Το πέδιλο χιονιού/άθλημα γνωστό ως «snowboard». Χρησιμοποιείται επίσης για ανάλογο εξοπλισμό άλλων αθλημάτων ή χόμπι τα οποία βασίζονται στη χρήση μίας και μόνο επιφάνειας όπως: Skateboard, Wakeboard, Wake-skate, Kite-board. Όπως είναι προφανές, η χρήση της λέξης αφορά σε περιπτώσεις όπου η αντίστοιχη αγγλική ονομασία, περιέχει το συνθετικό «-board».

Η λέξη και παράγωγά της, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους νεαρούς (κυρίως) φαν του χειμερινού αυτού αθλήματος (βλ. παραδείγματα #1 και #2).

Εναλλακτικά σε τοπική διάλεκτο: - Κοπάν' (βλ. Παράδειγμα #3)
- Πατουσάν' (βλ. Παράδειγμα #4)

  1. Φίλε είδα τα κανούργια σανίδια της Burton... μιλάμε, άντε γεια!

  2. Ρε αλάνι, καλά το πας το σανιδάκι..

  3. Ρέι, ο άκουρος με το κοπάν' (Διάλεκτος Αραχωβίτη χειριστή λίφτ: Ο ακούρευτος με το snowboard).

  4. Ρέι, που πας με του πατουσάν'; (Ομοίως με το 3: Πού πας με το snowboard?)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε διάλεκτο της περιοχής Παρνασσού, το έντονα ομιχλώδες και με υψηλό ποσοστό υγρασίας μετεωρολογικό φαινόμενο. Εντονότερο σε μεγάλα υψόμετρα και συχνά συνοδευόμενο από χιονόπτωση ή βροχή.

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, εξ' ου και η καταγραφή της λέξης.

Κώστας (χιονοδρόμος) τηλεφωνεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού: - Τι καιρό κάνει πάνω παιδιά;
Υπάλληλος ΧΚΠ: - Άσ' τα φίλε, μουχλαντάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλόγως της περιπτώσεως:
1. Ο τύπος ο οποίος ζει και αναπνέει για να φτιάξει το «τέλειο κορμί». Όπου τέλειο κορμί εννοεί το τίγκα στο μούσκουλο (συνήθως με τη συνδρομή «βοηθημάτων» από τη Σου-Λι), ποσοστά λίπους στα χαμηλά μονοψήφια και μια φανατική ενασχόληση με μεθόδους αποτρίχωσης, solarium, λάδια και τάνγκα σε φωσφορίζοντα χρώματα. Απαντάται και σε θηλυκές (ο Θεός να τις κάνει), εκδόσεις. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, θα τον βρείτε κυρίως σε «ενημερωμένα» γυμναστήρια που προσφέρουν όλα τα προαναφερθέντα (υπόγειο «φαρμακείο», επιθυμητό αλλά όχι υποχρεωτικό!)

  1. Ο έχων καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ (βλ. επίσης γίνομαι κροκόδειλος) ή ουσιών (βλ. επίσης κόκκαλο) με συνέπεια να διπλώνει στα δύο (κόβεται) προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του.
  1. Στο γυμναστήριο: Ρε συ καινούργιος είναι ο κομμένος που σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο;

  2. Πήγαμε με τον Γιώργο προχτές σ' αυτό το καινούργιο μπαρ και μετά από τρία μπουκάλια ήτανε κομμένος. Πάλι καλά που δεν είχε σκαλιά στην έξοδο.

thodorabo, trob master (από jesus, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Στο στρατιωτικό συσσίτιο, το κοτόπουλο (πούστης) με ρύζι (κινέζος). Παρεμφερές με/του πούστης με γύφτο.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Ό,τι τρώμε τέτοια μέρα: πούστη με κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση για τους στρατιώτες των Διαβιβάσεων με ειδικότητα χειριστών τηλετύπου (telex), λόγω της συνήθειας τους να περνάνε τις διάτρητες, κίτρινες κορδέλες του τηλέτυπου στον λαιμό τους, μοιάζοντας έτσι με μοδίστρες που κρατάνε στο ίδιο σημείο τις μεζούρες.

Εναλλακτικά: Κορδελιάστρες.

Ρε σειρά, πήγα στο ΚΕΠΙΚ χτες να πάρω τηλέφωνο και μια μοδίστρα δεν με άφησε να μπω. Θα τον πήξω αύριο τον ψαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρέας το οποίο έχει διατηρηθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες στις αξιόμαχες καταψύξεις του Ελληνικού Στρατού. Ονομάζεται έτσι για δύο λόγους:

  1. η ημερομηνία κατάψυξής του, εκτιμάται από τους στρατιώτες ότι είναι γύρω στην περίοδο του πολέμου της Κορέας (άντε του Βιετνάμ)

  2. παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των μαγείρων, χρειάζεσαι αλυσοπρίονο για να το κόψεις ακόμη και μετά από 6 ώρες στο φούρνο.

Σε θαλασσινά είδη (εκτός εξαιρέσεων), το αντίστοιχο φαγητό ονομάζεται Μόμπυ Ντικ, για προφανείς λόγους.

- Σειρά, έφαγες τον Γκοντζίλα το μεσημέρι;
- Άσ' τα φίλε, έβγαλα την ξιφολόγχη και πάλι δεν κατάφερα να το κόψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για στρατιώτη ο οποίος με ίδια μέσα (γλείψιμο) ή εξωτερική βοήθεια (βύσμα), βρίσκεται υπό την προστασία ενός ή περισσοτέρων αξιωματικών και χαίρει ασυλίας από τις αγγαρείες, τις δύσκολες ή βαριές δουλειές και τις υπηρεσίες. Αντιστοίχως παίρνει προτεραιότητα σε συχνότητα και διάρκεια αδειών και εξόδων.

Εναλλακτικά: τσατσόνι, αρχιτσάτσος.

- Σειρά, θα πάρεις άδεια;
- Μπα, ο αρχιτσάτσος ο Μήτσος έχει καβατζώσει εικοσαήμερη και μ' έχουν χώσει να κάνω τις υπηρεσίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά περίπτωση:

  1. Ο νέος στρατιώτης, άρτι αφιχθείς στην Μονάδα κατά τις πρώτες του υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας (θαλαμόσκυλο).

  2. Υποτιμητικός τίτλος για στρατιώτη (νεότερης συνήθως σειράς), ο οποίος το παίζει «στρατηγός». Συνηθισμένη περίπτωση: νέος υποδεκανέας ο οποίος επιδεικνύει το τσατσόσημό του.

- Φιλαράκο για πρόσεχε γιατί είμαι υποδεκανέας...
- Ρε σειρές, κόψτε τον ψαρά τον ανθυποαρβυλοφύλακα που νομίζει ότι έγινε Α/ΓΕΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην περιοχή της Άμφισσας Φωκίδος, η κουτή:
κουτή -> κουτάσω -> κ'τάσω.

Η λέξη χρησιμοποιείται και πέριξ της Αμφίσσης και πιθανώς να είναι γνωστή (όμοια ή με παραλλαγές) στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης.

- Η Γεωργία μου είπε ότι την Ανάσταση έπιασε ένα δυναμιτάκι που βρήκε κάτω και έσκασε στα χέρια της...
- Αυτή η κοπέλα είναι ντιπ κ'τάσω... (ντιπ: εντελώς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία, συνήθως νεόπλουτη, με μαλλί kevlar (ξανθή έκδοση) ή carbon fiber (καστανή έκδοση), συχνότατα κακή οδηγός, με φουλ σετ αξεσουάρ (τσάντα LV, χρυσαφικά, Rolex, γυαλιά μάσκα αερίων με στρας), η οποία οδηγεί Mercedes «μεγάλης» σειράς που της έχει πάρει ο σύζυγος, με τον ίδιο τρόπο που κάνει κομμωτήριο και κουτσομπολεύει: με μεγάλη διάρκεια και ιδιαίτερα αμφίβολο αποτέλεσμα.

Οι Μερσεντοσουσούδες συχνάζουν συνήθως στο Κολωνάκι όπου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν σχετική φωλιά στην περιοχή. Οι παλαιότερες οδηγούν «κούρσες» αλλά έχουν πληθύνει ανησυχητικά οι περιπτώσεις με μεγάλα SUV, χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά σε οχήματα με το αστεράκι στο καπώ (230, X5, X3, Tuareg, Cayenne).

Μπορεί εμφανισιακώς να μοιάζουν του σαλονιού, αλλά μέσα τους κρύβουν την πεμπτουσία του μικροαστισμού, της κατινιάς και του νεοπλουτισμού, όπως μπορεί κάλιστα να διαπιστώσει κανείς αν «κοντραριστεί» προφορικώς μαζί τους στο δρόμο.

Εναλλακτική: Μπεμβεδοσουσού (με όχημα BMW). Τελευταία, απαντώνται νεότερες ηλικιακά εκδόσεις με ύφος τσαμπουκαλίδικο και πιο σπορ εκδόσεις αυτοκινήτων, περιλαμβανομένων SLK (φυσικά!) Audi TT, Mazda RX-8 και MX-5, Z3 καθώς και διάφορα είδη μεσαίων SUV.

  1. Σίγουρα παράδειγμα προς αποφυγή.

  2. - Τι έπαθες ρε Μήτσο;
    - Πήγαινα με τη μηχανή και μου πετάχτηκε μια Μερσεντοσουσού από ένα στενό... κόντεψε να με λιώσει η ρουφιάνα. Είχε και στοπ και μου ζητούσε και τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified