλούσανε σε μας έξι μήνες, ξεσκίστηκαμε να τους τραπεζώνουμε και τελικώς πάνε και δίνουνε την αντιπροσωπεία στον απιθανόπουλο τον Σκορδομπούτσογλου ... κι εγώ τους είχα τους Σκανδιναβούς για εντάξηδες ...
    - Καλά, ρε μαλάκα, πού ζεις; Στο ΙΚΕΑ δεν έχεις πάει ποτέ;

  2. Καλύτερα μια κούπα με την λεβεντιά παρά 40 κούπες με ψέμα και πουστιά! (Σύνθημα οπαδών του ΠΑΟΚ με αποδέκτες τους γαύρους)

Όρμα Νέλλη, όρμα Τζάκ, στήστε άνευ όρων καβγά, έτσι μπράβο, χωθείτε με πουστιά. (Γκούλαγκ) (από vikar, 11/04/11)Αθήνα, Ευαγγελισμός (από xalikoutis, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικέφαλο σφυρί - το κεφάλι είναι κυλινδρικό (φωτό 1).

Παραδοσιακά ήταν ξύλινο και το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες. Τώρα κυκλοφορούν ματσόλες και από καουτσούκ.

Η λέξη έχει Ιταλική προέλευση. Επ' ουδενί, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο Σάντρο Ματσόλα, διάσημο Ιταλό μπαλαδόρο των δεκαετιών 1960-70 (φωτό 2).

Απλώστε κόλλα στις ξυλόπροκες, τοποθετήστε τις στις τρύπες και χτυπήστε τις με μια ματσόλα. (Από το www.idanikospiti.gr, οδηγίες για επισκευές σε πόρτες)

Μια σελεξιόν από ματσόλες (από poniroskylo, 04/07/08)Ο Σάντρο Ματσόλα με τη φανέλα της Ίντερ (από poniroskylo, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα κάτι χάνει, καλό πράμα δεν είναι.

Χάνει λάδια η μηχανή - θα καεί. Χάνει αέρα η βαλβίδα - μένεις από λάστιχο. Χάνει λεπτά το ρολόι - χάνεις το αεροπλάνο. Χάνει στροφές το πικάπ - ακούγονται όλα σαν κατσιμηχέσω.

Χάνει το άτομο - πάντα σε τρίτο πρόσωπο - είναι μια έκφραση λιτή και περιεκτική στην οποίαν καταφεύγουμε όταν οι μαλακίες που λέει ή κάνει κάποιος έχουν ξεφύγει τόσο ώστε είναι πια μάταιη κάθε προσπάθεια να το συζητήσουμε το θέμα ή έστω και να καταγράψουμε τις αντιρρήσεις μας. Το χάνει το άτομο λέγεται με απόγνωση αλλά και μια δόση συγκατάβασης, καθώς είναι προφανές ότι το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε έχει το ρετιρέ ξενοίκιαστο.

Άλλα σχετικά λήμματα: χάνει το setup, ακατοίκητο, αλλούφο, γκάου

- Πιστεύω ότι η μόνη λύση στα προβλήματα της χώρας είναι η επάνοδος του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία ... ιδανικά, επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας με τον Καρατζαφέρη ... ο οποίος θα πρέπει να αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού ... - Άσε, μην την ψάχνεις ... Χάνει το άτομο ...

Δες και χάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιάτσα, η αγορά, εκεί που γίνονται τ' αλισβερίσια. Υπονοείται ότι είναι ένας χώρος ζόρικος όπου πρέπει νά 'σαι μάγκας και ξήγας για να επιπλεύσεις.

Τη λέξη τη συναντάμε συχνά στα ρεμπέτικα τραγούδια. Από τις συνδηλώσεις προκύπτει ότι στο κουρμπέτι οι μόρτες κονομούσανε τα προς το ζην από διάφορα μυστήρια νταλαβέρια - ουσίες, λαθραία, γυναίκες. Οι δε γυναίκες που είχαν βγει στο κουρμπέτι εκδίδονταν επί χρήμασι.

Έκτοτε η λέξη έχει ενσωματωθεί και, μοιραία, η σημασία της έχει εξασθενήσει. Βγαίνω στο κουρμπέτι σημαίνει πια, πολύ απλά, πιάνω δουλειά και είμαι χρόνια στο κουρμπέτι σημαίνει ότι δουλεύω επί πολύ καιρό, συνήθως σε κάποια εμπορική δραστηριότητα, και είμαι έμπειρος σ' αυτό που κάνω. Τη χρησιμοποιούμε τη λέξη με μια δόση αυταρέσκειας, για να δείξουμε ότι η δουλειά που κάνουμε είναι δύσκολη αλλά εμείς δεν μασάμε.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο και αραβικό gurbet = ξενιτειά, κάπου μακριά από το σπίτι. Η έννοια αυτή ίσως και να έχει επιβιώσει στην γνωστότερη ίσως χρήση της λέξης στα ελληνικά από τον Βαμβακάρη (βλ. παράδειγμα 3)

Σχετικό λήμμα: βέρι

  1. (Η πρώτη στροφή από «Το κουρμπέτι» του Τσιτσάνη)

Στο κουρμπέτι μια και θες να βγεις
πρόσεξε ρε βλάμη να μη τσαλακωθείς
κι αν θα σε πάρουνε χαμπάρι οι μάγκες
και θα σου κάνουνε μεγάλες ματσαράγκες.

  1. (Από το «Το Ταράφι και η Πιάτσα» των Πλέσσα-Καλαμαριώτη - ρεμπέτικο μαϊμού, πρώτη εκτέλεση Γιάννης Ντουνιάς)

Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
Μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
Κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
Και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία

Το ταράφι και η πιάτσα
Θέλουν μόρτη από ράτσα

  1. (Η τελευταία στροφή από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» του Βαμβακάρη)

Όλοι οι κουτσαβάκηδες
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός. Χαζοβιόλης, χοντροκέφαλος και αδέξιος - όλα μαζί.

Προέρχεται από τη λέξη baucco της Βενετσιάνικης διαλέκτου. Στα Βενετσιάνικα απαντάται και ως bauco και baucoto. Στα Ελληνικά έχει περάσει και ως μπαούτσος με παραφθορά της ορίτζιναλ προφοράς.

Καλά, είστε μπαούκοι μεγάλοι και οι δυο σας... Είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσει κοτζάμ ντουλάπα από αυτή την πορτούλα... Πρέπει να την λύσετε... θα μου γκρεμίσετε το σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδήλωση τρυφερότητας. Κατ' άλλους, τυπικό σύμπτωμα της μάστιγας του γουτσισμού.

Για να λάβει χώρα μουσουνισμός απαιτούνται ένας μουσουνιστής και ένας μουσουνιζόμενος. Ο μουσουνιστής πλησιάζει τον μουσουνιζόμενο, βάζει τη μουσούδα του στον λαιμό, τους ώμους ή το στήθος του μουσουνιζόμενου και αρχίζει να τρίβεται και να ρουθουνίζει. Συχνά, ο μουσουνιστής πασπατεύει επίσης τον μουσουνιζόμενο και του ψιθυρίζει και διάφορες γλύκες. Το μουσούνισμα είναι συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, προοίμιο για σαχλά.

Η λέξη μουσουνίζω προϋπήρχε κατά πολύ του γουτσισμού. Συναντάται σε ντοπιολαλιές - υπάρχει και ο τύπος μουθουνίζω - και σημαίνει ακριβώς ρουθουνίζω. Αναφέρεται συνήθως στον ήχο που κάνουν διάφορα ζώα όταν πάνε να μυρίσουν και ρουφάνε τη μύτη τους. Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.

- Γούτσου-γούτσου το μωρό μου ... έλα να σε μουσουνίσω λίγο, γλυκό μου ...
- Ναι, ρε καλό μου, αλλά αρχίζει το ματς σε δέκα λεπτάκια ... και ξέρεις πού καταλήγουν αυτά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής, και ωσεκτουτού πλέον εκλεπτυσμένη, εκδοχή του παντελονιάζω. Σημαίνει εισπράττω, βάζω στην τσέπη, καθαρίζω. Το εν λόγω εισόδημα υπολογίζεται πάντοτε και αυστηρά μετά από φόρους και κρατήσεις. Μπορεί δε να είναι δολίως ή νομίμως αποκτηθέν.

Ανήκει στην συζυγία των εις -μι ρημάτων και κλίνεται όπως π.χ. το πίμπλημι = γεμίζω, δηλαδή, πίμπλημι, επίμπλην, παντελονίσκημι, επαντελονίσκην.

Συντάσσεται συχνά και για μεγαλύτερη έμφαση με το ρήμα κάνω: κάνω παντελονίσκημι.

- Μαλάκα, θυμάσαι εκείνα τα ασημένια κουταλάκια που είχα κάνει ώπα απ' τον μπουφέ της θειάς μου της Ευπραξίας... ε, τα σπρώχνω στο ebay... εκατόν σαράντα δύο γιούρια έκανα παντελονίσκημι, χαλαρά...
- Ζαγοραίος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified