Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το όνομα Θεόδωρος / Θεοδώρα προσφέρεται για δημιουργία σύνθετων λέξεων όπως η βιαστικοθοδώρα (βλ. λήμμα παπαφούριας όπου γίνεται σαφής αναφορά) και βέβαια ο γυναικοθόδωρος.

Ο γυναικοθόδωρος (επί το λαϊκότερον γυναικοθόδωρας) είναι ο τύπος που ασχολείται με γυναικεία θέματα ως μη όφειλε. Προφανώς η λέξη είναι παλαιάς κοπής (για να προλάβω τυχόν φεμινιστικές αντιδράσεις) όταν τα ανδρικά και γυναικεία θέματα ήταν σαφώς διαχωρισμένα. Μη βλέπεις τώρα που το να κάνει ένας μαντράχαλος σταυροβελονιά είναι ΟΚ. Λέμε τώρα.

— Πίτσα, τα έβαλες για πρόπλυση τα ρούχα; Χμμ... βρε είναι ευαίσθητα και φοβάμαι ότι με την πρόπλυση θα γίνουν πατσαβούρια. Α, και να σου πω τώρα που το θυμήθηκα. Αυτά τα φασολάκια που πήρες, όλο ίνες ρε παιδάκι μου. Να σου πω πώς να τα διαλέγεις...
— Α πα πα πα... Μωρέ τι γυναικοθόδωρος είσαι εσύ. Λύσσαξες πια πρωί πρωί.

«Μου το παίζετε και μουγγοθόδωροι», απ\' το 0:50 και μετά (από vikar, 13/10/08)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της ιδίας πιθανότατα ρίζας με το μπανίζω, το μπανιστήρι και την μπανιστηροκάμερα, μπάνικο είναι κάτι το οποίο είναι όμορφο όταν το κοιτάς. Προφανώς και αναφέρεται σε γκόμενες και αυτοκίνητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σωστή η χρήση του και γι' άλλα αντικείμενα του πόθου.

Σε μία προσπάθεια λεπτομερέστερης εξήγησης του όρου, δανείζομαι την αγγλική έκφραση easy on the eyes, η οποία συνδέει κατά τον ίδιο τρόπο την ομορφιά ενός αντικειμένου ή ανθρώπου με την επίπτωση στα μάτια αυτού που το βλέπει. Βέβαια οι Άγγλοι το λένε με 4 λέξεις, εμείς με 1. Μερακλαντάν.

- Πφφφ! Πολύ μπάνικο ρε συ το εργαλείο.
- Δε λες τίποτα. Τετρακούνα, τούρμπο, 300 άλογα, γάμησέ τα...
- Όχι αυτό το εργαλείο ανόητε. Για το γκομενάκι μέσα στο αμάξι λέμε. Πολύ κολλημένος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαραφέτι ή το ματζαφλάρι ή το σκατολόγημα, ενίοτε δε και το σκατολοΐδι.

Το κερατολόγημα είναι συνήθως μικρό, εύκολο να χαθεί, δύσκολο να βρεθεί, χρησιμεύει σε κάτι που ποτέ δεν ήξερες ότι θα σου χρειαστεί και το πραγματικό του όνομα δεν παίζει ίδιως όταν το χρειάζεσαι επειγόντως ή εν πάσει περιπτώσει δεν σου 'ρχεται όταν θέλεις ν' αναφερθείς σ' αυτό.

Η κατά poniroskylo αγγλική εκδοχή του μαραφετιού (άρα και του κερατολογήματος) είναι το gadget και το widget, ενώ θα ήθελα να παραθέσω και τα whatjamacallit (ή whatsamacallit) και thingermerjig για την περίπτωση που τα ελληνικά δεν αρκούν για την λεπτομερή περιγραφή του εν λόγω αντικειμένου.

- Φώντα, πιάσε εκείνο το κερατολόγημα λίγο ν' αυτώσω το γαμίδι αυτό γαμώ το φελέκι μου μέσα.
- Έφτασεεει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος δανεισμένος από το χώρο του hi fi και δη του high end, όπου συγκεκριμένα μηχανήματα χρησιμοποιούνται ως μέτρο σύγκρισης για τις υπόλοιπες υλοιποιήσεις της κατηγορίας, όπως στις παρακάτω φωτογραφίες.

Επειδή το hi fi και το high end λίγους ενδιαφέρουν, αλλά οι γκόμενες όλους, η έννοια της «αναφοράς» χρησιμεύει σε παρέες και ομάδες ανδρών για να συγκρίνουν γκόμενες βάσει κοινώς αποδεκτών στάνταρντς. Επιστημονική δουλειά δηλαδή. Και επειδή μας αρέσει να είμαστε ακριβείς στους χαρακτηρισμούς και τις συγκρίσεις, υπάρχουν επιμέρους στοιχεία αναφοράς για τις γκόμενες, εξ ου και ο όρος «κώλος αναφοράς» ή «βυζί αναφοράς». (βλ. φωτό)

- Ρε παίδες, το Τζινάκι τι κωλαράκι έχει στρώσει... Πολύ μπάνικο.
- Νταξ, δε λέω αλλά κάτι με χαλάει. Ρε Μήτσο, εσύ τι λές για το κωλαράκι της Τζίνας;
- Μάγκες όταν έχουμε δεί τον κώλο αναφοράς της Μερόπης, όλα τ' άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτεταμένη χρήση στα εικονογραφημένα κόμιξ για να δείξει ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας σκέφτεται. Κατ' άλλους είναι μετάφραση του αγγλικού mumble mumble, που δείχνει ότι ο χαρακτήρας λέει κάτι ακατάληπτο μέσ' απ' τα δόντια του. Δεδομένου ότι όταν σκεφτόμαστε πολλές φορές ψιλομουρμουρίζουμε κιόλας, μπορεί και οι δύο εκδοχές να είναι σωστές.

- Τελικά τι θα κάνουμε το βράδυ; Πάμε κανα κλαμπάκι ή μήπως θες να πάμε σινεμά και μετά να τσιμπήσουμε τίποτε;
- Χμ... μούμπλε μούμπλε... Να δούμε τι παίζει στο Village;

(από acg, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η ανώτερη κατηγορία σε κάποιο άθλημα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι (γκόμενα, φαγητό, αυτοκίνητο, γκατζετάκι κλπ) το οποίο είναι τοπ από πλευράς ποιότητας και γενικά δεν συγκρίνεται.

Δεδομένου του ξεπεσμού του ελληνικού πρωταθλήματος, ο όρος έχει εκφυλισθεί προσφάτως και αντ' αυτού συνιστάται η χρήση παρεμφερών όρων όπως Premier League, Ligue 1, 1. Bundesliga, Serie A, SuperLiga, Primera Liga, Primera Division. Όλα αυτά είναι απείρως σοβαρότερα από την Α' Εθνική και προσδίδουν επιπλέον κύρος στο χαρακτηρισμό. Με μέτρο παρακαλώ.

1
- Πώς το είδατε το αυτοκίνητο κύριε Σκορδοπούτσογλου; Σας άρεσε;
- Α' Εθνική αδελφέ. Τύλιξε μου ένα να φύγω.

2
- Σου άρεσε το ιμάμι Νώντα μου;
- Α' Εθνική μανίτσα μου, Α' Εθνική. Γεια στα χέρια σου.
- Η μαμά μου το 'φτιαξε, αυτή να ευχαριστήσεις.
- Μού 'κατσε...

3
- Ωρε ένας κώλαρος. Α' Εθνική.
- Τι Α' Εθνική ρε μεγάλε; Αυτός παίζει Premier League και χτυπάει Champions League εύκολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχίζοντας την παράδοση γερμανόφερτων εκφράσεων όπως η κλασική πλέον mit porden nicht vafen avgen, η συγκεκριμένη έκφραση παραπέμπει σε ύπνο που παίρνει τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο. Τούφεν (από την τούφα) σλάφεν (εκ του schlafen που όντως σημαίνει κοιμάμαι στη γερμανική) για να καταδείξει την αδήρητη ανάγκη για ξεκούραση.

- Πάμε Χρύσπα μετά;
- ΠοιαΧρύσπα ρε όργιο που δε βλέπω μπροστά μου απ' τη νύστα. Πάω για τούφεν σλάφεν σούμπιτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη λογική εκφράσεων όπως e-business, e-mail, e-shop και άλλων, οι οποίες υποδηλώνουν την προσφάτως αποκτηθείσα ηλεκτρονική φύση μίας σειράς πραγμάτων / καταστάσεων που στο παρελθόν υπήρχαν ως φυσικά φαινόμενα (επιχειρείν, ταχυδρομείν, ψωνίζειν), υπάρχει πλέον και ο e-πούτσος, ο οποίος χαρακτηρίζει την ηλεκτρονική δια του διαδικτύου σεξουαλική συνεύρεση μέσω εφαρμογών τύπου chat.

O e-πούτσος σε σχέση με τον παραδοσιακό έχει τις εξής διαφορές:

(α) Είναι πάντα άνω των 20 εκατοστών.
(β) Είναι πάντα σηκωμένος.
(γ) Έχει καταφέρει να μειώσει το χρόνο αναμονής (pit stop) μεταξύ τεμ. σε 15 δευτερόλεπτα.
(δ) Πάει πάντα σε τριάδες ή τετράδες, ποτέ μόνος.
(ε) Ανήκει πάντα σε ψηλό, μελαχρινό, με πράσινα μάτια και θεληματικό πηγούνι τύπο (εναλλακτικά σε ψηλό, ξανθό, με γαλανά μάτια και θεληματικό πηγούνι) με φέτες κοιλιακούς και όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο e-πούτσος είναι μία μετεξέλιξη του παραδοσιακού, μία βελτιωμένη έκδοση (GLX ας την πούμε) του πατροπαράδοτου πέους.

Προσοχή: Κυκλοφορούν στο ίντερνετ απομιμήσεις του γνήσιου e-πούτσου με την ονομασία iΠούτσος (κατά το ipod, iTunes, iMac κλπ), οι οποίες καπηλευόμενες την τεχνολογική και μαρκετίστικη υπεροχή της Apple, προσπαθούν να πλασσαριστούν στην αγορά.

Σχετικό λήμμα το e-πούτσισμα.

1 - Τι έκανες χθες το βράδυ Πελοπίδα; Έπεσε κάνας πήδουλας με το Φροσάκι;
- Μπα, ήμουν χώμα και κάθησα μέσα. Έριξα τρεις e-πούτσους σ' ένα μωρό στο #sadomazo και την έπεσα νωρίς για τούφεν σλάφεν.
- Ζαγοράκης!

2 - Πώς ήταν τελικά ο τυπάς που γνώρισες στο chat; Φασωθήκατε;
- Να σου πω... Καλός, δε λέω, και ελπιδοφόρος νέος. Tουλάστιχον στο chat... Γιατί irl δεν έλεγε και πολύ. Δηλαδή για να στο πω με δυο λόγια: Ο e-πούτσος ήταν σαφώς καλύτερος από τον πούτσο.
- Α, κατάλαβα. Φλωρούμπας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδεχομένως η χρήση του εν λόγω αντικειμένου για να περιγράψει το ανδρικό γεννητικό όργανο (το γνωστό καβλί) να είναι προγενέστερη της καλτ ταινίας του Γκουζγκούνη, «Το Παλαμάρι του Βαρκάρη», αλλά εκτιμώ ότι ως φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό υπηρέτη της έβδομης τέχνης, πρέπει η πατρότητα του όρου να του δοθεί.

Το παλαμάρι γενικώς είναι μεγάλο και χοντρό οπότε καλό είναι η χρήση να γίνεται με μέτρο, όχι μικροί μεγάλοι στο καφενείο.

- Σιγά μη σου κάτσω. Ας γελάσω δυνατά. Χα χα χα.
- Άμα πετάξω έξω το παλαμάρι μανίτσα μου, τότε να δω αν θα γελάς.
- Τσου ρε Λάκη, φοβηθήκαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified