Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.
- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!
Βλέπε και καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι ο εμπρησμός αυτοκινήτων και τραπεζών, χρησιμοποιώντας γκαζάκια και βάζοντας τους φωτιά
Σχετικά λήμματα: μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.
- Βγήκαν χτες το βράδυ κάποιοι γκαζάκηδες και κάψαν 4 αυτοκίνητα και 3 τράπεζες.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.
- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!
Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Το μονοπώλιο. Όταν κάνεις ή χρησιμοποιείς κάτι συνεχώς.
-Μαμά, πες τίποτα στον Γιώργο γιατί το 'χει πάρει εργολαβία το Playstation..
-Τι εργολαβία παιδάκι μου, σπίτι θα χτίσει;
Got a better definition? Add it!
Το επίθετο που προσδίδεται στον εκάστοτε κακομοίρη που όλο τον πιάνουν κότσο, τον κοροϊδεύουν ή η μαύρη του η μοίρα του παίζει συνεχώς άσχημα παιχνίδια. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως και στην τηλεοπτική σατιρική σειρά «ΑΜΑΝ», ωστόσο η έμπνευση του είναι παλαιότερη. Εκ του κακομοίρης.
— Το πιστεύεις πως μέσα στην ίδια μέρα τον άφησε η γυναίκα του, έχασε το σκύλο του και τον απέλυσαν από τη δουλειά; — Ρε τον Κακομοίρογλου, ας μην του πω τότε καλύτερα πως έκλεψαν το αμάξι του που μου το είχε δανείσει.
Δες και -ογλου.
Got a better definition? Add it!
Κλάνω.
(μέσα στο ανανσέρ)
- Καλά ρε μαλάκα, κέρασες;
- Χαχαχα..
- Μα τι ζώο που είσαι! Δεν μπορούσες να περιμένεις μισό λεπτό μέχρι να βγούμε έξω;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που «χτυπάει» οποιαδήποτε γυναίκα, ακόμα και με αυτές περιορισμένης ομορφιάς, δηλαδή τα μπάζα. Συνήθως το γεγονός πως με τις συγκεκριμένες γυναίκες έχει επιτυχία, τον κάνει να μην προσπαθεί καν με τις πιο ωραίες αλλά να περιορίζεται στις μέτριες ή άσχημες.
- Πάλι καινούργια γκόμενα έβγαλε ο Αλέξανδρος. - Καλά, φαντάζομαι, αν είναι σαν την προηγούμενη χάρισμα του! - Ε, τι να κάνουμε, αφού είναι μπαζοφονιάς. Τουλάχιστον αυτός κάνει κάτι, όχι σαν εμάς που μας έχει φάει το χερογλύκανο! - Μπα, το προτιμώ!
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι να πετάει μπουκάλια στην αστυνομία και σε άλλους στόχους κατά την διάρκεια συγκρούσεων. Σχετικά λήμματα: γκαζάκιας, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.
- Ενώ είχε συμφωνηθεί η πορεία να είναι ειρηνική, βρέθηκε ένας μπουκαλάκιας, έκανε τη μαλακία του και μας πέθαναν οι μπάτσοι στα χημικά!
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.
-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!
Got a better definition? Add it!