Πολύ κοινή έκφραση που δηλώνει ότι κάτι δεν λέει, ότι η ποιότητά του είναι από επιεικώς μέτρια έως και κακή. Όταν κάτι είναι απολύτως άθλιο, τραγικό, λέμε ποοολύ μάπα το καρπούζι.

Συνήθως, η έκφραση κρύβει και μια απογοήτευση -ότι, δηλαδή, καλύτερα τα περιμέναμε τα πράγματα, αλλά οι προσδοκίες και οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Ενίοτε, βέβαια, όταν οι προσδοκίες μας ήταν ούτως ή άλλως χαμηλές και επαληθεύθηκαν, η έκφραση λέγεται και ως αυτο-επιβεβαίωση και, ίσως, και με μια διάθεση χαιρεκακίας -εγώ το ήξερα και σας τό 'χα πει ότι θα ήταν μάπα το καρπούζι.

Η διάδοση της έκφρασης οφείλεται, φυσικά, στο γεγονός ότι μας περιβάλλουν όλο και περισσότερο πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που είναι κατά τεκμήριο μάπα - αλλά, διάφοροι πι-αρ-τζήδες προσπαθούν να μας πείσουν περί του αντιθέτου και η απογοήτευση που ακολουθεί ζητά διέξοδο. Συμβάλλει, όμως, στην διάδοση της έκφρασης και ότι είναι πασπαντού: ο κυβερνητικός ανασχηματισμός, το i-Phone, η αμερικλανιά που κακώς ενδώσαμε και πήγαμε να δούμε χτες, το φαγητό στην ταβέρνα μετά όπου μας έριξαν κι ένα καζίκι, το γλυκό γκομενάκι απ' το τσατ που απεδείχθη γκραν πιριπιτσόλι εκ του σύνεγγυς -σε όλα αυτά κάλλιστα κολλάει το μάπα το καρπούζι.

Κάποιες φορές, εννοείται, αναφερόμαστε και σε καρπούζια, από κείνα που βγαίνουν στα μποστάνια. Όταν το καρπούζι βγει άγουρο και άγλυκο λέμε ότι είναι σα μάπα, δηλαδή σα λάχανο. Και ποτέ δεν μπορείς νά 'σαι σίγουρος τι καρπούζι ψώνισες. Τα διάφορα του είδους «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» και άμα το χτυπήσεις το καρπούζι κι ακουστεί καμπανιστό είναι ώριμο και νόστιμο -ε, είναι γνωστό ότι δεν λειτουργούν. Ο μόνος εγγυημένος τρόπος να καταλάβεις αν το καρπούζι είναι καλό είναι να δεις αν πηδάει.

  1. Στα Κανάρια που έχω πάει και έκατσα 3 εβδομάδες γιατί είχα την κολλητή μου και δούλευε, θα σας πω μάπα το καρπούζι. Όλο αυτό που βλέπεις είναι ψεύτικο. όλα είναι τεχνικά τίποτε δεν είναι φυσικό στα Κανάρια. Ακόμα και η λευκή αμμος στην παραλλία την έχουν φέρει απο αλλού δεν θυμάμαι απο που.

(από το φόρουμ του www.teleiosgamos.gr, συζήτηση για τον ιδανικό προορισμό για ταξίδι του μέλιτος)

  1. - Τι λέει, ρε, αυτό το καινούργιο το δεξί εξτρέμ που μας έφερε η προεδράρα; - Παλτό, παλτό, άσε καλύτερα ...
    - Εμ, φαινότανε ότι θα βγει μάπα το καρπούζι ... ο Αρμένιος Μαραντόνα και καλά ... Απιθανοπουλιάν, είπες, τον λένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορηματική απάντηση σε δυο ερωτήματα που πολύ έχουν απασχολήσει την κοινωνική φιλοσοφία από αρχαιοτάτων χρόνων.

  • Ερώτημα α: γεννιέσαι ή γίνεσαι;
  • Ερώτημα βου: αλλάζει ο άνθρωπος;

    Η απάντηση που δίνεται, εν προκειμένω, είναι α) η μαλακία είναι εκ γενετής και βου) ελπίδα επανένταξης δεν υπάρχει.

Ίσως ορισμένοι να θεωρήσουν την τοποθέτηση αυτή μοιρολατρική αλλά δεν μπορούν να αρνηθούν ότι είναι και ρεαλιστική. Και, δεδομένου του όγκου της μαλακίας που μας περιβάλλει - και της εμμονής του κάθε μαλάκα στη μαλακία του - δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο. Μάλιστα, στο φατσοβιβλίο έχει συσταθεί κατ' αυτάς γκρουπ ακριβώς με αυτή την επωνυμία: ΑΜΑ Ο ΑΛΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ,ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ!!!... (τα κεφαλαία και τα θαυμαστικά δικά τους). Τον Φεβρουάριο του 2009, το συγκεκριμένο γκρουπ είχε πάνω από 4,000 μέλη. Όπως είπε κι ένα απ' αυτά, τους ενώνει το γεγονός ότι τη φράση αυτή «kai mia k 2 kai 1231231498 fores thn leme ka8hmerina.» (τα greeklish δικά της).

Τα μέλη του γκρουπ έχουν διατυπώσει την βασική τους θέση με πολλούς τρόπους και αντιγράφω κάποιους απ' αυτούς:

  • mia fora malakas pada malakas!!!!
  • Τι γίνεσαι,τι γεννιέσαι - μαλάκας είσαι.
  • Once malakas,always malakas!
  • otan o an8rwpos einai malakas teleiwse!!!den exei piswgyrismata!!!!!!!!!!!!!!!!!!
  • xaxaa!!giati an kapoios einai skatomialos kai skatokefalos den allazei!!oso kai na prospatheis na tou allaxeis ta miala toso pio poli tha emenei sti malakia tou!!
  • γεννιεται δεν γινεται.ειναι μικρος μαλακας κ μεγαλωνοντας γινεται μεγαλος μαλακας.κ στις δυο περιπτωσεις μαλακας παραμενει,μονο το μεγεθος αλλαζει

Η σωστή εκφορά της φράσης προϋποθέτει, φυσικά, τον τονισμό του δεύτερου είναι - άμα ο άλλος είναι μαλάκας, ΕΙΝΑΙ μαλάκας ...

Σχετικό λήμμα: ο βλάκας είναι ανίκητος.

Κάπως σχετικά λήμματα: άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος και πού να τρέχεις με τα τακούνια ...

- Έμαθες τι έγινε με το μαλάκα το Νούλη;
- Όχι ρε, τι έκανε πάλι ο μαλάκας; - Ε, χώρισε με τη Θεανώ ... τον σούταρε κανονικά ...
- Κρίμα, ρε πστ! ... ήτανε σωστή γκόμενα η Θεανώ ... αλλά καλά τον έκανε διότι ο Νούλης είναι και μαλάκας, σε ενημερώνω ... κάποια μαλακία θάκανε πάλι, δε γεννάται θέμα ...
- Ε, ναι ... τον έκανε τσακωτό με τη Βίλλυ ...
- Με τη Βίλλυ; Την κολλητή της τη Βίλλυ; Καλά ρε, μ' αυτήν δεν είχε πάει να γίνει ένα σκηνικό την Πρωτοχρονιά και τού 'χε πει η Θεανώ του μαλάκα ότι έχει μία κίτρινη και ν'αράξει; Και πήγε πάλι και την έπεσε στη Βίλλυ ο μαλάκας; - Ε, αγόρι μου, τι τα θες ... άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας ...
- Αυτό να μου πεις ... δεμελέρε, με παίρνει με τη Θεανώ; Πώς με βλέπεις;
- Είσαι μαλάκας ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφημιστικό σλόγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '70 - στην πλήρη μορφή του ήταν «για πλύσιμο στο χέρι, η θεία Όλγα ξέρει».

Η θεία Όλγα ήταν μια ώριμη κυρία, εκεί στα 55-60, που περιφερόταν αποφασιστικά σ'έναν αγρό και μετέφερε την πείρα της σε καμμιά πενηνταριά νέες νοικοκυρές που είχαν βάλει μπουγάδα στο χέρι εκεί, έτσι σ' ένα υπαίθριο. «Θεία Όλγα» ήταν ακριβώς και το όνομα του απορρυπαντικού που χρησιμοποιούσαν (είχε και λαμπρυντικούς κόκκους). Δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι η διαφήμιση απεδείχθη απείρως πιο επιτυχημένη από το απορρυπαντικό - αν και, βέβαια, είναι λίγο οξύμωρο αυτό. Τέσπα, δείτε το βίντεο.

Το σλόγκαν έχει ψιλοεπιβιώσει - στο slang.gr έχει ήδη αναφερθεί εν παρόδω τουλάχιστον δυο φορές στα λήμματα ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία... και μα ποιος είσαι, η ΔΟΜΗ;. Χρησιμοποιείται που και που ως ατάκα για να καθησυχάσουμε το συνομιλητή μας ότι η δουλειά του θα γίνει αν τ'αφήσει το θέμα επάνω μας αλλά καλύτερα να μην ρωτάει και πολλές λεπτομέρειες.

Το όνομα της ηθοποιού που υποδυόταν τη θεία Όλγα δεν παραδίδεται. Ξέρουμε, όμως, σε ποιόν ανήκει η πατρότητα του σλόγκαν αυτού όπως και του άλλου αξέχαστου «θαύμα φαγητό θα γίνει, με Φυτίνη, με Φυτίνη». Είναι ο Μίμης Ραβάνης-Ρεντής (1925-1996), πολυγραφότατος συγγραφέας θεατρικών έργων, αστυνομικών μυθιστορημάτων και παιδικών βιβλίων, και από τους βασικούς συντελεστές της κλασικής ραδιοφωνικής σαπουνόπερας «Το Σπίτι των Ανέμων». Α, ναι, και δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, υπεύθυνος πολιτισμού της ΕΠΟΝ και ο στιχουργός των τραγουδιών «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» και 'Ο Μπελογιάνης ζει«. Η θεία Όλγα του προέκυψε γιατί επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση επειδή δεν μπορούσε να δουλέψει αλλού. Απίστευτος τύπος, κυρίως διότι παρά τα όσα έκανε κατάφερε να παραμείνει κατά βάση ανώνυμος.

«Η θεία Όλγα ξέρει» ήταν και ο τίτλος επεισοδίου του 1990 από την τηλεοπτική σειρά »Οι Τρεις Χάριτες« - με Άννα Παναγιωτοπούλου στο ρόλο της Όλγας Χαρίτου.

Aσταδγιάλα, retromaniax.gr καταντήσαμε δω μέσα.

- Άσε, ρε μαλάκα ... δε σε πιστεύω ... δηλαδή, τι θα της πεις της Ευλαμπίας και θα την ψήσεις νάρθει ... - Άστο, αγόρι μου ... άστο πάνω μου ... η θεία Όλγα ξέρει ... εσύ πλύνε το πουλί σου - ξες, έτσι καλά ... με κάτι που νάχει και λαμπρυντικούς κόκκους ... έτσι, για ν' αστράφτει - και για τ'άλλα μη σε νοιάζει ... σου λέω, η θεία Όλγα ξέρει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ράτσα σκύλου. Η επίσημη ονομασία είναι Ελληνικός Ιχνηλάτης και είναι το κλασικό Ελληνικό κυνηγόσκυλο - ακριβέστερα, λαγωνικό. Ειδικότητα του τα μικρά θηράματα στο έδαφος, κυρίως οι λαγοί, αλλά τρεις-τέσσερις γκέκηδες μαζί δεν κωλώνουν να τα βάλουν και με αγριογούρουνο. Φημίζεται δε ο γκέκας και για το δυνατό του γαύγισμα που κατευθύνει τον κυνηγό. Είναι μια από τις δυο καθαρόαιμες Ελληνικές ράτσες που αναγνωρίζονται διεθνώς - η άλλη είναι ο Ελληνικός Ποιμαντικός, το κλασικό βουνίσιο τσομπανόσκυλο που τα βάζει με το λύκο.

Ο γκέκας είναι σκυλί πανέξυπνο και γενναίο αλλά μπορεί να γίνει και ατίθασσο και ξεροκέφαλο - αν η Ελλάδα είχε εθνικό ζώο δεν θα ήταν κακή επιλογή και σίγουρα θάταν προτιμότερη από την καρέτα καρέτα και την μονάχους μονάχους που είναι και κομμάτι boring. Ίσως, όμως, ο καημένος ο σκύλος νάχανε επειδή έχει Αρβανίτικο όνομα - δε ξέρω.

Πάντως, η λέξη γκέκας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και ανθρώπους, συνήθως νεαρούς εφήβους και μικρά παιδιά, που είναι ζιζάνια και φασαριόζικα αλλά ξύπνια κι έχουν κατά βάθος καλό χαρακτήρα. Είναι επιτιμητικός χαρακτηρισμός αλλά κρύβει και μια δόση περηφάνιας.

Το λήμμα ΔΕΝ είναι αυτοβιογραφικό. Το διευκρινίζω επειδή πολλά σενάρια γράφονται.

  1. Ο γκέκας πρέπει να γνωρίζει τους τόπους λεπτομερέστατα. Κάθε θαμνάκι, κάθε νεροφαγιά, κάθε πετρίτσα. Πηγαίνει αν ξέρει τα μέρη-συστημένος στα γιατάκια και ξετρυπώνει το θήραμα στο πι και φι. Αν το χάσει το ξαναβρίσκει με την ίδια ευκολία, Δεν ψάχνει άσκοπα. Τραβάει κατ' ευθείαν εκεί που ξέρει ότι πήγε να βρει το άσυλο του. Πολλές φορές μάλιστα το καταλαμβάνει «εξ' απήνης» και το πνίγει. Γι' αυτό όσοι κυνηγούν με τον γκέκα, συνήθως δεν ταξιδεύουν για να πάνε σε μακρινά μέρη που έχει κυνήγι. Μένουν στον τόπο τούς και πάντα μένουν ικανοποιημένοι. (Από το www.gpeppas.gr)

  2. - Α, ρε αφιλότιμο ... γιατί, βρε, έβαλες μουστάκι στη φωτογραφία της θειας Φωτούλας; Τι είπες ... γιατί έχει και στ'αλήθεια;;; Α, ρε γκέκα, θάρθω εκεί θα σου ισιώσω τα παΐδια ...

Κλασική φάτσα γκέκα (από poniroskylo, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χέρσα χωράφια, γεμάτα πέτρες και αγριόχορτα. Οπωσδήποτε όχι ποτιστικά.

Προέρχεται από το τούρκικο bayir που έχει λίγο διαφορετική σημασία - είναι η πλαγιά, ο λόφος. Αυτή η σημασία ίσως να επιβιώνει σε τοπωνύμια στη Μακεδονία - π.χ. μπαΐρια στο Λιτόχωρο λένε τις διάφορες γειτονιές του χωριού το οποίο είναι χτισμένο σε πλαγιές και κάτι ανάλογο υπάρχει, νομίζω, και στις Σέρρες.

Από τα χουριάτκα η λέξη πέρασε το 2008 στην αστική αργκό χάρη στους Ενδοπαλαμικούς Παλινδρομιστές και το τραγούδι My Secret Combination που μνημονεύει την έξοδο του Νικοπολίδη στα μπαΐρια - όπως παρατήρησε και η mes που έδωσε την παραγγελία για το λήμμα. Προφανώς ο τερματοφύλακας της Εθνικής πήγε περίπατο σε κάποια χωράφια στη συγκεκριμένη φάση - ως μη έδει.

Παράβαλε και το λήμμα τσαΐρια

  1. Εις την Ρούμελη, αφού ο Τούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ' άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη οπού να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαϊρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι' αδικημένη είναι κι' αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. (Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, απόσπασμα στο wikisource)

  2. Το 1922 στην ανταλλαγή μας έταξαν τη γη που μας πήραν οι κατακτητές και λίγα παραπάνω για τα ζαράλια που μας άφησαν οι πόλεμοι . Ήρθαν οι αούτ’ κι τσάκουσαν τον κάμπο κι απόμναμι μι τα μπα’ί’ρια . Δεν μπορούσαν να τους δώσουν μια πιθαμή παραπέρα ;
    Με το κράτος ζορίζομαι όχι με αυτούς … (Από την Κοζανίτικη ιστοσελίδα www.giapraki.com - ζαράλια=μεγάλα βάσανα, οι αούτ'=οι Πόντιοι)

  3. Αξίζει να θυμηθούμε τον κάμπο της Κωπαϊδας μερικές δεκαετίες πριν, όταν χέρσα κομμάτια - μπαϊρια - εναλλάσσονταν με στάρια και τριφύλλια και κηπευτικά και όλο αυτό το πολύχρωμο χαλί το διασπούσαν φράχτες, συνθέτοντας ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς και παράλληλα ένα τόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας άριστος τόπος τροφής για πολλά είδη, δεδομένης μάλιστα της περιορισμένης χρήσης των αγροχημικών και των φυτοφαρμάκων. (Από το www.kynigos.net.gr)

Για τα πανηγύρια (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Επίπεδες εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και θάμνους.

Από το τούρκικο cayir που σημαίνει το ίδιο - cayir στα Τούρκικα μπορεί να δηλώνει επιπλέον και τη σαβάνα και τα αμερικάνικα prairies.

«Πάω στα τσαΐρια» σημαίνει περιπλανώμαι σε τόπο αφιλόξενο, στην ερημιά. «Για τα τσαΐρια» όταν λέμε σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος δεν είναι για κόσμο - τουλάχιστον, για κόσμο πολιτισμένο, για τα σαλόνια.

Παράγωγη είναι και η λέξη τσαϊράδα που σημαίνει εκδρομή στην εξοχή άλλα σε μέρη μάλλον άγρια ή κι έναν άσκοπο περίπατο στα χωράφια. Η λέξη τσαϊράδα έχει εξασφαλίσει την αθανασία χάρη στο ομώνυμο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Η λέξη τσαΐρια επιβιώνει και σε διάφορα τοπωνύμια - π.χ. ήξερα περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα Τσαΐρια» στην Επανομή και στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής.

Παράβαλε και το λήμμα μπαΐρια.

  1. - Είχε δηλαδή πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια;
    «Τι πολύ, για τους λαγούς σας είπα, οι πέρδικες έμπαιναν μέσα στο χωριό, που λέει ο λόγος. Έβγαινες το πρωί έξω από το χωριό στα τσαϊρια, που είχαμε τα αλώνια κι άκουγες τις πέρδικες να κελαηδάνε. (Από το περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία, αναδημοσίευση στο www.alfa-omega.gr)

  2. Το παράδειγμα είναι στα Ποντιακά από το http://pontosandaristera.wordpress.com:

Τα τσαΐρια όντα ετρανίναν επένανε με τα κερεντίδες και εθέριζανε και εποίνανε τα χορτάρια δέματα για να είχαν το χειμονκόν τροφήν για τα ζα τουνα.

Και η μετάφραση στην Κοινή

Καθώς μεγάλωναν τα λιβάδια, τα θέριζαν με τις κόσες και έκαναν τα χόρτα δέματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφή για τα ζωντανά τους, το χειμώνα.

  1. Τσαϊράδα (Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1960)

Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μού χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ' αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν' ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.

Να προσεχθεί, παρακαλώ, το μπλουζάκι του δικού μας - είναι από την T.O. Επανομής του slang.gr (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To YouTube.

Εννοείται ότι η συγκεκριμένη λεξιπλασία δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν είχαν προηγηθεί τα εμπνευσμένα σωλήνας, ο, εσύ-σωλήνα, το, συσιφόνι και παιδί του σωλήνα, το - ώμοι, γίγαντες, Νεύτων κ.λπ.

Ειδικά δε από το εσύ-σωλήνα οι διαφορές είναι πολύ μικρές, αλλά οι λεπτομέρειες αυτές, κατά τη γνώμη μου, δίνουν στο συσωλήνα και ένα μικρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, ο συσωλήνας:

  • είναι κατά ένα γράμμα και μια συλλαβή συντομότερος από το εσύ-σωλήνα Αυτή ακριβώς η προτεινόμενη αποβολή του αρχικού ε- κάνει την λέξη απλούστερη στην εκφορά. Βασικά, λέγεται πιο εύκολα. Δοκιμάστε το.
  • είναι γένους αρσενικού και κλίνεται όπως ακριβώς ο σωλήνας, αποφεύγοντας έτσι κάποιες δυσκαμψίες που ίσως παρουσιάσει στο λόγο ο κατασκευασμένος ουδέτερος τύπος, ειδικά στην ονομαστική και, αύριο-μεθαύριο, και στον πληθυντικό.
  • παραπέμπει στην αλήστου μνήμης Τσιτσιολίνα και, συνεπώς, μας βοηθά να θυμόμαστε τη λέξη πιο εύκολα.

Θέτω τον συσωλήνα στην κρίση του σλανγκεπώνυμου πλήθους.

- Εγώ, πάντως την Έλενα Πούτση από το συσωλήνα την έμαθα... εκεί με το βίντεο που λέει η πίτσα της Πούτση και λέει κι ο δικός σου... πού θα πάει, θα γίνει το σαρδάμ... χαμός, δικέ μου... - Τι λες, ρε μαλάκα... από πού την έμαθες, λέει; Πώς το είπες; - Απ' το συσωλήνα, ρε... το Γιου Τουμπ... δεν το ξέρεις;
- Τι συσωλήνα και σωλήνα και πίπες μου λες, ρε μαλάκα... ακούς εκεί συσωλήνα... τζανταλίνα μανταλίνα και στον κώλο σ' μια σωλήνα... και στον κώλο συσωλήνα... δεν πας να κάνεις καμιά δουλειά, λέω 'γω...

Κάποιος τεχνίτης του φωτομάγαζου εύκολα θα μπορούσε να φτιάξει και τον λογότυπο του συσωλήνα. Λέμε τώρα. (από poniroskylo, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα λέξη - χρησιμοποιείται στον Ελλαδικό χώρο ευρέως τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 και οι συνδηλώσεις της έχουν επανειλημμένα αλλάξει.

Αρχικά, μπακούρι ήταν ουδέτερη λέξη και σήμαινε απλώς τον ανύπαντρο άντρα, τον εργένη.

Αργότερα, για ένα διάστημα, η λέξη απέκτησε και θετικές συνδηλώσεις - εννοούσε τον εκ πεποιθήσεως εργένη, αυτόν που δεν πιάνεται κορόιδο να παντρευτεί. Αλλά, βαθμιαία πήρε την έννοια του τύπου που έχει μείνει πολύ καιρό χωρίς γυναίκα και σήμερα η λέξη μπακούρι δηλώνει και επιπλέον, ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα του τύπου αυτού δεν πρόκειται να λυθεί σύντομα (και άρα ο τύπος θ' αργήσει να γαμήσει), διότι οι λόγοι για τους οποίους το πρόβλημα παρουσιάστηκε καταρχήν είναι υπαρκτοί και σοβαροί: ο τύπος είναι αδέξιος, απότομος και πιθανότατα μυρίζουν οι κάλτσες του (μέσα από τα παπούτσια).

Εσχάτως, η λέξη χρησιμοποιείται και ως αυτοχαρακτηρισμός γυναικών που, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, ανάγουν την αγαμία σε μαγκιά.

Το μπακούρι, με την αρχική σημασία, είναι λέξη συνώνυμη με την παππουδίστικη λέξη μπεκιάρης - και πιθανώς παραφθορά της, καθώς θυμάμαι ηλικιωμένους Κωνσταντινουπολίτες να μεταχειρίζονται τις δυο λέξεις αδιάκριτα. Πιστεύω ότι έχουν κοινή προέλευση την τούρκικη λέξη bekâr που σημαίνει ακριβώς ανύπαντρος. Στα τούρκικα υπάρχει και η λέξη bakire που σημαίνει παρθένος/α αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες και μάλλον δεν κολλάει. Η ετυμολόγηση από το τούρκικο bakir=χαλκός (δες το λήμμα μπακούρης) είναι ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον δεν ευσταθεί.

  1. - Πάλι πέντε μπακούρια μαζευτήκαμε; Πάλι για μπάσκετ θα πάμε;

  2. Από http://palempa.blogspot.com - είναι το βλόγιο(ν) της Πανελλήνιας Λέσχης Μπακουριών (ΠΑ.ΛΕ.ΜΠΑ.)

Μπακούρι εγεννήθηκα
μπακούρι θα πεθάνω
μπακούρι με βαφτίσανε
στην εκκλησιά σαν χάνο

Γκόμενα δεν εσταύρωσα
είκοσι χρόνια τώρα
τι να ‘φταιξε, τι να ‘γινε
βρε μπας και έχω ψώρα

  1. Από το blog f0ititria se apognwsi

Δεν έχω καταλάβει γιατί πλέον τα μπακούρια τα αποκαλούμε (μάλλον για να τα παρηγορήσουμε) Singles;; Δεν έχει καμία διαφορά, για αυτό ας λέμε τα πράγματα με το ονομά τους. Ναι, είμαι μπακούρι και μου αρέσει (προς το παρόν)!

(από protnet, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεύρο, η ψυχή.

Όποιος έχει τσαγανό έχει ζωντάνια, αποφασιστικότητα, θάρρος και αντοχή. Έχει άντερο και δεν εγκαταλείπει όταν βρεθεί σε ζόρι.

Όποιος δεν έχει τσαγανό είναι ράθυμος, μούχλας και κλασομπανιέρας.

Ο τσαγανός, κυριολεκτικά, είναι το μικρό καβουράκι χρώματος γκριζοπράσινου που συνήθως ζει στις πέτρες στα ρηχά. Είναι αεικίνητο κι έχει τη φήμη ότι είναι εφευρετικό και εφτάψυχο. Κλίνεται όπως ο αχινός.

  1. Ο Παπασταθόπουλος σε όσα ματς έπαιξε και τον είδα ήταν από τους κορυφαίους σε απόδοση. Είναι σημαντικό για ένα παιδί 19 χρόνων να παίζει τόσο ώριμα αυτή τη θέση. Συνήθως οι κεντρικοί αμυντικοί είναι μιας ηλικίας. Πέρα από τα προσόντα του, μ' αρέσει που παίζει με πάθος, με ψυχή. Αυτό το παιδί έχει τσαγανό και, αν μείνει προσγειωμένος, θα κάνει καριέρα. (Δηλώσεις του Χ.Κωστή, Ελευθεροτυπία, 30/12/07)

  2. - Ε, ρε μαμούχαλε... Αφήνεις τη μάνα σου και δουλεύει και μια δραχμή δε σηκώνεσαι να φέρεις στο σπίτι... Καλά, ντιπ τσαγανό δεν έχεις πια; Αλλά, έτσι είστε εσείς, η γενιά του φραπέ... Σας έχει φάει η ρέχλα...
    - Θενκ γιου, μπάρμπα... Είσαι μπαρμπόιλ...

Μικρο τσαγανό και την Αρτα φοβερίζει... (από Vrastaman, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified