Εκνευρίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό. Του τροχίζω τα νεύρα. Του κάνω τα νεύρα τσατάλια.

Τα κρόσσια είναι νήματα στην άκρη υφάσματος τα οποία αντί να δεθούν, αφήνονται ελεύθερα για διακόσμηση. Παρόμοια εικόνα δίνουν και οι απολήξεις των νευρώνων του ανθρωπίνου σώματος (βλ. μήδι).

  1. Με τα νεύρα... κρόσσια (από εδώ)

  2. Πήγαινε πιο κει με το μπουρου-μπούρου σου, μου έχεις κάνει τα νεύρα κρόσσια!

Nευρικό κύτταρο ή νευρώνας (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έλκει τη μητρότητά της από την βουλευτή Ντόρα Μητσοτάκη Μπακογιάννη Κούβελου και συνοψίζει όλη την ευνοικρατία, το νεποτισμό και την ανισότητα της κοινωνίας μας. Δηλαδή διαχωρίζουμε, ανεξαρτήτως προσόντων, τον νέο πληθυσμό της χώρας σε δικά μας παιδιά (ημετέρους) που πρέπει να βολευτούν και στα παιδιά των άλλων, που είτε δύνανται, είτε υποχρεούνται να πάνε στο βρόντο, κατά το χρυσαυγιτικό “ξένοι και μπολσεβίκοι, ετούτη η γη δεν σας ανήκει”.

Κάπως έτσι ήταν και το σύνθημα με το οποίο οι Νεότουρκοι προέβησαν το 1915 στην Αρμενική γενοκτονία: “Σκοτώστε τα παιδιά των Αρμενίων, αν θέλετε να ζήσουν τα δικά μας παιδιά.”

Ομώνυμο μπλογκ υπάρχει εδώ:

  1. Παχυλές θέσεις για τα «δικά μας παιδιά» (από εδώ)

  2. Ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη όμως, έχετε υποχρέωση να προστατεύετε και τα δικά μας παιδιά. (από εδώ)

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναξιόπιστος, αφερέγγυος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει μπέσα, ο διαόλου κάλτσα, ο λέρας, αυτός που όπου τον πιάνεις λερώνεσαι.

Μπορεί να ακούγεται και ως «άτιμο μελέτι».

Προέρχεται από το τουρκ. milyet, που σημαίνει έθνος και ο χαρακτηρισμός «άτιμο μιλιέτι» απευθύνονταν τυπικά στους Έλληνες. Αν στα ελληνικά στερεότυπα ο τούρκος είναι βίαιος, στα τουρκικά ανάλογα, ο ρωμηός είναι αναξιόπιστος.

Άσ' τον αυτόν, μην ασχολείσαι καθόλου μαζί του: είναι άτιμο μιλιέτι, σου λέω. Άλλα λέει τη μια, και άλλα κάνει την άλλη.

Τίμιο μιλιέτι (φερέγγυος) (από GATZMAN, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προς επίρρωση του σχολίου του Ντεσπ στον προϋπάρχοντα ορισμό, και πιο εξειδικευμένα στο ιατρικό χώρο και στο θαυμαστό κόσμο (ζούγκλα) των χειρουργών:

Ψιλικατζής αποκαλείται ο χειρουργός εκείνος που αναλαμβάνει μικρές και ήσσονος σπουδαιότητας επεμβάσεις π.χ. εξαγωγές ονύχων, διανοίξεις μικρών δοθιήνων, συρραφές μικροτραυμάτων, αλλαγές καθετήρων κ.α. τέτοια ψιλοπράματα με τα οποία απαξιούν ν' ασχοληθούν οι φτασμένοι συνάδελφοί του. Λειτουργεί δηλαδή, περισσότερο από ανάγκη λόγω μη ευρέσεως μεγάλων χειρουργείων, ως αποκομιστής (scavenger) των υπολειμμάτων του χειρουργικού έργου, χωρίς όμως να πρέπει να τον υποτιμούμε, καθώς ακόμη και η πιο μικρή πράξη πρέπει να εκτελείται σωστά και με ακρίβεια.

- Είκοσι χρόνια μετά το πτυχίο, ψιλικατζής ήταν και ψιλικατζής παρέμεινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που διατηρεί ολύμπια ψυχραιμία, στα όρια της μακάριας αδιαφορίας, ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Το βάλιουμ είναι ένα γνωστό, παλαιάς κοπής ηρεμιστικό, που αν και παροπλισμένο στις μέρες μας, παραμένει σύμβολο της κατηγορίας των βανζοδιαζεπινών (βλ. λ. κουμπιά), που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής (αν και τελευταία τείνουν να εκτοπιστούν από τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά).

Τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει η κ. Μαρίκα Μητσοτάκη, προκειμένου να αποδώσει παραστατικά (και σουρεαλιστικά) την παροιμιώδη ψυχραιμία του συζύγου της.

Συνώνυμα: δεν ιδρώνει το αυτί του, δεν μασάει τον πούτσο του, αρντάν, κ.α.

Έπρεπε να ήσουν εκεί και να τον έβλεπες με τί στωικότητα άκουγε τα εξ αμάξης από το συγκεντρωμένο πλήθος, χωρίς να βγάζει κιχ. Ήταν να τον να τον κόψεις και να τον δώσεις για βάλιουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω πάρα πολύ. Πίνω τον Βόσπορο. Αγγλιά («to drink one's weight») που ακούγεται στον ύμνο των James «Getting away with it».

Είναι γερό ποτήρι, σου λέω. Κάθε βράδι γυρίζει τα μπαρ της Λεωφόρου Νίκης και πίνει το βάρος του.

Στο 2:42 (από allivegp, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέχω διακριτική, συγκαλυμμένη, ωστόσο ουσιαστική εύνοια υπέρ κάποιου. Μεροληπτώ.

Προέρχεται από επέκταση της ποδοσφαιρικής έκφρασης «μοιράζω το καρπούζι στη μέση» που σημαίνει είμαι ακριβοδίκαιος, προκειμένου για διαιτητές.

Δηλαδή, η πλήρης έκφραση είναι «μοιράζω το καρπούζι στη μέση, και δίνω τα σπόρια στη μια πλευρά».

Τα σπόρια δεν είναι κάτι κραυγαλέο όσο ένα αβαβά πέναλτι ή μια άδικη αποβολή, αλλά κάτι ανεπαίσθητο που συμβαίνει κατ' εξακολούθηση σε καίρια σημεία του αγώνα όπως ένα ανάποδο πλάγιο άουτ που γλιτώνει μια άμυνα από την πίεση, ένα ανύπαρκτο φάουλ που ανακόπτει μια αντεπίθεση, μια αυστηρή σύσταση σε έναν αμυντικό που τον κάνει λιγότερο μαχητικό στα επόμενα μαρκαρίσματα υπό το φόβο μιας κάρτας κ.ο.κ.

- Μην ανησυχείς, το κοράκι είναι πιασμένο. Τα σπόρια θα τα δώσει σε μας.

(από vikar, 12/07/11)«Τα σπόρια α τα δώσει στον Άρη...», Αχιλλέας Μπέος (από vikar, 12/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκος αξιωματούχος, με αυξημένες εποπτικές αρμοδιότητες σε τοποθεσίες με ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία (δερβένια=περάσματα). Κατέστη συνώνυμο με την κατάχρηση εξουσίας, την αυθαιρεσία, την αδιακρισία, την καταπίεση.

Συνώνυμες εκφράσεις: κεχαγιάς στ' αρχίδια μας, τσολιάς στον πούτσο μας.

- Τί στέκεσαι πάνω από το κεφάλι μου και παρατηρείς την οθόνη μου σαν γενικός δερβέναγας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αμερικλανιά quote που σημαίνει “εισαγωγικά” και δηλώνει την εισαγωγή στον προφορικό μας λόγο μιας παράθεσης φράσης που είπε κάποιος άλλος ή ενός ρητού.

Συχνά συνοδεύεται και από χειρονομία που περιλαμβάνει κάμψη των αγκώνων ώστε οι άκρες χείρες να έρθουν στο ύψος των ώμων και ταυτόχρονα κάμψη των δεικτών και μέσων δακτύλων (ώστε οι άπω [ονυχοφόρες] φάλαγγες να έρθουν σε επαφή με τις εγγύς φάλαγγες) δίκην των συμβόλων με τα οποία συμβολίζονται τα εισαγωγικά στον γραπτό λόγο. Είναι λίγο φλούφλικη χειρονομία, αλλά δίνει την εντύπωση και καλά ότι ο λόγος μας είναι δομημένος και τεκμηριωμένος.

Στον Σωκράτη αποδίδεται η φράση κουότ ο μή εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω. Μάλλον τότε δεν είχανε τη σημερινή ανεργία.

Σχετικό: δε «λέιζερ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοψοχρονιά. Τζάμπα πράμα. Έναντι ευτελούς τιμήματος.

Δίνω κάτι μπιρ παρά (bir para) σημαίνει το ξεπουλάω όσο-όσο. Bir στα τούρκικα σημαίνει ένα, ενώ para είναι ο παράς, δηλαδή μια νομισματική μονάδα.

Όχι στο ξεπούλημα του Σισέ μπιρ παρά.

Αλλιώς και μπιρ-μπαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified