Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.

  1. Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.

  2. Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.

Δες και σετ α λα μαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα αντί για την λέξη μοτοσυκλέτα.

- Ήρθε με το μοτοσακό να με παρει να πάμε για μπάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραποίηση της λέξης κουλός η οποία χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μειωμένες ικανότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ μοτοσυκλετιστών.

-Πού πάει μωρέ το κουλάδι μαζί με τους άλλους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: κωλομπαρία.

- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε κάγκουρας...

Πλακώσαν κάτι πιτσιρικάδες μολυντήρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα γυναικών ντυμένων προκλητικά.

Έλα μωρέ, όλο το πουταναριό ήταν μαζεμένο...

εμπνευσμένος μεταφραστής στο scarface (από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γρήγορης οδήγησης σε δρόμο με στροφές.

- Πω πω πέρασε ένας φέτες το εσάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified