Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

- Συγγνώμη νεαρέ, αλλά περίμενα πριν από εσένα για πάρκιγκ. Κάνε πίσω σε παρακαλώ τώρα.
- Τι είπες μωρή καρακαλτάκα, εγώ δεν σε είδα πουθενά.
- Θα φωνάξω την αστυνομία!
- Φώναξε όποιον θες, εγώ θα παρκάρω!

(από Khan, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιομοδίτικη έκφραση, προ του '70, που απαντάται και στο θηλυκό (μπούλα) και είναι συνώνυμη του άβουλου, του μαμάκια που είναι προσκολλημένος στους γονείς του, αν και ήδη κάποιας ηλικίας. Σε μεγαλύτερες ηλικίες ο μπούλης περιγράφει τον ανώριμο άνθρωπο που φέρεται σαν μωρό. Προφανώς προέρχεται από τη λέξη μπέμπης (μπέμπης, μπεμπούλης, μπούλης).

- Γαμώτο, έφυγε η μάνα μου και δεν ξέρω πως θα την παλέψω με το φαΐ.
- Α ρε μαλάκα μπούλη, μέσα στο βρακί της μάνας σου είσαι. Δε μπορείς ρε μαλάκα να φροντίσεις τον εαυτό σου; Είσαι είκοσι χρονών ρεεεε... Παλιομπούλα...

Μπούλης σε χαρακτηριστική στιγμή δράσης (από krepsinis, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ιστορικές καταβολές στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τον χειμώνα του 1803, ο γιος του Αλή πασά κατέλαβε το Σούλι. Τότε εξακόσιοι Σουλιώτες με αρχηγό το Φώτο Τζαβέλα, αρνούμενοι να να παραδοθούν, κλείστηκαν μέσα στον πύργο για να πολεμήσουν τους Τουρκαλβανούς. Αν και αντιστάθηκαν ηρωικά, τα εφόδιά τους τελείωσαν και γι' αυτό αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν στον Αλή - πασά. Πράγματι οι Σουλιώτες, μ' επικεφαλής τον Τζαβέλα, βγήκαν απ' το Κούγκι, όπου μέσα έμειναν μόνο 5 άντρες κι ένας καλόγερος, ο Σαμουήλ. Αυτοί, όταν είδαν ότι δεν μπορούσαν να αντισταθούν άλλο, έβαλαν φωτιά στη μπαρουταποθήκη κι ανατινάχτηκαν στον αέρα, σκοτώνοντας και τους νικητές Τούρκους.
Η έκφραση χρησιμοποιείται σήμερα εννοώντας ότι η κατάσταση θα φτάσει στα άκρα, χωρίς να φοβόμαστε τις συνέπειες, όσο τραγικές και αν είναι.

- Πήρε τηλέφωνο ο πατέρας σου από το Συμβολαιογραφείο. Η τράπεζα θα κατασχέσει το σπίτι.
- Θα το δούμε αυτό, Κούγκι θα γίνουμε, θα το τινάξω στον αέρα το γαμημένο για να μην πέσει στα χέρια τους.

ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΑΠΟΥΝΑΚΙ ΑΡΚΑΔΙ (από krepsinis, 15/10/08)Η πλέον διάσημη χρήση της έκφρασης πια από τον Πάνο Καμμένο. (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθημα που ακούστηκε πρόσφατα σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας του ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή το σκάνδαλο με τις εκτάσεις της Μονής Βατοπαιδίου. Αποτελεί παράφραση του γνωστού τσιτάτου του Λένιν «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του Καπιταλισμού».

Απόσπασμα από blog:

«Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού δεν είναι ο σοσιαλισμός...αλλά ο μοναχισμός. Εκεί ο πιστός, από τη στιγμή που δεν αναλώνεται σε οράματα «επίγειας» κοινωνικής ολοκλήρωσης, διατηρεί σταθερό τον προσανατολισμό του στο επέκεινα και τη θεολογική ερμηνεία της ιστορίας και επομένως αλώβητη την προσωπική του σχέση με το Θεό και Δημιουργό του».

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που προέρχεται από τα Φαρσί και υιοθετήθηκε στα Ελληνικά μέσω της τουρκικής [darvēsh, Φαρσί ζητιάνος]. Κυριολεκτικά αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, που στοχεύουν να έρθουν πιο κοντά στο Θεό, στο στάδιο της θέωσης, όπως οι ελληνορθόδοξοι μοναχοί. Είναι γνωστοί οι Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες (Μεβλανά), οι οποίοι σημειωτέον την έπιναν κιόλας. Στην αργκό εκδοχή της η λέξη περιγράφει τον περήφανο μάγκα, το μπεσαλή, που μπορεί να σταθεί σε όποιον έχει ανάγκη. Συχνότατα συναντάται ως σύνθετη λέξη, όπως:
ντερβισόπαιδο, ντερβισόμαγκας, ντερβισογκόμενα, ντερβισάνθρωπος. Στα ρεμπέτικα τραγούδια, το ρούφηγμα μαύρης από τον ντερβίση είναι sine qua non!

  1. Το γνωστό άσμα του Χριστάκη, «Είπανε πως είσαι μάγκας»:

«Έμαθα πως παίζεις ζάρια, είσαι και χασικλού, εξηγείσαι στα παιχνίδια, έχεις και γιαβουκλού.
Χασίκλα είσαι και ντερβίσης, τραβάς την κουμπουριά
και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα …….. τη μαγκιά».

  1. Απόσπασμα από πραγματεία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι:

«Κουτσαβάκης, μάγκας και ντερβίσης,· όλ' αυτά είναι ένα. Αλλά ο ντερβίσης είναι ανώτερος απ’ όλους», λέει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, ενώ ο Κερομύτης μιλάει για τον «πρωτόμαγκα», δίνοντας έτσι και κάποια απόχρωση ιεραρχίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσακιτζής (Τσακίρτζαλη Μεχμέτ Εφέ) ήταν η τουρκική εκδοχή των δικών μας Κλεφτών και Αρματωλών, που έδρασε στην Ανατολία κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Η δράση του εναντίον της οθωμανικής εξουσίας και των πλουσίων τον ανέδειξαν σε θρυλικό λαϊκό ήρωα. Τον αποκάλεσαν «ιππότη της ανατολής» και η φήμη του διαδόθηκε σ' Ανατολή και Δύση. Η ζωή του και η δράση του έλαβαν διαστάσεις μύθου και έδωσαν υλικό για τη λαϊκή μυθολογία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότατα σε ρεμπέτικα τραγούδια, γνωστό δε είναι και το άσμα της μοναδικής Ρόζας (Εσκενάζη). Ως ουσιαστικό η λέξη περιγράφει τον δυνατό και ντόμπρο άνδρα, τον μάγκα που τυγχάνει αποδοχής από όλους. Με άλλα λόγια, του επαναστάτη που δεν φοβάται τις συγκρούσεις.

  1. Άσμα Στράτου Διονυσίου:

Αν θα μ' αρνηθείς
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής
Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής

Με τα χρυσά μου άρματα
Θα σκίσω την καρδιά σου
Θα κάψω το χαρέμι σου
Και τον ψευτοπασά σου

Πρέπει να το ξέρεις πως κυρά θα το πληρώσεις
Αν τύχει τα χείλη σου Σε άλλονε να δώσεις

Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής

Σε ξένα χέρια κούκλα μου
Ποτέ μου δεν σ' αφήνω
Εγώ για την αγάπη σου
Και τσακιτζής θα γίνω
Ξέρω πως σου τάξανε χρυσάφια και παλάτια
Κι αμέσως θαμπώσανε Τα όμορφά σου μάτια

Η Αμερικάνικη εκδοχή (από Vrastaman, 08/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός και ευπαρουσίαστος γεροδεμένος άνδρας, με παράστημα και χάρη. Κλασσική λέξη με αποδέκτες ανδρείους και γενναίους άνδρες. Λέξη που υιοθετήθηκε στην Ελληνική από τα τουρκικά, προέρχεται όμως από τα φαρσί [περσ. levend, ο όμορφος, ο δυνατός νέος].
Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του κιμπάρη και μπεσαλή, του μεγαλόψυχου άνδρα με ιπποτική συμπεριφορά.

  1. - Έλα να δεις το γιο μου, τον θυμάσαι;
    - Μη μου πεις ότι αυτός ο λεβέντης είναι ο Κωστάκης... Το θυμάμαι τόσο δα παιδάκι, φοβισμένο και ντροπαλό. Πώς περνάνε τα χρόνια...

  2. Αυτά που ακούς για τον Κώστα είναι μαλακίες, το παιδί είναι εντάξει και πραγματικός λεβέντης, ξηγιέται σπαθί...

Ο θρυλικός Μουστάκιας της Κηφισίας, επιτομή της λεβεντιάς! (από Vrastaman, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση μανάδων και θειτσών, με την οποία αναφέρονται στα γνωστά «σφαιριστήρια» ή «μπιλιαρδάδικα», τις αποκαλούμενες και αίθουσες ψυχαγωγίας. Ειδικότερα κατά τη δεκαετία του '70 οι αίθουσες ψυχαγωγίας, με μπιλιάρδα και επιτραπέζια ξύλινα ποδοσφαιράκια, ήταν οι χώροι στους οποίους σύχναζαν οι μάγκες τύπου «Επαναστάτης χωρίς αιτία» της εποχής. Ως γνωστόν, το μπιλιάρδο ειδικότερα θεωρείται παιχνίδι των ζόρικων και σκληρών νεολαίων, που δεν σηκώνουν και πολλά πολλά. Οι μάνες και θείες μας, με δεδομένη τη διαφορά ηλικίας, ταυτίζουν τις αίθουσες ψυχαγωγίας με το παιχνίδι που είχαν δει από τα παιδικά τους χρόνια, δηλ. τα ξύλινα ποδοσφαιράκια.

- Μαμά, έχεις κανένα 500ρικο;
- Γιατί, τι το θέλεις;
- Θα βγω μια βόλτα.
- Πάλι στα ποδοσφαιράκια θα πας; Μαζεύεστε εκεί με όλους τους αλήτες και καπνίζετε, μού τα έχουν πει. Θα μιλήσω στον πατέρα σου, για να σταματήσει αυτή η ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικη έκφραση που χρησιμοποιούνταν τη δεκαετία του '60 και παρέπεμπε στη γνωστή παροιμία «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά». Το μουστάκι, ως γνωστόν, ήταν στοιχείο μαγκιάς και υπερηφάνειας για τον άνδρα. Δεν νοήτω Άνδρας χωρίς μουστάκι. Σύμφωνα με την παροιμία λοιπόν, όποιος δεν είναι πραγματικός άνδρας επί της ουσίας, θα πρέπει τουλάχιστον να φαίνεται ότι είναι. Όπως ο φερετζές κρύβει το πρόσωπο της μουσουλμάνας, έτσι και το μουστάκι κρύβει την πραγματική ταυτότητα του ομοφυλόφιλου άνδρα

- Ρε, τι μου είπε ο αδερφός σου, εκείνος ο τύπος με τη μουστάκα που μένει στην πολυκατοικία σας είναι λέει αδερφή;
- Ναι, που είναι το περίεργο;
- Αυτός ρε, με τη μουστάκα;
- Δεν έχεις ακούσει ότι το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη; όνομα και πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος συναντάται και ως σουρτούκα και είναι προελεύσεως τουρκικής (sürtük είναι η γυναίκα ελευθέρων ηθών, αυτή που τριγυρνά εδώ κι εκεί). Και στα Ελληνικά, χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν είναι νοικοκυρά, δεν φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της και δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Με άλλα λόγια αυτή που κυνηγά τις ερωτικές περιπέτειες και τα γαμήσια.

Έχω βαρεθεί να τρώω παλιογύρια, μού έχει λείψει το σπιτικό φαγητό. Αλλά με τη σουρτούκω που παντρεύτηκα, που να γευθώ σπιτικό φαγητό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified