Λολοπαίγνιο που προσδίδει στο κάλι μολότοφ ένα Ελληνοπρεπές ζενεσεκουά.

Χρησιμοποιείται τόσον από καθ' έξιν αστειάτορες όσο κι από καλοκάγαθες γιαγιούμπες δίκην μικυμάου.

Πάσα: Βράσταγκιρλ.

- Επιτέθηκαν με βόμβες μπουρλότοφ
(εδώ)

- Οι - ανήλικοι στην πλειοψηφία τους - αντιπραγματιστές χρησιμοποίησαν αυτοσχέδιες κροκέτες μπουρλότωφ για να διαρρήξουν τη θωρακισμένη είσοδο του τμήματος, καθώς και για να κάψουν δύο (παράνομα σταθμευμένα) αεροκίνητα. (εκεί)

- Μιά γεύση των όσων πρόκειται να συμβούν εδώ στο Ατινα πήραμε πρόσφατα στο Σύνταγμα, μετά το δήθεν “σκίσιμο” του κοπρανίου, από τους συντρόφους μουτζαχεντίν εξ’ ανατολών οι οποίοι έσπασαν τζάμια (και οχι τζαμιά) αναποδογύρισαν αυτοκίνητα για να ελέγξουν τις αναρτήσεις και τα λάστιχά τους και πέταξαν τις διάσημες (πλεον) βόμβες μπουρλότωφ ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρός χαρακτηρισμός μπάζου το οποίο κι ο έσχατος σαβουρογαμόσαυρος δεν θα άγγιζε ούτε με ξένο πούτσο.

Ως κύριο όνομα αποτελεί μάλλον νεολογισμό. Εκ του ζάρα (< ζαρώνω), καμία σχέση με τα ομώνυμα καταστήματα (όπου ωστόσο ενίοτε συχνάζουν και ζάρες).

- Ήρωας ο Ιωακείμ που κοιμάται πλάι σ' αυτή την ζάρα! - Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου!

- Μουάχαχα, ποιον νομίζεις ότι θα ικανοποιήσεις μα αυτό το θλιβερό γαριδάκι; - Εμένα, μωρή ζάρα, εμένα!

Ζάρα μπερκέτι ά...μμμμ!....ω (από GATZMAN, 14/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικη εκδοχή του κινητού τηλεφώνου. Ενώ θα περίμενες ότι πρόκειται για μπαμπαδισμό, ένα απλό γουγλάρισμα πείθει περί του αντιθέτου.

Βλ. και κουνιστό.

- Αρχισε η αντιστροφη μετρηση αγαπητοι συμφορουμιτες κ συμφορουμιτισες! Το Πολεμικο Ναυτικο θα με υποδεχθει! :D Ελπιζω να μπορω να μπαινω, εστω και με το κουνητο για λιγο. Θα μου λειψετε αγαπητα μου ρεμαλια..
(εδώ)

- Επίσης βρήκα και μερικά βιντεάκια εμού και του Karvouniaris σε υπέρτατες στιγμές καφρίλας... Θα τα μετατρέψω σε .avi ή .wmv και θα τα ανεβάσω κάποια στιγμή... είναι τραβηγμένα με το κουνητό οπότε η ποιότητα όπως και να έχει gtp θα είναι!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλοπρεπής ντεμεκιά για ψαρωτικά άτομα η φάσεις, εκ του psarotique.

Παίζει και ως ερζάτς αγγλικούρα (ψαρώτικ).

- Χθες κατεβαινα απο τη Θεσσαλονικη προς Αθηνα.Στη μεγαλη ευθεια πριν τα πρωτα διοδια της Πιεριας και ενω κινουμουν με 172χλμ (συμφωνα τελικα με την μετρηση του πιστολιου του οργανου), βγαινει ο μπατσινιλας στη μεσαια λωριδα να με σταματησει. Τυπικα, χωρις δραματα, βγαζω φλας και μπαινω στο παρκιν που ηταν σταθμευμενα ολα τα στρουμφ] (4 περιπολικα παρακαλω). Ο ''αρχηγος'', με υποδεχεται με ψαρωτικ στυλ και τσιγαρο στο χερι:
-''Πολυ θορυβο κανεις''
-''Ετσι κανει οταν ζεσταινεται''
-''Αδεια, διπλωμα, ασφαλεια, ταυτοτητα κι ακολουθα με''
(εδώ)

- Αυτο που με χαλαει ειναι το πλαστικο κουτακι, μου κανει πολυ ακαλαισθητο. Θα προτιμουσα χαλαρα ενα απο φυλλα αλουμινιου με διακοπτη αεροπορικου τυπου και κανα ψαρωτικ λεντακι επανω, και οχι τετοιυς γκουμουτσοειδεις συνδεσμους.
(εκεί)

- Oφειλω να ομολογησω οτι η ιδεα του Darkspawn Chronicles ειναι πολυ πρωτοτυπη για παιχνιδι του ειδους. Και μονο η δυνατοτητα του να μπορεις να αντιστρεψεις το ρου της ιστοριας και να ανατρεψεις την κυριαρχια των Grey Wardens, παρακολουθωντας την ανελιξη των δυναμεων του archdemon, ακουγεται πολυ ψαρωτικ...
(παραπέρα)

(από Khan, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως οι πουτάνες έγιναν ερωτικές αναπληρώτριες και το Γουδί, Γουδή, έτσι και το πτωχό πλην άτιμο «κάνω δίαιτα» συμμορφούμενο στις υποταγές της κορεκτίλας μεταλουμπαδιάστηκε στο και καλούα μουράτο «κάνω διατροφή».

- Κάνω διατροφή, όχι δίαιτα. Και ζυγίζομαι τακτικά. Αν δω τον δείκτη να ανεβαίνει ένα με δύο κιλά προσπαθώ να προσέχω τις επόμενες μέρες. Όσο για τους κοιλιακούς το οφείλω στο βόλεϊ που παίζω χρόνια αλλά και σε διάφορες μορφές άσκησης που κάνω όπως yoga.
(Βίκυ Χατζηβασιλείου, εδώ)

- Αυτη τη στιγμή κανω διατροφή Ατκινς.
(εκεί)

- Κάνω διατροφή και γυμναστική 3 με 4 φορές τη βδομάδα οπωσδήποτε. Ακόμα κάνω αποτρίχωση, αφού ασχολούμαι με την κολύμβηση...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαροπαλεύω, σέρνομαι, σέπομαι. Σπανιότερα, επιθυμώ κάτι διακαώς.

Καρακλασική σλανγκιά, εκ των: ψοφάω και λόγος.

Γαλλιστί: je crève.

- Αντι να εισαι εδω να μου φτιαχνεις κοτοσουπα, που το υποσχεθηκες, μαρτυς μου η μπλογκοσφαιρα και να με τριβεις με βικς, γυρευε που γλεντοκοπας, ενω εγω ψοφολογαω. Ετσι θ' ανοιξουμε σπιτι;
(εδώ)

- Το αποκαλούμενο «έντεχνο» ψοφολογάει, οι περισσότεροι εκφραστές του είναι πλέον σε οίκους ευγηρίας, κάποιοι το παλεύουν ακόμα αλλά δεν δείχνουν κωλαράκι, οπότε δεν τους βάζει η TV. Μόνο καμιά Μπίλιω, στη χάση και στη φέξη. Επίσης, διαδυκτιακή παρουσία μηδέν. Βάλε τον ανηψίο σου, βρε παιδί μου, να σου κάνει ένα blog, ένα facebook, ένα twitter, να ακούγεται η μουσική ντε...
(εκεία)

- Κορινα.... ψοφολογαω για μπιριμπα!!!!! (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό νταηλίδικο μπινελίκι δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.

- ΚΕΜΑΛ ΞΕΧΥΣΑΝΟΠΟΥΣΤΑ ΣΕΛΤΖΟΥΚΕ ΣΚΑΤΟΜΟΥΝΗ. ΠΟΥ ΤΗ ΜΠΟΥΤΑΝΑ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΣΩΝΑΝ 1000 ΟΥΝΝΟΙ.
(εδώ)

- swpa re mpouli, prepei na se xerw gia na s milisw;;; skatomuni t kerata ...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified