Είδος χειρουργικής λαβίδας με μακριά σκέλη, μεγάλο άνοιγμα και μακριά σειρά μεγάλων δοντιών σε κάθε ένα από τα σκέλη του.
Είδος χειρουργικής λαβίδας με μακριά σκέλη, μεγάλο άνοιγμα και μακριά σειρά μεγάλων δοντιών σε κάθε ένα από τα σκέλη του.
Got a better definition? Add it!
Φοριέται πολύ ως πασπαρτού όταν θέλουμε να κλείσουμε μια φράση μας, στον προφορικό κυρίως λόγο, με την οποία έχουμε καταγράψει ή παραθέσει μια σειρά από πρόσωπα, αντικείμενα, καταστάσεις, χαρακτηρισμούς, ιδιότητες κ.λπ.
Χρησιμοποιώντας το λήμμα τονίζουμε το ευάριθμο των παραγόντων που υποστηρίζουν την άποψή μας, πλην όμως έχουμε μπουχτίσει τόσο πολύ, που απαξιούμε να τους αναφέρουμε όλους και αφήνουμε τον συνομιλητή μας να τους συμπεράνει.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, σημαίνει «και τα λοιπά», «και τα όμοια».
Για πληρέστερη κατανόηση, βλ. παραδείγματα.
Για όλα φταιν΄οι γκόμενες
οι πρώην κι οι επόμενες
επώνυμες κι ανώνυμες
και γενικώς
Μου τη δίνει η Γλασκώβη και θέλω να γυρίσω Άθενς! Μου τη δίνει το τσόκρυο, η υγρασία, το σκοτάδι που διαρκεί 20 ώρες την ημέρα, οι ξενερουά γκόμενες με τα μίνι στους -20, τα βραστά κάμπατζιζ που σερβίρουν στα εστιατόρια, και γενικώς!
Φέρε ό,τι βρεις: Μπουζόκλειδο, σταυροκατσάβιδο, φλάντζες, γαλλικό κλειδί, άλλεν, κόφτη, πένσα και γενικώς.
Got a better definition? Add it!
Το μπαμπαδίστικο αυτό λήμμα το χρησιμοποιούμε για να ταπώσουμε κάποιον στις παρακάτω τρεις (τουλάχιστον) περιπτώσεις που αυτός:
α) απάντησε σε μια ερώτησή μας με «Ε;» (με την ένοια του «Ορίστε;», «Πώς είπατε;»)
β) απευθύνθηκε στο άτομο μας με την κλητική αντωνυμία «Ε!»
γ) τα μασάει και αντί να μας εξηγήσει κάτι επαναλαμβάνει συνεχώς «εεε...εεε...»
Το λήμμα το έχει χρησιμοποιήσει (και απογειώσει) στην περίπτωση γ' ο μέγας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος σε διάλογό του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» (νομίζω).
(συνηθισμένο βρις-οφ σε δρόμο μεγάλης πόλης):
- Σου είπα να μη παρκάρεις εδώ! Δεν ακούς; Ε!
- Έξινος!
- Και ξερός!
- Και ξεράδια στο λαιμό σ'!
Got a better definition? Add it!
Τσολιάς αποκαλείται και το πρότυπο του υγιούς, ρωμαλέου, εύρωστου, εύσωμου, καλοβαλμένου, καλοαναθρεμμένου ομορφάνδρα, που κάθε μητέρα ονειρεύεται ν' αποκτήσει και αναθρέψει, εξ ου και η ευχή προς κάθε άρρεν νεογέννητο πολύ συχνή κάποτε στην ύπαιθρο χώρα «Άντε και τσολιάς στα ανάκτορα».
Οι φαρμακοβιομηχανίες ισχυρίζονται ότι το εμβόλιο της γρίπης είναι αποτελεσματικό και ασφαλές, όμως ξεχνάνε ότι στο πειραματικό στάδιο δοκιμάστηκε σε τσολιάδες, ενώ ο πραγματικός πληθυσμός περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων και πλήθος ευπαθών ομάδων.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για παρήχηση της μετοχής «λήξασα», κατά το ίδιο πρότυπο που το «ελάχιστος» γίνεται «ελάστιχος».
Το «λήξασα» είναι μετοχή παθητικής φωνής του ρήματος «λήγω» και σημαίνει ότι μια διαδικασία έχει περατωθεί, κυρίως από πλευράς χρόνου.
Αντίθετα, η λύσσα (υδροφοβία) είναι μια σοβαρή, θανατηφόρος, αλλά σπάνια ευτυχώς νευροεκφυλιστική ζωοανθρωπονόσος, που οφείλεται στον ομώνυμο ιό και μεταδίδεται στον άνθρωπο από δήγμα μολυσμένου ζώου.
Η συνεδρίαση θεωρείται λύσσαξα.
Got a better definition? Add it!
Φτύνω, ή «έχω στο φτύσιμο» κάποιον /-α: κοινότατος, θεμελιακός σλανγκισμός που χρησιμοποιείται σε πληθώρα καταστάσεων και δηλώνει ότι παραμελώ, περιφρονώ κάποιον.
Ως τακτικός ελιγμός, το φτύσιμο χρησιμοποιείται στην τέχνη του γκομενίζειν, όπου αφήνουμε στο άτομο-στόχος να εννοηθεί ότι τον/την έχουμε ξεπεράσει, εφαρμόζοντας επιτηδευμένη αδιαφορία περί το άτομό του/της, για να δούμε πώς θ΄αντιδράσει. Βέβαια, πρέπει να προσέχουμε ώστε να μη περάσουμε τη λεπτή κόκκινη γραμμή και απ΄την πολλή αδιαφορία η όλη κατάσταση πάει περίπατο και θεωρηθεί λύσσαξα, οπότε περνάμε στην περίπτωση κλάνει ο πεθαμένος και το game κηρρύσσεται over.
Δεν πρέπει να συγχέεται με το τα φτύνω, βγαίνω δηλαδή εκτός λειτουργίας λόγω βλάβης.
Συνώνυμο: κλάνω, κλάσιμο, ζαρτ.
Η Καυλάουρα είναι ο χαρακτηριστικός τύπος της γκόμενας-γραμματόσημο: όσο τη φτύνεις, τόσο κολλάει.
Got a better definition? Add it!
Το διάσημο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης Tufts, προφέρεται «τά'φτ'ς», όπως λέμε «τα έφτυσε», δηλαδή παρουσίασε βλάβη και τέθηκε εκτός λειτουργίας.
Ωσεκτουτού, τα δυο λήμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξίσου στον γραπτό λόγο.
- Γιατί κλωτσάς την τρόμπα ρε; Τί σου έφταιξε;
- Ε, αφού Tufts.
Got a better definition? Add it!
Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον που παινεύεται για τις μαντικές του ικανότητες, την ικανότητά του να διαισθάνεται το μέλλον και γενικά για τα μεταφυσικά κληρονομικά χαρίσματα που ισχυρίζεται ότι έχει. Η φράση έρχεται σαν απάντηση πολύ φυσικά όταν ένα τέτοιο άτομο χρησιμοποιεί κλισέ όπως «θα με θυμηθείς», «άκου με που σου λέω» κ.α. παρόμοια.
Ο αστικός μύθος θέλει τον γνωστό τηλεοπτικό μάγο-μέντιουμ-ταχυδακτυλουργό-αποκρυφιστή Uri Geller που ήταν γείτονας με τον Μιχάλη Ιακωβίδη (τουπίκλην Michael Jackson), να έχει καλέσει το ασθενοφόρο πριν ο R.I.P. Μιχάλης πάθει την ανακοπή...
- Βάλε όβερ το Κιλμάρνοκ-Κουίν οφ Σάουθ και θα με θυμηθείς.
- Τσσς, Ούρι Γκέλερ!
Got a better definition? Add it!
«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;»
Μετά τις βρισιές Καραϊσκάκη, ένας ακόμη σλανγκικός λεκτικός πλούτος αναδεικνύεται μέσα από τα πατερικά κείμενα του γλωσσοπλάστη, μελίρρυτου, ανεξίθρησκου, μη μισαλλόδοξου, προστάτη των γραμμάτων, Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Συγκεκριμένα ο Ι.Χ. είναι ιδιαίτερα ευρηματικός όταν αναφέρεται με χαρακτηρισμούς στους Έλληνες εθνικούς, τους οποίους περιγράφει ως:
Περισσότερα κοσμητικά εδώ.
«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;» («Κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας» λόγος Β' του Ιωάννου Χρυσοστόμου παρ. γ΄)
Got a better definition? Add it!
Το πακτούν, όπως το γνωρίσαμε από τις Λιακούρειες και Χαρδαβέλειες μεταφυσικές εκπομπές, είναι σύμφωνα με το αρχαίο ημερολόγιο των Μάγιας μια χρονική περίοδος που διαρκεί 144.000 μέρες. Σήμερα διανύουμε το 13ο πακτούν, το οποίο τελειώνει στις 21 Δεκεμβρίου 2012, οπότε και ενδέχεται να συμβεί το τέλος του κόσμου, σύμφωνα με τις Λιακουροχαρδαβέλειες προβλέψεις.
Πιο σωστά, το πακτούν λέγεται baktun.
Σε πιο σλάνγκικη ερμηνεία, το πακτούν είναι μια μη σαφώς ορισμένη, αλλά πάντως μεγάλης διάρκειας, χρονική περίοδος.
Μην ξαναπαραγγείλεις πίτσα από τον ίδιο πιτσαρά: την προηγούμενη φορά έκανε δυο πακτούν για να τη φέρει.
Κυκλοφορεί και ως μπαχτούρ όπως μας πληροφορεί ο χρήστης electron
Got a better definition? Add it!