Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ο αναξιόπιστος. Τουρκικής προελεύσεως, kumaş «ρούχο».

Ο εγγύς νεοελληνικός όρος είναι μάλλον η λέξη «περιπτωσάρα».

- Θα έρθει και ο ξαδερφός σου μαζί; Αν θυμάμαι καλά, ο τύπος είναι περιπτωσάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).

- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.

(από krepsinis, 06/09/08)(από krepsinis, 06/09/08)

Βλ. και μαρκαλεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα, οι λόγοι κενοί περιεχομένου.

Παράγωγο του φουμάρω, δηλ. καπνίζω. Φούμαρο=καπνός, λόγια που απομακρύνονται όπως ο καπνός. Προέλευση από τα λατινικά, συναντάται και σε πολλές λατινογενείς γλώσσες ακόμα και σήμερα.

  1. Αποσπάσματα εφημερίδων:
    «Φούμαρα» οι μελέτες. Aυτό υποστηρίζει ο Mιχ. Φυτούσης, πρώην Πρόεδρος της ΔEYAX επικαλούμενος επιστολή του TEE.

2.«Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες» ήταν οι υποσχέσεις των υπουργών Οικονομίας Νίκου Χριστοδουλάκη και Υγείας Κ. Στεφανή, σχετικά με το θέμα της κάλυψης των ελλειμμάτων των εφημεριών, αφού μόνο στο ΠΠΝ Ρίου, που το έλλειμμα φθάνει τα 340.000 Ευρώ, το ποσό που πρότειναν δεν ξεπερνάει τις 30.000 Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, τα βρέφη σε παλαιότερες εποχές συνήθιζαν να φασκιώνονται, δηλ. να τυλίγονται με μία πλατιά λωρίδα υφάσματος (φασκιά), προκειμένου να ισιώνουν τα πόδια τους. Από εκεί προκύπτει και η έκφραση «από τα γεννοφάσκια μου».

Πού είσαι χαμένος, γαμώ τ΄φασκιά σ γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και το ερίφιο, δηλ. το μικρό κατσίκι.

Μην τρέχεις πίσω από τη μάνα σου σα βετούλι καημένε, έχω βρεθεί πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικής προελεύσεως. Σημαίνει ότι συγκρούομαι σφοδρά με κάποιον, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και με μηδαμινές σχεδόν πιθανότητες επανασύνδεσης. Συνώνυμο με το γίναμε από δύο χωριά χωριάτες.

- Ο Στέλιος ήρθε χθες από τη Θεσσαλονίκη και βλέποντας ξαφνικά τον Βασίλη στο σπίτι γινήκανε ανάμια για τα κληρονομικά. Δεν θα το αντέξει η καημένη η μάνα τους, για πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτό άραγε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά ο πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος. Στην κυριολεξία είναι ο γνωστός μας πελαργός [τουρκ. leylek].

.

- Ρε, ποιος είναι το λελέκι εκεί χάμου;
- Ο γιός της κυρα Μαρίας, δεν τον ξέρεις;
- Δυο μέτρα είναι ο πούστης... Μπράβο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάρρηξη με στόχο την κλοπή χρημάτων ή πολύτιμων τιμαλφών κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν στον εσωτερικό χώρο κτιρίου από άνοιγμα που σκάβουν στον τοίχο ή στο πάτωμα άλλου εφαπτόμενου κτίσματος. Η λέξη είναι γαλλικής προελεύσεως, από τον τίτλο γνωστής κινηματογραφικής ταινίας, με σενάριο μυθιστόρημα του Breton.

Απόσπασμα είδησης από το διαδίκτυο:
«Διάρρηξη με τη μέθοδο του ριφιφί, πραγματοποίησαν άγνωστοι τα ξημερώματα, σε κοσμηματοπωλείο επί της οδού Μενάνδρου 26 στο κέντρο της Αθήνας.Οι διαρρήκτες, τρύπωσαν στο μικρό κοσμηματοπωλείο, από την πίσω πλευρά του κτηρίου, που συνορεύει με παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι. Χωρίς κανείς να αναληφθεί το παραμικρό, άνοιξαν μια τρύπα στον τοίχο, και προχώρησαν στην κλοπή των κοσμημάτων. Αν και χτύπησε ο συναγερμός του καταστήματος, κανείς δεν ανησύχησε, καθώς το κοσμηματοπωλείο εξωτερικά δεν έφερε ίχνη παραβίασης».

Ριφιφί - σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν (από poniroskylo, 14/12/08)Σκηνή από το Ριφιφί (από poniroskylo, 14/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ως κωλοπετσώτρα. Αν και είναι τριγενές, τις περισσότερες φορές αποδίδεται σε γυναίκα. Αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού, εξαιρετικά έξυπνο και ικανό να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει με καπατσοσύνη. Σύνθετο επίθετο, από το ουσιαστικό κώλος και το ρήμα πετσώνω.

- Η θεία κατάφερε να πάρει το χωράφι στο Πανόραμα: χθες με πήρε η γιαγιά και μου το είπε.
- Έγινε ακριβώς αυτό που περίμενα. Δεν είχα αμφιβολίες ότι η κωλοπετσωμένη θα πετύχει αυτό που διεκδικούσε χρόνια. Το κυνήγησε εξάλλου με σθένος και επιμονή.

Καπάτσα, καπάτσα, έφαγε την χλαπάτσα. (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified