Ο πατέρας. Χρησιμοποιείται μόνο με τις κτητικές αντωνυμίες μου, σου, του κτλ.

- Τι κάνει ο γέρος σου στο σαλόνι;
- Βλέπει τηλεόραση.

Οι γέροι μου οι δυο οι φουκαράδες με κείνο το μυαλό τους το παλιό... (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραποίηση από το γνωστό ποιήμα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ιθάκη» που ξεκινά με τον στίχο «Σα βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη...». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται (όπως εύκολα κατανοεί κανείς) για να δείξει πόσο ηλίθιος είναι κάποιος, με έναν τόνο λυρικότητας για να «βγάλει» γέλιο (σε μία παρέα κτλ).

Αυτονόητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύντμηση της φράσης θα σε σκίσω ή μη σου σκίσω. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει απειλή προς κάποιον πως θα τον δείρεις, είτε προς φίλους για να υποδηλώσει θυμό κτλ.

Εναλλακτικά, δηλώνει επιθυμία για ερωτική επαφή με κάποιον, ειδικά όταν το αντικείμενο πόθου είναι προκλητικό.

- Φύγε από δω κωλόζωο μη σ'σκις τίποτα!
- Καλά ντε, χαλάρωσε...

  • Περαστική με μίνι και τα βυζιά σχεδόν έξω *
  • Πωπω μανάρι μου... σε βάλω κάτω και σε σ'σκις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην φράση τα έχω παίξει (παρακείμενος): κουράστηκα, εξαντλήθηκα. Συνώνυμο: Τα 'φτυσα

  2. Στην φράση: τα έπαιξα, τα 'παιξα (αόριστος): φοβήθηκα, χέστηκα πάνω μου.

  3. Στην φράση τί παίζει; ή παίζει κάτι: τι συμβαίνει, πώς έχει η κατάσταση ή τι πρόκειται να συμβεί;
    Συνώνυμα: Τι τρέχει;

  1. - Φαίνεσαι ψόφιος... δεν κοιμήθηκες χθες;
    - Όχι ρε, απλά από το πρωί τρέχω για να τακτοποιήσω υποχρεώσεις, τα έχω παίξει από το περπάτημα...

  2. - Πού να σ'τα λέω, χθες το βράδυ με πήρε στο κυνήγι ένας σκύλος, τά 'παιξα σου λέω...

  3. - Τι παίζει ρε παιδιά; Τραβάτε κανά ζόρι;
    - Όχι ρε φίλε, χαλάρωσε. Μια μικρή παρεξήγηση, λύθηκε!

...

- Τι παίζει για απόψε παίδες;
- Λέμε να πάμε σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πεινάω πολύ, συνήθως με αισθητά συμπτώματα στο στομάχι (γουργούρισμα κτλ).

- Ρε συ, που διάολο ψήνουν μπιφτέκια πρωί πρωί και μυρίζει ο τόπος;
- Άσε, και δεν έφαγα τίποτα για πρωί, με έχει κόψει λόρδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως διαδεδομένη έκφραση που υποδηλώνει ότι κάποιος πέταξε βλακεία. Στη συντριπτική πλειοψηφία χρησιμοποιείται με τη φράση «Ωχ, το μάτι μου!».

- Λέω να πάμε από την Ποσειδώνος το πρωί, δεν νομίζω να έχει κίνηση.
- Ωχ το μάτι μου! Τι είπε ρε το άτομο! Της τρελής γίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.

- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!

Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.

- Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified