Ο πούτσος, κωδικοποιημένος ώστε να περνάει το μήνυμα, αλλά και να μην προσβάλλει, μιας και χρησιμοποιώντας το λήμμα δεν λέμε στην πραγματικότητα τη λέξη πούτσος. Που είναι κακιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.

Ε στο φούτσο μου ρε φίλε κι εμένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.

Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;

(από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει γαμάω-ώ. Το λέμε όταν είναι κοντά παιδάκια, να μην ακούνε και μαθαίνουν.

Δεν παλεύεται η δουλειά Τάκη, μάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει στην πούτσα μου, δηλαδή δε με νοιάζει, δε με απασχολεί, έχω γραμμένο κτλ. Ακολουθεί απόπειρα ετυμολόγησης:

στην πούτσα μου -> στη μπούτσα μ' ->ζ' μπούτσα μ' -> ζμπούτσαμ

Αντίστοιχα και ζμπούτσασ, ζμπούτσατ, κ.ο.κ.

Ζμπούτσαμ ρε φίλε, το χάλασες, θα το πληρώσεις! Τελείωσε!

(από jorje26, 05/10/06) (από allivegp, 17/10/12)(από allivegp, 17/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που διακρίνεται για την αστείρευτη φαντασία του. Από τον γνωστό σεναριογράφο / σκηνοθέτη που μαστίζει την ελληνική τηλεόραση εδώ και χιλιάδες χρόνια.

- Αντί να μας κάνει μάθημα, κάθε φορά μας διηγείται ό,τι νά 'ναι ιστορίες. Σκέτος Φώσκολος ο δικός σου!

(από beth, 21/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο ψευτομανής, ο όχι και τόσο αλήθειας τελικά.

- Και τι λέγατε με τον Σάκη;
- Ε μου λεγε τα ψέμματα που λέει συνήθως και το 'παιζα ότι εντυπωσιαζόμουν. Πάντως τον έχουν πάρει γραμμή όλοι τον Μπαρμπαλήθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυγιάγγιχτος, ο εύθικτος, ο τρυφερός, που θίγεται, ή στραβώνει, ή χαλιέται με το παραμικρό. Προέρχεται από τις σικάτες, κομψές κυρίες που σηκώνουν τη μύτη και γυρίζουν την πλάτη σε οτιδήποτε εκτός κύκλου τους.

- Σιγά μην έρθω εκεί μέσα.
- Σώπα μωρή κυρία που δε θα 'ρθεις. Θα 'ρθεις και θα γουστάρεις κιόλας!

Σύγκρινε με γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρμπουάρ λαϊκιστί. Το φιλοδώρημα.

Καλά δε θα αφήσεις μπουρμπούρι στο παιδί; Γύφτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου το επαγγελματικό αντικείμενο ή ενασχόληση είναι η πληροφορική, η συγγραφή κώδικα υπολογιστή.

Συνώνυμα: πληροφορικάριος, σοφτγουεράς, code monkey.

Συναντάται σε σκοτεινά υγρά υπόγεια όπου γράφει χιλιάδες γραμμές κώδικα που κανείς δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ. Συντηρείται με καφέ και πίτσα και τα απογεύματα δουλεύει ντελιβεράς, μιας και η αγορά πληροφορικής έχει κορεστεί.

Προσοχή:
Ο απόφοιτος πληροφορικής δεν είναι απαραίτητα και πληροφορικάντης, μιας και σε πολλές περιπτώσεις μπήκε στη σχολή μόνο επειδή του είπε η μάνα του ότι είναι το μέλλον, χωρίς ωστόσο να έχει μεράκι για το αντικείμενο. Σε τέτοιους οφείλεται το γεγονός ότι ο Τάκης (ο παραπάνω αυθεντικός πληροφορικάντης) δουλεύει ως ντελιβεράς.

- Είπες και στον Τάκη να έρθει;
- Του είπα αλλα είπε θα μείνει μέσα να τελειώσει τον kernel που γράφει στον ελεύθερό του χρόνο, δηλαδή πάντα.
- A, true πληροφορικάντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified