Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Koλλητήρι λέγεται η επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά του πλησιάσματος πολύ κοντά στο ουραίο τμήμα (κώλος) του προπορευόμενου οχήματος, ως μέσο για να αναγκαστεί ο οδηγός του είτε να γκαζώσει, είτε (ακόμη καλύτερα) να αλλάξει λωρίδα και να μας ανοίξει το δρόμο.

Warning: Το κολλητήρι δέον ν' αποφεύγεται από τους σώφρονες οδηγούς, γιατί μπορεί να οδηγήσει πολύ εύκολα σε τροχαία ατυχήματα. Ιδιαίτερα μεγάλος κίνδυνος υπάρχει όταν το προπορευόμενο όχημα είναι δίκυκλο, οπότε ακόμη και μια πολύ ανεπαίσθητη επαφή (φιλάκι) του μπροστινού προφυλακτήρα του αυτοκινήτου με την πίσω ρόδα του δικύκλου, αρκεί για να στείλει τον δικυκλιστή να κάνει αρχικά μερικά οχταράκια και, τελικά, σάλτο μορτάλε.

Εκεί που επέστρεφα από Ηγουμενίτσα, όταν μπήκα στο τούνελ της Τύριας μείωσα στα 80 τηρώντας το όριο και ο πισινός μου βρήκε αμέσως ευκαιρία και άρχισε τις κόρνες, τα σινιάλα και τα κολλητήρια. Don't do it, Fedon, του φώναζα, αλλά αυτός εκεί, το βιολί του. Ε, ρε κάτι κάγκουρες που κυκλοφορούν στους δρόμους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το πίσω (ουραίο) μέρος ενός αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος. Αντιθέτως, το μπροστινό μέρος, λέγεται και «μούρη».

Εκεί που έβαλα λίγο όπισθεν για να ξεπαρκάρω, βρήκε ο κώλος μου στον κάδο απορριμάτων και έτσι απέκτησα άλλη μια λακκούβα.

Alfa Spider 60κάτι - κώλος για φίλημα! (από Vrastaman, 19/07/10)Έλα με τον κώλο! (από MXΣ, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκαλυμμένος τρόπος να προφέρεις τη λέξη «πουτάνα», σε όλες τις πιθανές σημασίες της και σε όλες τις πιθανές περιστάσεις.

Αναφέρεται στο «Δεν σε γουστάρω» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

(σε γκισέ εφορίας)

- Να μου προσκομίσετε και το στεφανοχάρτι της συμπεθέρας του μπατζανάκη σας, παρακαλώ.
- Που τ' ανακάλυψες ότι χρειάζεται;

στο 1:05 (από allivegp, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γειώνω όλα, δεν με νοιάζει τίποτε, κλάιν μάιν ον δε λάιν, γαία πυρί μειχθήτω.

Έχει την έννοια ότι, όπως ο πιλότος ενός αεροπλάνου έχει την δυνατότητα/άνεση να αναθέσει την πλοήγηση στον αυτόματο πιλότο και να γίνεται η δουλειά χωρίς να ασχολείται ο ίδιος ενεργά με αυτή, έτσι και όποιος τα παρατάει όλα στον αυτόματο αποστασιοποιείται από το πόστο που έχει επωμιστεί, επιδεικνύοντας όμως συνάμα μια (καταδικαστέα) αδιαφορία, αφού η ανάθεση στον αυτόματο δημιουργεί συνειρμούς επικείμενου ατυχήματος/κακής κατάληξης των πραγμάτων.

Παίζει πολύ σε δημόσιες υπηρεσίες (π.χ. κλινικές Νοσοκομείων) εν μέσω θέρους, η λειτουργία των οποίων ανατίθεται στον αυτόματο λόγω αδειών του προσωπικού.

Καμιά φορά πάλι, το λήμμα χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως μια δουλειά ή ένα έργο πάει τόσο καλά, που προχωράει χωρίς κόπο από μόνο του και δεν χρειάζεται πια να το επιτηρούμε ή να ασχολούμαστε προσωπικά μ΄αυτό (παρ. 2).

  1. Φύγανε όλοι οι του ηλεκτροφυσιολογικού ελέγχου, σου λέω, για το τριήμερο της Παναγίας. Αφήσανε το εργαστήριο κυριολεκτικά στον αυτόματο, και να δούμε τώρα τί έχει να γίνει αν έρθει κανείς ν΄αλλάξει μπαταρία στον βηματοδότη του.

  2. Στον αυτόματο ο Ναδάλ: με νίκη 3-0 σετ, στα ημιτελικά του Ρολάν Γκαρός.

Μανώλης Φαμέλλος - Αυτόματος πιλότος (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να υποβαθμίσουμε τη σπουδαιότητα ενός γεγονότος ή μιας είδησης ή, γενικότερα, για να δείξουμε αδιαφορία του στυλ «νταξ μωρέ, και τί έγινε».

Συνώνυμα: τι να λέει, σιγά τα ωά, κλάιν μάιν.

  1. Στο νέο δελτίο τιμών φαρμάκων, η μείωση των τιμών των φαρμάκων κυμαίνεται μεταξύ 0.1 και 0.5%. Σε και με.

  2. Θα στείλουν ράμπο να μας ελέγξουν τα βιβλία. Σε και με. Έτσι κι αλλιώς έχει να πατήσει πελάτης κάνα μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των πληρωμάτων των ασθενοφόρων του ΕΚΑΒ, R1 (ρο ένα) σημαίνει κωδικοποιημένα «νεκρός».

Έτσι, πολλές φορές το κέντρο καλεί μέσω ασυρμάτου ένα ασθενοφόρο να μεταβεί π.χ. στην οδό «αβύζου και ακώλου (γωνία)», όπου υπάρχει ένα τροχαίο με μηχανάκι, «με ένα τραυματία και ένα R1».

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η κωδικοποίηση χρησιμοποιείται από το πλήρωμα μπροστά σε συνοδούς του νεκρού ή λοιπούς παρισταμένους, προκειμένου να μεταδώσουν την πληροφορία μεταξύ τους, χωρίς να καταλάβουν κάτι οι υπόλοιποι.

Εύχομαι κανείς από τους αναγνώστες αυτού του λήμματος, να μην ακούσει αυτή την κωδικοποίηση.

Κέντρο καλεί Κ10. Μας ειδοποίησαν για μια πτώση από 4ο όροφο πολυκατοικίας στην Τούμπα. Μη βιάζεστε και πολύ, το περιστατικό είναι R1. Η διεύθυνση είναι ... (δεν ακούγεται καλά επειδή χαλάει το σήμα του ασυρμάτου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάκιστης ποιότητας κρέας.

Συνήθως πρόκειται για βοδινό, σκουρόχρωμο κρέας, από γέρικο ζώο, που ούτε καν μπορεί να μασηθεί.

Το σκώμμα που εκφράζεται με το λήμμα μας, υπαινίσσεται ότι το εν λόγω σφάγιο είχε καταπονηθεί τόσο πολύ εν ζωή, ώστε το κρέας του δεν τρώγεται με τίποτε -σε αντίθεση με τα τροφαντά μοσχαράκια γάλακτος που πέρασαν ζωή στα πούπουλα μέχρι να καταλήξουν λαχταριστά στο πιάτο μας.

- Πάρ' τον από δώ τον γκοτζίλα, παίζει να έχει οργώσει όλη τη Μακεδονία. Να τον φας μόνος σου, εμείς θα φάμε μόνο σαλάτα!

εχει οργωσει την Μακεδονια που είναι Ελληνικη (από perkins, 15/09/10)Και έχει δώσει 100% "Μακεδονικό" γάλα (από GATZMAN, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με επιβλητικό παράστημα, που ξεχωρίζει για τη σκληρότητά της. Δεν είναι φασιονίστα όπως η Κρουέλα ντε Βιλ, αλλά διατηρεί το ίδιο αυστηρό, διαπεραστικό βλέμμα και την ίδια στυγνή, άσπλαχνη όψη στο πρόσωπό της. Είναι η ψηλή στρίγγλα ιδιαιτέρα που καρφώνει τα πάντα στον Διευθυντή, ή η κακιασμένη, αγάμητη προϊσταμένη που μας κάνει τη ζωή πατίνι.

Ιστορικά, η Χάμκω ήταν η (ονομαστή για το ύψος της) μητέρα του Αλή Πασά, ο οποίος της είχε και ιδιαίτερη αδυναμία. Μάλιστα, ο Αλής στην πλήρη δόξα του, στα 1815, προέβη σε ολοκαύτωμα της βορειοηπειρώτικης κωμόπολης του Γαρδικίου, επειδή κάποτε οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει τη Χάμκω και την κόρη της Χαϊνίτζα.

Οι ελάχιστοι φίλοι της τη φωνάζουν Τζοάνα, αλλά όλος ο υπόλοιπος ντουνιάς του Στρατοπέδου Χάμκω την ανεβάζει, Χάμκω την κατεβάζει, τέτοια σκύλα που είναι, η ψηλή Επιλόχ του 2ου. (από αυτοβιογραφικό σύγγραμα)

Αλλοιώς, το ζαμπόν (ham) στην Κώ (από GATZMAN, 13/09/10)Χάμκο γαμιέσαι - Ινδικό τραγούδι με Ελληνικούς υπότιτλους (από allivegp, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified