Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.

- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...

Στου γιαλού τα πουτσαλάκια! (από Cunning Linguist, 19/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου το επαγγελματικό αντικείμενο ή ενασχόληση είναι η πληροφορική, η συγγραφή κώδικα υπολογιστή.

Συνώνυμα: πληροφορικάριος, σοφτγουεράς, code monkey.

Συναντάται σε σκοτεινά υγρά υπόγεια όπου γράφει χιλιάδες γραμμές κώδικα που κανείς δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ. Συντηρείται με καφέ και πίτσα και τα απογεύματα δουλεύει ντελιβεράς, μιας και η αγορά πληροφορικής έχει κορεστεί.

Προσοχή:
Ο απόφοιτος πληροφορικής δεν είναι απαραίτητα και πληροφορικάντης, μιας και σε πολλές περιπτώσεις μπήκε στη σχολή μόνο επειδή του είπε η μάνα του ότι είναι το μέλλον, χωρίς ωστόσο να έχει μεράκι για το αντικείμενο. Σε τέτοιους οφείλεται το γεγονός ότι ο Τάκης (ο παραπάνω αυθεντικός πληροφορικάντης) δουλεύει ως ντελιβεράς.

- Είπες και στον Τάκη να έρθει;
- Του είπα αλλα είπε θα μείνει μέσα να τελειώσει τον kernel που γράφει στον ελεύθερό του χρόνο, δηλαδή πάντα.
- A, true πληροφορικάντης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».

- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...

τσακο ρε μαγκα οκτακοκια και καντινα γαργαρα τη δουλεια (από notheitis, 05/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεχε, σε παρακολουθώ, κι όταν κάνεις τη μαλακία σ' έφαγα λάχανο.

-Θα μου κλασεις τ' αρχίδια... -Καλάααα, ξέρω που μένεις φ'λαράκ'. Το νου σ'...

Βλέπε και το νου σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν, αυτός που προσποιείται. Πολλές φορές και ποζεράκος.

- Πες μου όλους τους δίσκους των Metallica, τώρα!
- Μα... εγώ... δεν τους θυμάμαι τώρα όλους...
- Και γιατί φοράς μπλούζα Metallica τότε ρε βρωμο-δηθένωνα! Τώρα θα δεις...
«ΚΑΠΑΟΥ!»

Βλέπε και ντεμέκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο -κατα-κόρον μπακούρης- που λυσσάει για γυναίκα, που του τρέχουν τα σάλια. Πολλές φορές παραμερίζει την αξιοπρέπειά του για χάρη του μουνιού. Συνήθως οι γυναίκες τον παίρνουν πρέφα και τον αποφεύγουν, αφήνοντάς τον για πάντα λιγούρι και μπακούρι. Δηλαδή μπαγούρι.

- Πού πα ρε, σαν το λιγούρι. Θα σε πάρει γραμμή και θα σε δουλεύει. Οι γυναίκες αγόρι μου θέλουν να τις γράφεις!

Βλ. και λιγούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.

-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.

(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί του χασάπη το παιδί του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαντίλι που ενδείκνυται για το σκούπισμα μύξας. Αποτελείται από πολλά φύλλα χαρτιού ώστε να μη μουλιάζει και τρυπάει με αποτέλεσμα τη διαρροή μύξας στο χέρι, ενώ η απαλή υφή του δεν τραυματίζει τα ρουθούνια και την περιοχή πάνω του άνω χείλους. Η συσκευασία είναι μικρή ώστε να χωράει παντού και επανασφραγιζόμενη ώστε ακόμα και το τελευταίο μυξομάντιλο να είναι το ίδιο καθαρό με το πρώτο.

(Με αηδία:) - Πάρε ένα μυξομάντιλο ρε βρωμιάρη που γλύφεις τις μύξες σου! Σου πέφτουν κατευθείαν απ' τη μύτη στο στόμα ναούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.

- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified