Σλόγκαν παλιάς τηλεοπτικής διαφήμισης κι όταν λέμε παλιάς, εννοούμε τότε που υπήρχε η ΕΙΡΤ και η ΥΕΝΕΔ, άντε και λίγο μετά. Μάλλον του ΑΖΑΞ με αμμωνιαζόλ. Το κλου ήταν ότι με το πράμα αυτό η καθαριότητα γινόταν παιχνίδι, διότι απλά η χαρωπή νοικοκυρά (είπαμε είναι παλιά η διαφήμιση, δεν υπήρχε ισότητα τότε) ψέκαζε, σκούπιζε με ένα χαρτί ή ένα βετέξ και τελείωνε η δουλειά.

Σήμερα το χρησιμοποιούμε (;) για να δείξουμε ότι μία συγκεκριμένη δουλειά γίνεται πολύ γρήγορα, σχεδόν μηχανικά και σίγουρα ανώδυνα.

Επειδή όπως έχουμε πει ο Έλλην είναι βαθιά σεξουαλικός λαός, τη συγκεκριμένη έκφραση την χρησιμοποιεί και για να περιγράψει την γρήγορη και άνευ άλλων επιπτώσεων / προεκτάσεων σεξουαλική πράξη.

  1. - Μα είναι καλά ο τύπος; Παρασκευή μεσημέρι και τώρα του ήρθε να μου πει να κάνω τους πίνακες για τα στοιχεία πωλήσεων;
    - Έλα ρε e-tard. Copy paste δουλειά είναι από το spreadsheet που σου 'δωσα. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε και μετά βουρ για Χαλκιδική δικέ μου!

  2. - Τι έγινε τελικά με το γκομενάκι προχθές το βράδυ;
    - Τι να γίνει ρε γαμώ; Εγώ ήθελα ένα γρήγορο, ένα ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε κι αυτή μου ξεκίνησε κάτι ιστορίες γι' αγάπες και λουλούδια και ξενέρωσα χοντρά.
    - Άρα πήγαμε για χειράντληση σπέρματος.
    - Ααααϊγκλάν!!!

(από Khan, 22/04/14)"Περάστε, φιλήστε, τελειώσατε" του Γιάννη Δαλιανίδη (1986) (από Khan, 22/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκπλειστηριάζω. Προέρχεται από το απαραίτητο εξάρτημα του σωστού πλειστηριατζή που είναι βεβαίως το σφυράκι με το οποίο κατακυρώνει το χ αντικείμενο στον ψ πλειοδότη της διαδικασίας.

Μεταφορικά η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σκότωμα κάποιων αντικειμένων, όχι απαραίτητα με τη διαδικασία του πλειστηριασμού.

  1. - Καιρό έχουμε να δούμε το Φώντα ρε δικέ μου. Πού χάθηκε;
    - Δουλεύει ταξί διπλοβάρδια γιατί η τράπεζα είναι στο τσακ να του βγάλει το σπίτι στο σφυρί. Άσ' τα να παν'...

  2. - Διακοπές φέτος τι λέει; Ίμπιζα, Μύκονο, Κάπρι;
    - Ναι, οπωσδήποτε. Αν βγάλω στο σφυρί κανά δυο Ρολεξάκια... Αλλιώς θα πρέπει να βγάλω το Μαράκι στη βίζιτα. Άσ' τα σου λέω, πολύ πεσμένη η αγορά και με βλέπω κατά Ξυλόκαστρο μεριά με πιτογύρια για 15 μέρες...

Αυτο υπηρχε προχειρο, αυτο εβαλα. Hold the sickle;) (από acg, 10/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαγγελματίας παίκτης στους πλειστηριασμούς σπιτιών.

Όταν η τράπεζα βγάζει το σπίτι σου στο σφυρί, τα κοράκια έρχονται και είναι και καλά έτοιμοι να χτυπήσουν ψηλά εκτός κι αν τους τα σκάσει ο ενδιαφερόμενος για ν' αποσυρθούν. Ωραία δουλειά και καθόλου παρασιτική. Δεν χρειάζεται καν να φοράνε μαύρα κοστούμια για να τους δοθεί ο σχετικός χαρακτηρισμός...

Aλλη Tετάρτη, σε άλλο δήμο: «Πρόσεχε γιατί σήμερα θα γίνει το σώσε», λέει το αρχι-κοράκι στη συμβολαιογράφο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ακίνητο, με τιμή εκκίνησης 300.000 ευρώ. Oταν πάει 1.45 η ώρα το μεσημέρι... αρχίζει ο πλειστηριασμός και οι «διαπραγματεύσεις»: Tα κοράκια μαλώνουν μεταξύ τους –ως συνήθως– προκειμένου να κανονισθεί ποιοι θα αποχωρήσουν, με ποιο αντίτιμο και ποιοι θα διεκδικήσουν το ακίνητο. Tα κοράκια δεν τα «βρίσκουν» μεταξύ τους στις «τιμές αποχώρησης». Πάνω στον καβγά, το αρχι-κοράκι σκίζει το σακκάκι ενός «συναδέλφου». Aπειλές εκτοξεύονται δεξιά και αριστερά. H κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο. H συμβολαιογράφος προσπαθεί να επαναφέρει την τάξη. Tο αρχι-κοράκι την αρπάζει από το σακκάκι, τη σηκώνει από τη θέση της και ουρλιάζει: «Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω εδώ μέσα». Για να «επικυρώσει» τα λεγόμενά του, ανοίγει το σακκάκι και δείχνει το όπλο, σηκώνει το μπατζάκι του παντελονιού και δείχνει το μαχαίρι... Mέσα σε δημαρχειακή αίθουσα. Φυσικά και κάνει ό,τι θέλει.
Aπό τον δανειστή στον δικαστικό επιμελητή.

Από το διαδίκτυο (και την ελληνική πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλω πολύ. Πάρα πολύ όμως. Θέλω τόσο πολύ που, ή τα 'χω χαμένα και μ' έχω μπερδέψει με κοράκι ή απλά νιώθω εκείνη την αρχέγονη λαχτάρα για το αντικείμενο του πόθου μου που θυμίζει αυτή που νιώθουν (λέμε τώρα) τα κοράκια όταν γυρίζουν πάνω από το μελλοντικό τους γεύμα. Η χρήση της έκφρασης βέβαια δεν περιορίζεται μόνο σε θέματα γαστριμαργικής απόλαυσης, αλλά έχει εφαρμογή σε μία ευρύτατη γκάμα πόθων (βλ. παραδείγματα).

  1. - Αν τον παρακαλέσουμε τον Βρασίδα λες να έρθει;
    - Τι να τον παρακαλέσουμε ρε; Πας καλά; Κρα κάνει να έρθει. Αφού είναι της προσκολλήσεως, το ξέρεις.

  2. ... και με είχε στο μπούρου-μπούρου για τρία τέταρτα, όχι έχει γρατζουνιές, όχι να δω και το βιβλίο του σέρβις, όχι τα λάστιχα θέλουν αλλαγή, όχι το ένα, όχι το άλλο... Μ' έπρηξε ο καριόλης και αυτό που με τρελλαίνει είναι ότι ο κολλητός του ο Μίλτος μου είπε ότι κάνει κρα να το πάρει τ' αμάξι ο τσίπης.

  3. - ωχ τα πόδια, αστα κεί, κωλεοί!
    - Α να χαθείς κρύε!
    - Ρε φτυσ' τα μπούτια σου που δε σ' αρέσει κιόλας. Αφού κάνεις κρα για πούτσο!

γραφική παράσταση πόθων φωτο από λυκαβηττό (από xalikoutis, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφρίζω, σουφρώνω, ψειρίζω, τσουρνεύω, κλέβω ρε αδερφέ.

Το ρήμα και οι λοιπές μορφές της λέξης (π.χ. το σκούφωμα) σχετίζονται με την πρόσκαιρη κρυψώνα του κλαπέντος αντικειμένου στο κενό μεταξύ του τριχωτού της κεφαλής και του σκούφου προς εξαπάτηση του ατυχούς ιδιοκτήτη.

Προφανώς η χρήση του είναι περιορισμένη και άμεσα εξαρτημένη από τον όγκο και το βάρος του αντικειμένου του πόθου του κλέφτη.

... τον ρώτησα αν ήθελε έναν καφέ ή ένα κρύο νερό, μη μας πει και γύφτους. Πάω λοιπόν να του φέρω το νερό -πόσο να έλειψα, ένα λεπτό, δύο;-, και μέχρι να έρθω προφανώς μου σκούφωσε το κινητό ο πούστης, που να μην του σηκωθεί ποτέ ξανά του καριόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του βρωμύλος και του γνωστού Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν («Στη φωλιά του κούκου») έχουμε έναν καλυμμένο και σχετικά ήπιο χαρακτηρισμό του κοινού βρωμιάρη, αυτού που εναλλακτικά αποκαλούμε λέσι, λεχρίτη, γλίτση ή λερέτη.

Ο Βρωμύλος Φόρμαν, για ευνόητους λόγους σχετίζεται με το γνωστό χρώμα βρωμυλί, το οποίο μοστράρει σε ρούχα, παπούτσια και λοιπά αξεσουάρ.

Προς άρσιν παρεξηγήσεως, δεν υπάρχουν ενδείξεις, πολλώ δε μάλλον αποδείξεις, ότι ο συμπαθής Τσέχος σκηνοθέτης είναι όντως άπλυτος και λίγδας. Απλά άτυχος για τις ανάγκες του σάιτ...

- Έτοιμος...
- Τι έτοιμος ρε χαρμπαγιάγκαλε; Έτσι θα βγεις ρε μαλάκα, άπλυτος και αξύριστος και θα ψάξεις για γκόμενες; Ε ρε κατακαημένε... Βρωμύλος Φόρμαν!
- Ωραίος σκηνοθέτης, αλλά τι σχέση έχει ο Φόρμαν με το πώς θα βγω εγώ;
- Α καλά...

(από acg, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική ατάκα του Γ. Χελάκη κατά τη διάρκεια του Euro 2004 στη φάση που η Εθνική κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, τους οιωνούς και τη λογική έβγαλε γκολ στο 129 και μισό αποκλείοντας την Τσεχία. Έχοντας μείνει άφωνος και άναυδος ο γνωστός σπήκερ, είπε τη συγκεκριμένη φράση, διότι και τι άλλο να πει στο φινάλε; (αργότερα ο ίδιος είπε σε άλλο ματς «μήπως ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν Έλληνας;»)

Η έκφραση πλέον χρησιμοποιείται όταν αυτό που συμβαίνει και του οποίου είμαστε αυτόπτες μάρτυρες είναι πέραν περιγραφής και σχολιασμού και όλα τα υπερθετικά απλά δεν αρκούν. Ποδοσφαιρικά έχει καεί πλέον αφού το έχει ήδη πει ο έτσι, αλλά αυτό που έκαναν οι Τούρκοι στους Κροάτες θα ταίριαζε γάντι για τον αντίστοιχο Χελάκη της Τουρκίας.

  1. - ... δεν το πιστεύω! Έχω το μόνο εξάρι στο λόττο. Το μόνο! Είμαι πλούσιος! Δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ! Ποτέ λέμε! Δεν περιγράφω άλλο!

  2. - Γιατί κάνεις έτσι ρε τρελαμένε;
    - Τι γιατί ρε; Η Τατιάνα Τονπουτσοπαίρνοβα, το απόλυτο μωρό, το πλέον θηλυκό πλάσμα του διαπλανητικού μας συστήματος έρχεται διακοπές στο νησί και θα μείνει στο δικό μου ξενοδοχείο. Ασύλληπτο! Μας βρήκε λέει από το ίντερνετ και της άρεσε... Και έρχεται μόνη της λέει χωρίς άντρα για να γνωρίσει τον έρωτα. Δεν περιγράφω άλλο!

(από Hank, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τα περίμενα, αλλιώς μου ήρθαν. Περίμενα να πάρω λεφτά που μου χρωστούσαν, αλλά με πιστόλιασαν και πήρα τ' αρχίδια μου.

Στην προκειμένη περίπτωση συντάσσεται με τα «ρίχνω», «αφήνω», ή «τρώω» ανάλογα με τη μεριά της τόγκας που βρισκόμαστε.

... μου δίνει λοιπόν μία επιταγή πελάτη του και καλά, τρίμηνη, λέω εγώ «τρίμηνη μεγάλε είναι καραμετρητά», την παίρνω και τρώω μία τόγκα του άλλου είδους. Ας πρόσεχα...

για τους πολύ παλιούς (από dryhammer, 27/05/14)ομοίως (από dryhammer, 27/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified