Ρήμα που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική και προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κοτώ [κοτώ, δηλ. ρισκάρω - κόττος, ο κύβος, δηλ. το ζάρι]. Κοττίζω, παίζω ζάρια, τζογάρω.

Στα νέα ελληνικά, το ρήμα κοτάω αποδίδεται σε άτομα, τα οποία επιδεικνύουν δειλία και αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, είναι δηλ. άτολμα.

Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κότας[ουσ.] και κοτάω [ρ.], πέραν της ορθογραφικής και ηχητικής.

  1. - Θα κατέβω κάτω και θα γίνει της πουτάνας.
    - Έλα ρε κωλόπαιδο αν κοτάς, σε περιμένω.

  2. - Για ηρέμησε ρε μεγάλε, δεν κοτάμε να σού πούμε κάτι και ξεσπάς. Ποιος νομίζεις ότι είσαι δηλαδή; Δε γαμιόμαστε ν' ασπρίσουμε...

Κόττοι, κοινώς μπαρμπούτης  (από krepsinis, 09/02/09)Συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)Κι άλλος συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τα τουρκικά [τουρκ. barbut, τυχερό παίγνιο, με ζάρια], που πέρασε στα νέα ελληνικά για να περιγράψει το τζόγο με ζάρια.

Συχνότατα το άθλημα ανθεί την Πρωτοχρονιά, ενώ συναντάται και στο αρσενικό, «ο μπαρμπούτης». Παραχθέν ουσιαστικό η μπαρμπουτιέρα, δηλ. το τραπέζι στο οποίο γίνονται οι ριξιές.

- Πού είναι ρε ο Κώστας;
- Πέρασε τη νύχτα στο αυτόφωρο. Η Αστυνομία έκανε ντου στου Κώστα και μπαγλάρωσε όλους όσους έπαιζαν μπαρμπούτι. Άστα να πάνε φιλαράκι...

(από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, λωλός σημαίνει τρελός.

Το ουσιαστικό «Λωλοστεφανής» αναφέρεται σε άτομα γραφικά, ήτοι οι γνωστοί τρελοί του χωριού.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για περιπτώσεις ατόμων, η φαντασία των οποίων οργιάζει, δηλ. βλέπουν ό,τι θέλουν, ανεξαρτήτως αν αυτό είναι ρεαλιστικό ή στέκει.

Η σχέση με τη γνωστή έκφραση «ό,τι νά 'ναι» είναι πασιφανής.

1.

Απόσπασμα από blog:
«Νανά εδώ ισχύει το ''ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή''. Δεν θυμάσαι που το ΚΑΠΗ έλεγε οτι εγώ κι εσύ είμαστε το ίδιο πρόσωπο; Τρέχα γύρευε...»

  1. Παραθέτω διαδικτυακό σχόλιο:
    «Η Αθήνα είναι ωραία πόλη να ζεις για όσους έχουν χρόνο και χρήμα, απαραίτητα σε συνδυασμό. Για την άναρχη δόμηση και το καρακιτσαριό, τι να πει κανείς; Δεν υπάρχουν κανόνες. Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή, όπου και ό, τι να’ναι. Τρώγλες με αυλές και πλαστικές καρέκλες και λεκάνες για να πίνουν νερό τα ποντίκια του ουρανού και τα κοπρόσκυλα. Και τι φταίνε τα έρμα όταν αυτοί οι αναίσθητοι και άξεστοι ανθρωπίσκοι που ζουν σε αυτή την πόλη συμπεριφέρονται χωρίς να υπολογίζουν κοινωνικά συμβόλαια, νόμους, και συνανθρώπους».

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].

Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.

Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.

  1. Άσμα Τζίμη Πανούση, από το δίσκο Μουσικές Ταξιαρχίες:

Ο τεκές

Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.

Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.

Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.

Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση, η οποία περιγράφει επικείμενη σύγκρουση παντός είδους, εν είδει καβγά ή έντονης διαφωνίας.

Η υπερβολή, στο σημείο του απίθανου, τονίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης και των καταστρεπτικών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν. Εξαιρετικά παραστατική έκφραση, με δύο έντομα να τρώνε μεταλλεύματα!

  1. Απόσπασμα από συνέντευξη στο διαδίκτυο:

«Πριν 3-4 μήνες μου είχατε πει ότι, όταν θα φτάσουμε στις εκλογές «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι».. Μήπως, πράγματι εάν γίνει έτσι, με οξυμένο το πολιτικό κλίμα με σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, στριμωχτεί ο ΣΥΝ;… και τα μικρά κόμματα;…».

  1. Αθλητικό σχόλιο στο διαδίκτυο:

«Λοιπόν, ο Ομπράντοβιτς (όπως και ο Τζίγγερ) εννοεί αυτούς που εννοεί, μπάρε μου! Το «μπάρε μου» είναι επίσης κρητικός ιδιωματισμός. Απλά τον χρησιμοποιούν και στα σερβικά. Το αν είναι δόκιμος και στα; πειραιώτικα, θα φανεί στο τελευταίο round του Τop-16 στο Φάληρο, όπου ο Ολυμπιακός αντιμετωπίζει τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αν ο στόχος του είναι ακόμη ζωντανός, εκείνο το βράδυ θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι! Για να είναι όμως ακόμη ζωντανός ο στόχος του, στα δύο ματς που μεσολαβούν θα πρέπει να φάει η μύγα ατσάλι και το κουνούπι σίδερο!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πελεκούδι είναι το γνωστό ροκανίδι, τα μικρά μαλακά κομμάτια ξύλου που πέφτουν, όταν το πελεκάμε. Το πελεκούδι είναι εξαιρετικά εύφλεκτο και μπορεί να λαμπαδιάσει εν ριπή οφθαλμού.

Έτσι προκύπτει και αυτή η μεταφορική έκφραση: όπως το πελεκούδι λαμπαδιάζει σε χρόνο μηδέν, έτσι και το κέφι σε κάποιο γλέντι ή συνεστίαση θα πάρει τα πάνω του και ο κόσμος θα ξεφαντώσει αμέσως.

- Θα έρθεις στον γάμο του Νίκου τελικά;
- Δεν υπάρχει περίπτωση να τον χάσω. Παντρεύεται ο καλύτερος μου φίλος. Θα καεί το πελεκούδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.

- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ροφός είναι γνωστό και εύγευστο ψάρι, και μάλιστα ακριβό. Το σώμα του είναι χοντρό και το κεφάλι του ιδιαίτερα ευμέγεθες. Μεταφορικά, ροφοί αποκαλούνται οι παχείς και εύσωμοι άνθρωποι, με πολλά περιττά κιλά.

- Ρε μαλάκα, αυτή η χοντρή δεν είναι η γειτόνισσά σου, εκείνη από την Τήνο;
- Ω ρε πούστη μου, αυτή είναι... Πάμε από εκεί, για να μην την τρακάρω, θα μου ζαλίσει τ' αρχίδια.
- Μην είσαι μαλάκας, η κοπέλα σε γουστάρει και έχει και δύο ξενοδοχειάκια στο νησί...
- Να τα χαίρεται! Δε βλέπεις ρε ότι η γκόμενα είναι σαν ροφός;
- Όλα δικά σου τα θες ρε... Αμάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για την περιγραφή ατόμων χαμηλού νοητικού επιπέδου. Εν είδει υπερβολής, το μυαλό τους θεωρείται τόσο μεγάλο, όσο ένα κουκούτσι, δηλ. ελάχιστο.

- Τι θα κάνει τελικά ο αδερφός σου με τη σχολή, αποφάσισε;
- Πονεμένη ιστορία...Εμείς του λέμε να δηλώσει πρώτη επιλογή το ΤΕΙ, αλλά ο μαλάκας θέλει να μπει στην Αστυνομία. Μυαλό κουκούτσι...

Πόσο μυαλό αθροίζουν τα κουκούτσια?  (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη αρχαιοελληνικής προελεύσεως, και συγκεκριμένα από την Κρήτη, η οποία περιγράφει τη γνωστή κουμπαριά [συν+τέκνο].

Στο πέρας του χρόνου έλαβε διαφορετική διάσταση και σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτατα περιγράφοντας οιονδήποτε αρσενικό, επιδεικνύοντας φιλική διάθεση και εγγύτητα.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα χρησιμοποιείται ο όρος κουμπάρος ή πατριώτης. Ιδίας σημασίας και ο γνωστός σύντροφος [товарищ - Genosse], που έχει περάσει πια στις καλένδες.

Κρητικό διαδικτυακό ανεκδοτάκι:

Ο σύντεκνος έχει πάει επίσκεψη βραδιάτικα στο σπίτι των συντέκνων του σε κάποιο άλλο χωριό. Το βράδυ, επειδή οι οικοδεσπότες σύντεκνοι δεν είχαν άλλο κρεβάτι, το έβαλαν να κοιμηθεί μαζί τους, στο ίδιο κρεβάτι. Το πρωί που ξύπνησαν, ο ξενοχωριανός σύντεκνος παίρνει τον οικοδεσπότη σύντεκνό του σε μια γωνιά και του λέει εμπιστευτικά με συμπονετική φωνή:

_Σύντεκνε μάθε το πώς η συντέκνισσα δεν είναι μπιστεμένη,

όλη τη νύκτα με τη χέρα της μου την είχε κρατημένη!

Και ο οικοδεσπότης σύντεκνος του απαντά κοφτά:

_Σύντεκνε, εγώ σου τηνε κράτουνα με τη δεξιά μου χέρα,

μη τύχει η αφιλότιμη και πάει παραπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified