Το ανδρικό μόριο, μην τα ρωτάς πώς και από πού βγήκε.

- Και μετά, και μετά;
- Τι και μετά ρε μαλάκα; Πετάω το μπαργαλάτσο έξω και γίνεται το έλα να δεις. Αναστενάξανε τα στρώματα λέμε.
- Άξιος.

βλ. και παργαλάτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατενταρισμένη και πιστοποιημένη κατά ISO διαδικασία κατά την οποία το ανδρικό μόριο χρησιμοποιείται από τον κάτοχο για διαφορετική χρήση από τις ήδη δύο καταγεγραμμένες. Συγκεκριμένα το πέος τοποθετείται προσεκτικά μεταξύ των δυο τελευταίων κουμπιών ενός πουκαμίσου, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει εντός του σλιπ με σκοπό να φρενάρεται η τάση του πουκαμίσου μετά από το πολύ 1 ώρα να ανεβαίνει και να φουφουλιάζει κατά το κοινώς λεγόμενο, αναιρώντας κατά πολύ την εικόνα κομψότητας που θέλει να εκπέμπει ο ιδιοκτήτης του πέους και του ενδυματολογικού συνόλου.

Απαντάται και στη μορφή πεόφρενο, πουτσόφρενο, μαλαπερδόφρενο, μπαργαλατσόφρενο κ.ο.κ. αν και λόγω της δημοφιλίας της καλιαρντής, η χρήση του ως ψωλόφρενο είναι σαφώς συχνότερη.

Συντάσσεται με το ρήμα βάζω και οχι τραβώ (κατά το «τραβώ χειρόφρενο») για να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα.

- Ατσαλάκωτος ρε παιδί μου ο Νώντας. Πέντε ώρες με το κουστούμι και είναι σαν να το 'βαλε μόλις.
- Έχει βάλει ψωλόφρενο σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Βλ. και μπαργαλάτσος, μαλαπέρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά στη γνωστή μάρκα γερμανικών σπορ αυτοκινήτων Porsche. Η επιλογή του Πορσικό έναντι του ορθού Πόρσε για να περιγράψει όχημα της προαναφερθείσας μάρκας υποδηλώνει αφενός μεν τη μαγκιά του ομιλούντος, αφετέρου δε την προσπάθεια ελληνοποίησης λέξεων που οδήγησε στο να λέμε αηδίες του τύπου φυλλομετρητής, εξυπηρετητής, σάρωση και λοιπά.
Μια πιο αθώα εκδοχή για την προέλευση/σημασία της λέξης είναι ότι έχει ομοιοκαταληκτική σχέση με το ιππικό, γεγονός που σαφώς αντανακλά την ομολογουμένως μεγάλη ιπποδύναμη των αυτοκινήτων αυτών.

Σπανιότερα, απαντάται και ως Φεραρικό. Λόγω τιμής ίσως;

  1. - Παρκάρω το γκολφάκι το GT έξω από την καφετέρια και πάνω που πάω να κάνω το μουβ στο Μαράκι, σκάει μύτη ο Νώντας με το Πορσικό και μένω με το πουλί στο χέρι. Άστα να παν... Άτιμη κενωνία!

  2. - Το Πορσικό πολύ το αγαπώ, πολύ το αγαπώ εγώ το Πορσικό! (σ.ς.: τραγουδιστά, προφανώς από τον ευτυχή ιδιοκτήτη.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά στη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα για ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με την Ιατρική επιστήμη υποδηλώνει ότι ο εκάστοτε ομιλών έχει σε μεγάλη υπόληψη τον συνομιλητή του, αφού είναι γνωστό ότι οι ιατροί θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη και ασκούν ένα θεάρεστο και δύσκολο έργο.

Ενίοτε απαντάται και στη μορφή «στρατηγέ μου» ή «κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε». Η ανυπαρξία σχετικών εκφράσεων για άλλες δημοφιλείς επαγγελματικές ιδιότητες (πχ. «δικηγόρε μου», «αρχιτέκτονά μου») σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά υψηλότερες βάσεις για εισαγωγή στα ΑΕΙ, καθιστούν την Ιατρική μητέρα όλων των επιστημών και το λειτούργημα του ιατρού σαφώς σημαντικότερο των υπολοίπων.

  1. - Ωπ, καλώς τον Νιόνιο. Τι κάνεις γιατρέ μου;
    - Μια χαρά γιατρέ μου, εσείς; (σ.σ. ανταποδίδεται η φιλοφρόνηση στο ίδιο επίπεδο)

  2. - Δεν λέω γιατρέ μου, καλά τα πήγαμε και σήμερα. Ξεπουλήσαμε.
    - Ναι στρατηγέ μου. Μια ακόμη τέτοια αρπαχτή και καθαρίσαμε.

Σχετικά: αρχηγός, μάστορας, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο στο έδαφος από γλίστρημα ή παραπάτημα. Η έκφραση ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες 80 και 90, αλλά έχει αντικατασταθεί. Ετυμολογικά δεν υπάρχει γνωστή εξήγηση, αλλά περιέργως αποτυπώνει μάλλον εύστοχα την ατυχή εξέλιξη για τον παθόντα. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα τρώω και ενίοτε με το ρήμα παίρνω.

Έφαγε έναν μπίστο ο Φώντας, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται κυρίως σε αλλεπάλληλες αρνητικές καταστάσεις και συγκυρίες στον στρατό. Εκτός στρατού χρησιμοποιείται κατά τα 2/3, ήτοι πίπα κώλο και υποδηλώνει μια κατάσταση συνεχούς πίεσης όπου το υποκείμενο δεν προλαβαίνει να ξεκουρασθεί.

Σύγχρονες έρευνες για την προέλευση της έκφρασης και συγκεκριμένα το αν την έχει εφεύρει άνδρας ή γυναίκα δεν έχουν καρποφορήσει ακόμη, αλλά αν την έχει βγάλει άνδρας, τι να πω; Βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας. Μετά παρακαλάμε...

  1. - Τι λέει ο καινούριος διευθυντής; - Α, εξαιρετικά, τι να σου πω; Μας πάει πίπα κώλο εδώ και δυο εβδομάδες ο κερατάς, ούτε για κατούρημα δεν προλαβαίνουμε να πάμε.

  2. - Πίπα κώλο με πάει ρε γαμώτο... Δεν πρόλαβα να γυρίσω από τις διακοπές στο Πουκέ, μού 'κλεψαν το σπίτι. Δυο μέρες μετά, τρώω έναν μπίστο και σπάω τη λεκάνη μου. Και μέσα σ' όλα αυτά κοιτάζει το κινητό μου η Μαίρη και βρίσκει ένα μήνυμα της Πόπης και γίνεται τούρμπο.

ενδοπαλαμικοί παλινδρομιστές - our secret combination (από jesus, 22/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος τη τάξει, ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Η χρήση του πρώτου συνθετικού καπετάν είναι προφανής, είτε εννοεί τον καπετάνιο στη θάλασσα, είτε εννοεί τον καπετάνιο του βουνού (αντάρτη), αφού και στις δυο περιπτώσεις υποδηλώνει την ηγετική του θέση μέσα στο σύνολο. Το δεύτερο συνθετικό αρχίδας οφείλεται αφ' ενός στο γεγονός ότι κατά τεκμήριο οι καπεταναίοι (στεριανοί και θαλασσινοί) είναι άντρες και ωσεκτουτού έχουν κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ άλλων τους όρχεις, αφετέρου δε στην σεξιστική και φαλλοκρατική κρατούσα άποψη στην Ελλάδα ότι οι όρχεις είναι το πολυτιμότερο κομμάτι του σώματος.

Σημειώνεται ότι παρά την ύπαρξη αξιόλογων γυναικών σε ηγετικές θέσεις, η έκφραση καπετάνισσα μούνα ποτέ δεν υπήρξε δημοφιλής και αντ' αυτής χρησιμοποιείται ως γενική περιγραφή το καπεταν αρχίδας, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες.

- Πρώτη μέρα στη δουλειά ο τύπος και μας τα 'κανε τσουρέκια. Ποιος νομίζει ότι είναι, ο καπετάν αρχίδας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αποτελεί τη δεύτερη παράγωγο της αρχικής ο γαμάω, η όποια αρχικώς εξελίχθηκε σε ο μάο γαμάω (σαφές λογοπαίγνιο που αναφέρεται στην δεσπόζουσα θέση του μεγάλου τιμονιέρη στην κομμουνιστική Κίνα) και τελικός σε ο γκραν γαμάω, όπου το πρώτο συνθετικό υποδηλώνει το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και το κύρος του γαμόντος.

Ο γκραν γαμάω είναι αυτός που κατέχει (ή νομίζει ότι κατέχει) ιδιαίτερη θέση εντός ενός ομοειδούς συνόλου. Οι παράγοντες που συνηγορούν στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σχετίζονται με την οικονομική επιφάνεια, την άσκηση επιρροής, τη σωματική ρώμη και την εν γένει ηγετική θέση του εν λόγω υποκειμένου στο σύνολο.

Τι έγινε δηλαδή; Πήρε το Πορσικό ο Σάκης και την έχει δει γκραν γαμάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified