Θρεπτικός χυμός που βγαίνει από το ανδρικό μόριο (κατά το Amita), κοινώς το σπέρμα.
Ο γκόμενος (δεν κρατιέται με τιποτα) στην γκόμενα: - 'Ελα κοπελάρα μου εσύ, πάμε γρήγορα στο σπίτι και θα σε κεράσω χυσαμόλι με σπερμίτα...
Θρεπτικός χυμός που βγαίνει από το ανδρικό μόριο (κατά το Amita), κοινώς το σπέρμα.
Ο γκόμενος (δεν κρατιέται με τιποτα) στην γκόμενα: - 'Ελα κοπελάρα μου εσύ, πάμε γρήγορα στο σπίτι και θα σε κεράσω χυσαμόλι με σπερμίτα...
Got a better definition? Add it!
Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.
Στο τρόλλεϋ:
- Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.
- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.
Got a better definition? Add it!
Είναι η μικρή απόσταση, παρόμοια με αυτήν μεταξύ μουνιού-κώλου. Αυτά τα δύο τρυπόνια δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους, γι' αυτό και μερικές φορές πάμε για το πρώτο και «όλως τυχαίως» μπαίνουμε ή προσπαθούμε να μπούμε στο δεύτερο.
Δυό φίλοι κάθονται για καφέ σε καφετέρια.
- Έλα σου λέω ρε μαλάκα, σήκω να πάμε στην Espresso, μόλις με πήρε η Μαρία, κάθεται με μια φίλη της.
- Άσε με τώρα και βαριέμαι να αλλάξω μαγαζί.
- Έλα σου λέω, δυό βήματα είναι, απ' το μουνί στον κώλο, μισό λεπτό με την μηχανή.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.
Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος:
- Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.
Got a better definition? Add it!
Προστακτική έκφραση βγαλμένη από την βουκολική ζωή (τονίζεται στο -ρ), που απευθύνεται από φιλήσυχο βοσκό στα πρόβατά του, στην προσπάθεια να τα ταρακουνήσει και να τα καθοδηγήσει. Παραλλαγή : οοοούιιιιι τσαπ τσαπ τσαπ τσαπ τσαπ τσαπ!!!
Στην παραλία 5 φίλοι λιάζονται σε κατάσταση αρντάν. Ξαφνικά ο ένας μπανίζει γαμάτο γκομενάκι.
- Πω πω ένα θεόμουνο! Ξυπνήστε ρε μαλάκες να δείτε! Κοίτα τους ρε πώς κοιμούνται! Τσαπρρρρρ ρε!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.
Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!
Got a better definition? Add it!
Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.
Got a better definition? Add it!
Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.
- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!
Got a better definition? Add it!
Στα γερμανικά η δεσποινίδα, στα νέα όμως ελληνικά η λέξη... απογειώνεται και μεταφέρεται, πούαλλού, στην συμπαθή ομάδα των ομοφυλοφίλων.
Φιλονικία μεταξύ οδηγών στο δρόμο :
Ο ένας, με αδελφοφωνή:
- Ά να χαθείς κρυφόπουστα!
Ο συνοδηγός του άλλου:
- Ρε μαλάκα, στην είπε χοντρά η φρόιλάιν! Δεν θα απαντήσεις;
- Μπα, δεν ασχολούμαι με πούστρες. Στο τέλος θα νομίσει ότι γουστάρουμε κιόλας!
Got a better definition? Add it!