Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιορίστου αποχρώσεως. Χρησιμοποιείται κυρίως για βαμμένο μαλλί γκόμενας.

Μια χαρά γκομενάκι αυτό το αλτέρνι, αλλά αυτό το κομοδινί είναι ασυγχώρητο!

Μην ξεχνάμε τον Πρόκτορ της Μ. των Μπατσων Σχολής (από notheitis, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική γκόμενα, ντύνεται και συμπεριφέρεται ψιλοχύμα, μέχρι να τα βαρεθεί όλα αυτά και να γίνει κυριλέ. Κατά πάσα βεβαιότητα ψηφίζει Συνασπισμό και διαχωρίζει τη στάση της από το πιο μπιχλοχύμα, τύπου ΕΑΑΚ.

Σωστό αλτέρνι η Φαίδρα, αλλά ώρες-ώρες το παρακάνει με τα χαϊμαλιά.

(από Παπαρίων, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα, επειδή μπορείς να δεις την κάλτσα του τραγουδιστή.

Καλά, δεν ξαναπάω πρώτο τραπέζι κάλτσα στον Βοσκόπουλο. Μόνο που δε φοράει καλτσοδέτα ο καραγκιόζης να πούμε. Τι γούστο είν' αυτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Πάσης φύσεως αυθεντία, χρησιμοποιείται και ειρωνικά. Ο γαμώ και δέρνω και λογαριασμό δε δίνω, ο όλα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω, με μια επίφαση ελληνοαμερικανικής καταγωγής που επιτείνει τον (αυτο)σαρκασμό.

  1. (Έχοντας δείρει τον Τσακ Νορρις:)
    - Μα, καλά πλέον, ποιος είμαι, ο Τζον Φυστίκης;

  2. (Ή, επί το ειρωνικό:)
    - Ώπα ρε Τζον Φυστίκη, άραξε. Μια μπύρα άνοιξες, σιγά το κατόρθωμα.

Τζον Φυστίκης εν δράσει. Βλ. 4.00 και μετά. (από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, και δη για αυτές που γυρίζουν στον ίδιο. Προέρχεται προφανώς από τους βομβιστές αυτοκτονίας.

Κατ' επέκτασιν, ο ασυλλόγιστος, ο σταρχίδιατου, αυτός που κάνει κάτι επειδή εντάξει, και όχι γιατί το ευνοούν οι συνθήκες.

  1. - Πω, ρε πούστη, χάζευα και πέρασα την Πατησίων ταλιμπάν. Πώς και δεν με μάζεψε κάνας ταρίφας...

  2. Με την έννοια του στ@@του:
    - Κατέβηκα ταλιμπάν Μαθηματικά Ι και πήρα πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στραβή σε σχέση, το ξενοπήδημα, το τσουτσούνισμα. Συνώνυμο: τζιριτζάντζουλα. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, ενίοτε και μαζί ώστε να δωθεί έμφαση. Συνοδεύονται από περιπαικτικό ύφος.

Δεν τά 'χουμε μια βδομάδα κι άρχισε τις τιριτόμπες και τις τζιριτζάντζουλες, πουκακοχρονονάχει.

(από joe909, 01/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοιωδέστατος ευφημισμός για δουλειές του ποδαριού σε επιχειρήσεις, το σύρφερ υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ως έννοια με την ειρωνική επικόλληση της λέξης μάνατζερ. Εν ολίγοις, το παιδί για τους καφέδες, για όλες τις δουλειές, σε μια επιχείρηση. Ηχομιμητική λέξις, εκ της συνηθιστέρας των εντολών τις οποίες δέχεται ο εν λόγω μάνατζερ: 'Συρ'φερ' τό'να, σύρ'φερ' τ'άλλο'. Απαντά και ως άειφερ', όταν οι συνθήκες δουλειάς αγριεύουν λόγω της καπιταλιστικής αντεπίθεσης μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και οι εντολές αλλάζουν ύφος προς το πιο καταπιεστικό. Έχει ακουστεί και στο Muppet show ως gofer manager, από το ρήμα go, ενώ το fer προέρχεται από το for, με την αμερικάνικη προφορά ('gofer a coffee', etc).

- Τι διευθυντής πωλήσεων και πίπες μωρέ, ο κομπλεξικός, που δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο. Σύρφερ μάνατζερ τον έχουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κουμπιά, χαπάκια.

Μ' αυτά τα πριόνια που παίζει το μαγαζί, άμα δεν κουμπωθείς, δεν την παλεύεις μία...

Να μην συγχέεται με το κουμπωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified