Αυτοκίνητο με κακή οδική συμπεριφορά, που σε κάθε στροφή κινδυνεύει να βγει απ' το δρόμο.

  1. Καλό παράδειγμα πεζοδρομιοκυνηγού εδώ, παρ' όλο που δεν έβγαλε πεζοδρόμιο, αλλά κράσπεδο.

  2. Πέτα τόνα αυτόν τον πεζοδρομιοκηνυγό ρε, πάρε κάνα αυτοκίνητο της προκοπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος απ' το δρόμο με αυτοκίνητο (ίσως και με μηχανή, δεν το γνωρίζω). Συμφυρμός της προστακτικής του βγαίνω με τη γαλακτοβιομηχανία. Παίζει και η "έβγα της γειτονιάς" σε πιο χιουμουριστικά συμφραζόμενα.

  1. - Με το λεωφορείο ήρθες, Μπάμπη; Τι έγινε η μπέμπα;
    - Γάμησέ τα, πάτησα κάτι λάδια σε μια στροφή, ούτε που κατάλαβα πώς σβούρηξα, κι έφαγα μια έβγα στο χωράφι και μου γαμήθηκε το κάρτερ.
    - Λάδια το λένε τώρα. Αφού είσαι κουλός ρε, πάρ' το χαμπάρι.

  2. - Πάμε καμιάν εκδρομούλα με τ' αυτοκίνητα αυτό το σουκού;
    - Δε γίνεται, πήγα στην έβγα της γειτονιάς χτες και το 'χω συνεργείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντώνυμο του πηγαίνω με τις πάντες (του οποίου ο ορισμός είναι λανθασμένος, αν και αποδίδει υπάρχουσα παρερμηνεία της φράσης. Για τον ακριβή ορισμό βλ. το σχόλιο εδώ). Δεν έχει την έννοια του πηγαίνω ευθεία, αλλά του δεν υπερστρέφω.

Δεν το θυμάμαι ως μεταβατικό, δηλαδή πχ. «ισιώνω το αυτοκίνητο» το οποίο θα σήμαινε μάλλον κάτι σε καλίμπρα, αλλά μόνο ως αμετάβατο και απόλυτο. Συνήθης η φράση του παραδείγματος («δεν ισιώνει πουθενά» ή «δεν ισιώνει ούτε [σε τόπο όπου είναι φυσικά αδύνατον να πηγαίνεις με τις πάντες]»), που σημαίνει ότι ο τύπος πηγαίνει μόνο με τις πάντες.

Από τότε που πήρε το S2000 ο Μπάμπης, δεν ισιώνει πουθενά.

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ότι ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή αυτοκίνητο έχει υπερστροφική οδική συμπεριφορά, κατ' επέκτασιν του προηγούμενου ορισμού.

Ήθελα να πάρω κάνα καλό πισωκούνητο, αλλά δε μπορείς να οδηγήσεις κουλάτος ούτε για να πας στη δουλειά. Με την άσφαλτο που έχουμε στο ελλάντα δεν ισιώνουν ούτε σταματημένα στο φανάρι.

Βλ. και γραμμές και τον υπάρχοντα λακωνικό ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βγάζω τον καρκίνο: μεταβατικό ή και αμετάβατο-αυτοπαθές. Όταν είναι μεταβατικό σημαίνει «βασανίζω κάποιον, τον ταλαιπωρώ, τον σταυρώνω». Όταν είναι αμετάβατο λέγεται ως διαμαρτυρία γι αυτά που υπομένουμε. Προφανώς συνεκδοχή απ' την αρρώστια. Το βγάζω εδώ έχει την έννοια του παθαίνω.

    1. - Πέντε ευρώ θέλω να πάρω έναν καφέ κι ένα νερό ρε μίζερε άθρωπε, αν είναι να μου βγάλεις τον καρκίνο για να μου τα δώσεις, άσ' το, δεν θέλω.
    2. - Τον καρκίνο βγάλαμε τρεις ώρες στην ουρά. Κι αυτοί δεν ανοίγουν άλλο ένα ταμείο.
  2. Ο επίμονος βήχας, ανεξαρτήτως του αν είναι τσιγαρόβηχας ή όχι. Πιθανόν κάποιου τύπου συμφυρμός απ' το τσιγάρο που προκαλεί βήχα.

    - Γκουχ-γκουχ.
    - Αμάν ρε μαλάκα με τον καρκίνο μέσα στα μούτρα μου, βάλε και κάνα χέρι.

  3. Ο βρώμικος και βρωμερός ιδρώτας, κυρίως μετά από ξίδια ή στο τέλος ανάρρωσης. Ενδεχομένως πιο σπάνια χρήση, αλλά υπαρκτό.

    - Αηδία σκέτη μαλάκα, πήγα για ένα τρεξιματάκι να βγει ο καρκίνος από μέσα μου από προχτές που λιώσαμε στις μπύρες, σου ορκίζομαι η μπλούζα μου μύριζε φύρα μπιξ.

  4. Οποιαδήποτε βλαβερή ουσία, κατά κύριο λόγο τεχνητή χημική, καθότι πολλές είναι καρκινογόνες. Ίσως να εξηγεί σε κάποιο βαθμό και το προηγούμενο.

    - Ταραμά άσπρο να πάρεις. Όχι τον άλλονα που τον ταράζουνε στις χρωστικές και στους καρκίνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "ναι, τι νόμισες;", "προφανώς ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς", "τι περίμενες;". Τυπικό στην Αιτωλακαρνανία, δεν θυμάμαι να το έχω ακούσει αλλού. Παίζει καί στη Λευκάδα ως εισαγόμενο είδος από απέκεια*.

Εν ολίγοις, απάντηση θετική, με δόση ειρωνείας προς τον συνομιλητή για την άγνοια ή την αφέλειά του. Ο τόνος ανεβαίνει στην εκφορά του "ά", εξ ού και το ερωτηματικό.

Θρυλική η κραυγή "ναι, αμέ, αλλά;" του Μάριου Μπλάκμαν, βλ. ντηλέυ. Έκοψα καρπάθιαν φόρεστ για να ψάξω και δεν βρήκα, βρήκα μόνο "κυρίες μου;" και "πατώνεις;" εδώ. Αν έχει κανείς το κουράγιο...

- Πώπω, μας πιάσανε τον κώλο κανονικά και με το νόμο χτες στο εστιατόριο. Διακόσα ευρώ το κεφάλι η αστακομακαρονάδα...
- Αλλά;

*απέκεια: απέναντι, απ' την άλλη μεριά της θάλασσας, εγγύς Αιτωλακαρνανία στα Λευκαδίτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το συντακτικό σχήμα με το οποίο, απαντώντας σε μια επιθυμία ή επιλογή κάποιου, επαναλαμβάνουμε το αντικείμενο της επιθυμίας (κατά προτίμηση διατυπωμένο μονολεκτικά) μία φορά σε ερώτηση και σπεύδουμε να απαντήσουμε, πάλι μονολεκτικά, χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη.

Το νόημα της έκφρασης συνολικά είναι κάτι σαν «... θέλεις; να σ' το δώσω εγώ / να σ' αφήσω να το πάρεις / να σ' αφήσω να το κάνεις, αν και νομίζω ότι καλύτερα θα ήταν να μην. όπως και να 'χει πάρ' το / καν' το και
1. ας πρόσεχες
2. θα σου δείξω εγώ να θες ...
3. όπως θες, στον κώλο μας μπαίνει;
4. όπως νομίζεις, στ' αρχίδια μου.
5. είσαι σίγουρος; ».

  1. τύπος ήδη κλασμένος απ' τα ξίδια σε φίλο του που ακόμα στέκει:
    - Πάμε σφηνάκι τεκίλα;
    - Σφηνάκι; Σφηνάκι.

  2. - Θα ψηφίσω Ποτάμι, το αποφάσισα.
    - Ποτάμι; Ποτάμι.

  3. - Λέω να την πάρω απ' το κινητό, για γκλάμορ.
    - Κινητό; Κινητό.

  4. - Βουνό ή θάλασσα;
    - Βουνό.
    - Βουνό; Βουνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πού και πού, σπανίως αλλά επαναλαμβανόμενα. Αρκετά παγιοποιημένη χρήση (νομίζω δλδ γιατί δεν κατάφερα να βρω παράδειγμα στο νέτι καθότι η αναζήτησις δύσκολος), αλλά ο Τριαντά που κοίταξα δεν την έχει. Περισσότερο λήμμα της καθομιλουμένης, παρά αργκό.

  1. - Καλές οι πίτσες και τα μπέργκερ, αλλά τρώγε και καμιά σαλάτα μέσα-μέσα, καλό θα σου κάνει.

  2. - Νταξ, κάνω κάνα τσιγαράκι μέσα-μέσα, αλλά καπνιστή δε με λες κι όλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.

Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.

Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.

Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.

  1. - Σου άρεσε η Βενετία;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
    - Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
    - Ναι, νίκο.

  2. - Σου άρεσε η Μύκονος;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...

  3. - Σου αρέσει η όπερα;
    - Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified