Κάνουν ιδιαιτέρως συχνά στην Κρήτη αυτό το μπλακχουμοράκι με αντικείμενο την κατά περιπτώσεις κατάντια των βαποριών που μπαίνουν στα δρομολόγια προς Πειραιά.

Φαλκονέρα ως γνωστόν είναι:

«Aκατοίκητη νησίδα (βραχονησίδα) του Νοτίου Αιγαίου, στο Μυρτώο Πέλαγος, και που απέχει 42 μίλια ΒΔ. από το Ακρωτήριο Μαλέας και 25 μίλια ΔΒΔ. από τη Νήσο Μήλο. Βρίσκεται ακριβώς επί των διεθνών θαλάσσιων γραμμών Μαλέα–Σμύρνης και Πειραιά–Χανίων, εξ αυτού και θεωρείται λίαν σημαντική στη Ναυσιπλοΐα αλλά και αρκετά επικίνδυνη ιδίως για τα ιστιοφόρα «εν γαλήνη και άπνοια» λόγω των παρ΄ αυτής ισχυρών ρευμάτων. Στην ανατολική άκρα της νησίδας που ονομάζεται «Παναγιά των ρευμάτων» φέρεται φάρος αυτόματος φωτοβολίας 23 μιλίων. Το 1941 το φάρο αυτό ανατίναξαν οι Γερμανοί όπου και ακολούθησαν πολλά ναυάγια. Μετά την απελευθέρωση ο φάρος επισκευάσθηκε και αποκαταστάθηκε η λειτουργία του. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας σημειώθηκε το πολύνεκρο ναυάγιο του Πορθμείου Ηράκλειον όπου χάθηκαν 273 ψυχές».

Τα παραπάνω από Βικούλα.

Όπως καταλαβαίνετε, παίζουν πολλές παραλογές όπως falconera sea lines, falconera cruises, F/B Falconera, Falconera Dolphin, Falconera Express, HighSpeed Falconera καθώς και η ναυτιλιακή κοινοπραξία Falconera - Skylopnichtis Maritime.

- Με συγχωρείτε, ποιο πλοίο είναι για σήμερα;
- Το Αρκάδι
...
- Falconera express μάγκες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη που απαντά στον ελληνικό προφορικό λόγο με τη μεγαλύτερη συχνότητα είναι η λέξη μαλάκας και τα παράγωγά του. Το slang.gr έχουν κοσμήσει πλήθος σλανγκιστές με εκτενή λημματογραφία σχετικά με τον όρο, ενώ υπάρχουν και καλές καταγραφές ρέοντος λόγου που φανερώνουν ότι η πληθωριστική χρήση του είναι χαρακτηριστική speech acts με κύρια λειτουργία την πλήρη απίσχνανση του νοήματος, κι ενδεχομένως έπειτα την αναστολή της περαιτέρω γλωσσικής συνδιαλλαγής είτε με την την ανάληψη μη γλωσσικής δράσης είτε με την πλήρη διακοπή της διαντίδρασης.

Λ.χ. δες της ironick το

[I]- Ασταδγιάλα ρε μαλάκα [...]! Μαλάκα, ε μαλάκα!
- Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
- Εσένα είπα μαλάκα!
- Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...[/I]

και το του γράφοντος

[I]- Ε, είσαι μαλάκας
- Όχι, εσύ είσαι μαλάκας...
- Εσύ είσαι μαλάκας
- Ε, είσαι μαλάκας.....[/I]
(λούπα).

Τα παραπάνω απ' το θεμελιακό λήμμα Συ Μαλάκας)

Υπάρχει κάτι περισσότερο να ειπωθεί σχετικά με το μαλάκα; Και για να το πούμε αλλιώς: υπάρχει κάτι που μπορείς να πεις μετά το μαλάκα; Ασφαλώς ένα σωρό ύβρεις: ωστόσο, τι κάνει το «μαλάκα» τόσο εμβληματικό, κεντρομόλο, οριακό (βλ. και το «μα με είπε μαλάκα!»). Ώστε να μπορούμε να υποστηρίξουμε ίσως χωρίς να ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι τι ακριβώς εννοούμε και με μια δόση τσάμπα μεταμοντερνιάς ότι μετά το «μαλάκα» δεν υπάρχει τίποτα, δλδ. «μετά το μαλάκα, όλα τ΄άλλα είναι μαλακίες»;

Δε θα επεκταθούμε. Θα σημειώσουμε μόνο ότι παρά την τεράστια παρουσία του μαλάκα στον προφορικό λόγο, η ίδια η λέξη δεν έχει έντονη χρήση στα ενδεικτικά για τη δημοφιλία ενός όρου παιδικά αλλά όχι μόνο στιχουργήματα υβριστικών ανταπαντήσεων που έχουν επιμελώς καταγραφεί στα λήμματα: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις, και Αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος... Αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος.

Μόνο δύο περιπτώσεις ξέρω εγώ, τα:

- Μαλάκα!
- σε γαμώ και σπάω πλάκα... (Δείτε σωποδήποτε το μήδι)

και

- μαλάκα!
- πάρ' τον πούτσο μου και γλάκα! (από Χανιά αυτό).

Ξέρετε εσείς άλλα;

- Μαλάκα, άμ' ανεβώ απάνω...
- Ποιανού το λέει;
- Εσένα το λέει...
- Σε γαμώ και σπάω πλάκα!

(είπαμε, δείτε το βίντεο, γι΄αυτό το γράψαμε το σεντόνι, μην κρυβόμαστε).

(από Khan, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζόμπι είναι ένα απ' τα πιο θεμελιακά «πλάσματα της φαντασίας» που τυποποιήθηκαν και διαδόθηκαν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσω κυρίως του κινηματογράφου (horror movies) και που με την «αμερικανοποίηση» της κουλτούρας διαδόθηκαν παγκόσμια –να που γράψαμε λοιπόν την εναρκτήρια πρόταση αυτού του ορισμού αποφεύγοντας το «...που στοίχειωσε τη φαντασία», να ληφθεί υπόψη.

Το ζόμπι είναι «ο νεκρός που περπατάει», το έμψυχο ή «επανεμψυχωμένο» («reanimated») πτώμα, που παρά τη σήψη και την απουσία των βασικών φυσιολογικών προϋποθέσεων της ζωής εμφανίζει αισθητηριοκινητικές λειτουργίες, στοιχειώδη «στοχοκατευθυνόμενη» συμπεριφορά και λόγο (κυρίως επιδιώκει το να σκοτώσει και να τραφεί με σάρκες ή μυαλά –«brrraaains!»). Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζόμπι όταν πια έχουν περάσει στη δράση, είναι το ασταθές κούτσαυλο περπάτημα με τα χέρια προτεταμένα.

Τώρα, από την πληθώρα των ταινιών κυρίως για ζόμπι, απ' την εποχή του White Zombie με τον ανύπαρκτο Μπέλα Λουγκόζι μέχρι τις ταινίες του Ρομέρο και το σήμερα έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη φαινομενολογία των ζόμπι, σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητές τους, το πώς γίνεται κανείς ζόμπι, το πώς μπορείς να σκοτώσεις ζόμπι, το τι θέλουν τελικά τα ζόμπι από μας (αν και συνήθως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ένα ζόμπι σε ποθεί για το μυαλό σου και μόνο) κλπ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο σε σχέση με τις σλανγκικές σημασίες που ακολουθούν.

[i]Το «ζόμπι» ως όρος της αγγλόφωνης αργκό...[/i]

...έχει πραγματικά ένα κάρο σημασίες που εκτείνονται από το κουρασμένος, χλωμός και πτώμα στην κούραση, μέχρι το άβουλος, μονοδιάστατος και άλλα, περιλαμβάνουν και πιο ψαγμενιές όπως το ζόμπι = ο Χριστός, ή το «χύνω κουβάδες στο πρόσωπο της παρτενέρ - και αυτή περιλουσμένη με αυτό το γλοιώδες πράμα ψάχνει στα γκαβά πετσέτα στο δωμάτιο» = to give someone the zombie). Μια λεξικογραφημένη αργκοτική ένννοια του ζόμπι είναι ένα κοκτέιλ από διάφορα είδη ρούμι (ή ρουμιού) λόγω του γκρίζου του χρώματος –σαν τη λιωμένη σάρκα του ζόμπι– ή έτσι τουλάχιστον γράφει η φίλη μου η Μίριαμ. Για περισσότερα το λήμμα στο urban dictionary είναι εδώ. Και οι ελληνικές αργκοτικές χρήσεις του όρου πάντως που ακολουθούν, εν πολλοίς προέρχονται από ή ταυτίζονται με τις αγγλόφωνες.

[i]Ζόμπι της ελληνικής αργκό[/i]

Η λέξη ζόμπι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως περιγραφή μόνιμης κατάστασης ατόμου όσο και παροδικής, και κατά κανόνα αφορά σε συνδυασμό άσχημης εξωτερικής εμφάνισης, βλακείας και αλλόκοτης συμπεριφοράς. Κάποιος, λοιπόν, επισύρει τον χαρακτηρισμό όταν συντρέχουν πολλά από τα παρακάτω, και η διάκριση σε επιμέρους σημασίες και χρήσεις είναι εν πολλοίς σχηματική.

1. Χρήσεις που αποσκοπούν στην περιγραφή κυρίως εξωτερικής εμφάνισης:

  • ο κάτωχρος, ο ψόφιος, ο ταλαιπωρημένος, με ή χωρίς κόκκινα μάτια. Ο είμαι γάμησέ τα από την κούραση και μου φαίνεται,
  • ο άσχημος, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, αυτός που έχει τον ανθρωποδιώκτη λόγω εξωτερικής εμφάνισης, το φρικιό, le freak,
  • το μπάζο,
  • δευτερευόντως μπορεί να αποκληθεί ζόμπι o γκοθάς που έχει παστωθεί με διάφορα βλ.εδώ, αν και το desired effect είναι συνήθως το βαμπίρ.

2. Χρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην περιγραφή μειωμένης/στοιχειώδους νοητικής λειτουργίας

  • ο που έχει μόλις ξυπνήσει, o μειωμένης αντίληψης που έχει το ακαφελόγιστο. Ενδεχομένως και αυτός που δεν έχει κοιμηθεί καλά και αντιμετωπίζει απαλεψές, ο σερίφης,
  • ο αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης εντατικής νοητικής εργασίας,
  • ο (παροδικά) αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης έκθεσης σε τηλεοπτικά ή video game σκουπίδα,
  • o χαζοβιόλης ή ο χαζοχαρούμενος, που λέει πεθαμένα αστεία.
  • o μπετόβλακας, η πανηλίθια.

3. Χρήσεις με φιλοφοσικές / κοινωνιολογικές / ανθρωπολογικές / ψυχολογικές κλπ διαστάσεις

Τα ζόμπι εκδηλώνουν συμπεριφορά, στερούνται όμως έλλογης αγωγής και αυτοβουλίας («agency»): αυτή τους η παραδοξότητα τα έχει καταστήσει χρήσιμα σε «πειράματα σκέψης» της –αναλυτικής– philosophy of mind, στη συζήτηση περί σολιψισμού και αναγωγισμού της συνείδησης (philosophical zombie) κλπ. Κοντινή είναι κάπως από εντελώς άλλη σκοπιά, όμως, και η –γαμιστερή– συζήτηση του Λακάν για το «αυτόματο» –του Αρίστου.

Κυρίως όμως και στις παρυφές της slang τα ζόμπι έχουν χρησιμέψει σε κοινωνιο-κριτικές αλληγορίες καταγγελίας αρχικά της βουλησιοκτόνας μαζικής εργασίας στην τεϋλορική εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής κι έπειτα της μαζικής κατανάλωσης και της αποχαύνωσης από τα ΜΜΕ –μονοδιάστατος άνθρωπος, homo consumens, «λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης» κλπ. Σε ένα θολό αλλά κάργα γοητευτικό συμβολικό πλαίσιο επανοικειοποίησης αυτής της μεταβολής μας σε ζόμπι, γίνονται ανά τον κόσμο zombie parades.

Σχετικές χρήσεις:

  • o άβουλος καταναλωτής, ψηφοφόρος, τηλεθεατής, εργαζόμενος, μαθητής κλπ,
  • ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το ανθρωπάκι,
  • ο κομφορμιστής, ο πατάω επί πτωμάτων.

    4. Άλλες χρήσεις

  • ρατσιστικά, ο διανοητικά καθυστερημένος και σωματικά δύσμορφος, το φρικιό, όπως δηλώσαμε και παραπάνω, ειδικά στον πληθυντικό, όταν οι άνθρωποι αυτοί βρεθούν ομαδικά σε δημόσιο χώρο,

  • ο μεγάλης ηλικίας που εξακολουθεί να έχει παρουσία σε επαγγελματικούς και γενικά δημόσιους χώρους εις βάρος των τελευταίων, κατά το δεινόσαυρος, βρικόλακας κλπ,
  • Είδος ιού υπολογιστών.

[i]Ετυμολογία και προέλευση του όρου[/i]

Ο όρος έλκει την καταγωγή της από τις δοξασίες Voodoo της Αϊτής και λέξεις αφρικανικής καταγωγής που σήμαιναν «φάντασμα».

Η δοξασία περί ζόμπι περιελάμβανε το ότι μπορεί ο μάγος με ξόρκια να «ξυπνήσει» νεκρό και να τον έχει υπό τον έλεγχό του.

Έρευνες που έγιναν πολλές δεκαετίες μετά τις πρώτες αναφορές σε ζόμπι, με ανθρώπους –ζωντανούς– σε κατάσταση «ζόμπι» –δηλαδή, μειωμένης αυτοσυνείδησης και ακραίας υποβολιμότητας– έδειξαν στην κατεύθυνση διάφορων ισχυρών ναρκωτικών, όπως λ.χ. του γνωστού και μη εξαιρετέου ντάτουρα.

Ενδεικτικά....

  1. - Πάνε ρε μαλάκα να την πέσεις, σα ζόμπι είσαι...

- Τι ζόμπι είναι αυτή ρε συ, με φρικάρει και μόνο που με πλησιάζει....

  1. -Εεεε;
    - Καλά ρε μαλάκα, δεν ακούς τι έλεγα τόση ώρα...
    - Δεν έχω κοιμηθεί ρε κι είμαι σα ζόμπι

- Ρε συ ζαλίζομαι, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι....
- Έ, άμα παίζεις αυτές τις μαλακίες όλη την ώρα ζόμπι θα καταντήσεις...

- Είχαν καταντήσει... ζόμπι τον Michael Jackson για τις συναυλίες... (απόδω)

- Μα τι ζόμπι ρε συ αυτός ο Χαρίλαος...
- Απ' τους πλέον εκνευριστικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει....

  1. - Καλά, πήγα για ψώνια κι εγώ με τις εκπτώσεις, δεν την πάλεψα να βλέπω όλ' αυτά τα ζόμπι...
    - Θα πάρω το, θα πάρω το τουφέκι μου....

  2. Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν - δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο (απόδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός «αντρούλα» προσδίδεται στα Σφακιά της Κρήτης στους μεγαλόσωμους και ρωμαλέους άντρας, και συνδηλώνει παλικαροσύνη, λεβεδιά αλλά ενδεχομένως και μια κάποια βραδύτητα και βαρύτητα στη σκέψη και τη δράση - η οποία ακριβώς αντισταθμίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, όταν αυτή τελικά λαμβάνει χώρα.

Είναι θηλυκού γένους, και αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές το μικρό όνομα «αντρούλων» θηλυκοποιείται και μένει έτσι ως παρατσούκλι: Γιάννης - Γιαννουλιά, Αντρέας - Αντρουλιά, Γιώργος - Γιωργουλιά κλπ

Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, δεν ξέρω αν είναι είδος «χαϊδευτικού μεγεθυντικού», που κρατάει από σχετικά απονήρευτες εποχές, στις οποίες η αλλαγή του γένους (ακόμα και) σε θηλυκό συνδήλωνε «όγκο» τρόπον τινά και όχι εκθήλυνση.

Σημειωτέον ότι το πράμα είναι πολύ μπερδεμένο: στην Κρήτη δεν υπήρχαν μεγεθυντικά σε -άρας, -άρα, αλλά σε -άρος με μετάθεση και του τόνου (π.χ. κώλαρος, ντομάταρος και όχι ντοματάρα) ενώ και η αρσενικοποίηση λέξεων με την κατάληξη «-ουλος» χρησιμοποιούνταν στο σχηματισμό ιδιότυπων μεγεθυντικών κατ' ευθείαν από υποκοριστικά σε -ούλι, όπως λ.χ. κάτσουλος = ο μεγάλος γάτος [κατσούλι=το γατάκι], σακούλι - σάκουλος κλπ.

Σκεφτείτε όμως: η σακούλα δεν είναι το μεγάλο σακούλι, το οποίο είναι ο μικρός σάκος; Τώρα, μπορώ να σκεφτώ άλλη μια λέξη που υπάρχει παρεμφερές μεγεθυντικό σε -ούλα, το μεγάλο πεζούλι (το μεγάλο μπεντένι) λέγεται πεζούλα, έτσι ίσως και το παιδί που κάποτε ήταν «αντρούλι» (το οποίο όμως δεν απαντά), δηλαδή, μεγαλόσωμο, παιδί ήδη άντρας, μεγαλώνοντας γίνεται «αντρούλα» (σημειωτέον επίσης ότι στην Κρήτη δε λεγόταν το «άντρακλας»).

- Και μπαίνομε στην αυλή μεσημέρι και θωρούμε το Βαρδή που δεν τον εγνωρίζαμε τότεσάς κι εκοιμούντανε κι εροχάλιζε, μα ίντα θαρρείς, πασπάλους [=κονιορτό] εσήκωνε...
- Τέθοια αντρούλα στο χωριό δεν υπάρχει δεύτερη... - Αυτός λέει ξυπνά, αρμέγει μιαν αίγα και πίνει το γάλα κι ύστερα λέει καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αντλεί την επακριβή σημασία της πάντα από τα λεχθέντα και συμφραζόμενα, πέρα όμως απ' αυτό, και ανεξαρτήτως πλαισίου εκφοράς, κυρίως συνδηλώνει έναν τρόπο του σχετίζεσθαι ανάμεσα στα υποκείμενα που εμπλέκει (εγώ, εσύ).

Εκφέρεται ως εξής «είμαι κι εγώ [παύση] αλλά είσαι κι εσύ... ». Πολύ συχνά εισάγεται με τα «τι να πω;» ή το «καλά...» ή «εντάξει...».

Ο χαρακτηρισμός είναι γραμματικά το κατηγορούμενο που αποσιωπάται ως ευκόλως εννοούμενο, εν προκειμένω ως «δυστυχώς ευκόλως εννοούμενο» και αυτή η παράλειψη, που σημαίνει αβίαστη αλληλοκατανόηση των «εγώ» και «εσύ», είναι που προσδίδει τη δραματικότητα της έκφρασης.

Δεδομένου λοιπόν ότι το αποσιωπηθέν είναι πάντα κάτι το αρνητικό, η έκφραση δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή:

  • να τονίσει τη μετοχή και των δυο στη ζοφερότητα μιας κατάστασης ή ιδιότητας, ακόμα κι αν ο «εσύ» διστάζει να το παραδεχτεί,
  • να επισημάνει/στιγματίσει το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο ένας σέρνει τον άλλο, ο ένας αντανακλά κι επιβεβαιώνει τον άλλο, ωσάν υπό την επίδραση μιας δίνης η οποία έλκει και τους δυο και συνιστά και τη μεταξύ τους ελκτική δύναμη, και της οποίας κομμάτι κι επιβεβαίωση (να η αβίαστη αλληλοκατανόηση) είναι και η συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας η έκφραση λέγεται,
  • να μετριάσει έτσι τη δική του ευθύνη για το παραπάνω, χωρίς όμως ουδόλως να την αποποιηθεί, που γενικά είναι μια τίμια στάση, καθώς και αυτοκριτική ειλικρίνεια δείχνει («είμαι κι εγώ») αλλά και ευθύτητα («είσαι κι εσύ»).

Θα πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί - ακόμα περισσότερο επειδή παρακάτω αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους »συνήθεις παραλειπόμενους« χαρακτηρισμούς - ότι η φράση σε κάθε περίπτωση δείχνει πως για το χρήστη της μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός της κοινής ζοφερής μοίρας, παρά το τι ακριβώς είναι η κοινή μοίρα. Αν και προϊόν έκλαμψης και «ενόρασης» επί της κατάστασης, η σχετική ασάφεια δια της παράλειψης του «τι είμαι εγω» που «απ΄αυτό είσαι κι εσύ» είναι περισσότερο μια δυσοίωνη ομίχλη που σκεπάζει ξαφνικά τη συζήτηση, παρά ένα κεραυνοβόλημα.

Τι είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατό να εξυπονοούνται όταν γίνεται χρήση της φράσης; Πάμπολλοι... ενδεικτικά

- Είμαι κι εγώ (μαλάκας) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (οτινάνας), αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σαβουρογάμης), αλλά είσαι κι εσύ...

Ενίοτε βέβαια ο αποσιωπηθείς χαρακτηρισμός είναι λιγότερο βαρύς, και η φράση δεν έχει όλη αυτή την υπαρξιακή μαυρίλα που με τόση μαεστρία περιέγραψα παραπάνω, αλλά παιγνιώδη, ειρωνική και ψευτο-διεκτραγωδιστική, να το πούμε έτσι, διάθεση,
λ.χ.

- Είμαι κι εγώ ξυσαρχίδας) αλλά είσαι κι εσύ
- Είμαι κι εγώ (κατεστραμμένος) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σουρτούκω) αλλά είσαι κι εσύ...

1.(από εδώ).

Πολύ μελαγχολία, ρε Γιώργη. Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (από τεκνατζούδικη συζήτηση σε φόρουμ)

lalaith: Εγώ γλυκιά μου αναλαμβάνω μόνο αγοράκια 16-18 ετών... Να σου προτείνω καμιά συνάδελφο...

Marema: Αγοράκια 16-18 εε;;; Βοηθό θές;;; :)))))))))

lalaith: Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (βάζω καταχρηστικά κι ένα που δεν αποσιωπεί τίποτα, αλλά έχει πλάκα, από το site se eida και τις αντιδράσεις σε ομοφυλοφιλική αγγελία)

- ειστε τελειως μαλακες τελικα. κομπλεξαρες του κερατα.ομοφοβοι
- η αληθεια ειναι οτι ειμαστε λιγο μαλακες και κουτσομποληδες, αλλα εισαι κι εσυ σπαζοκλαμπανιας ρε παιδι μου, δεκα φορες την εβαλες την πουτσοαγγελια σου (ονομα και πραμα) , ε νισαφ ιζ νισαφ γκανταμιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεΐρι σημαίνει κάνω χάζι, παρακολουθώ κάτι διασκεδαστικό, σπάω πλάκα με κάποιο θέαμα. Με κάνουνε σεΐρι σημαίνει ρεζιλεύομαι, ξεγίβεντίζομαι, γίνομαι θέαμα. Απαντά στην Κρήτη και είναι πολύ εύχρηστο στ' Ανώγεια (που λόγω του ότι ως χωριό είχαν και έχουν πολύ ανεπτυγμένη «δημόσια σφαίρα» έχουν και πολλά πράγματα να κάνουνε σεΐρι).

Τα περισσότερα πρόχειρα on-line κρητικά γλωσσάρια το δίνουν ως «η θέα», δε νομίζω όμως ότι χρησιμοποιούνταν με την έννοια αυτή, του σημείου δηλαδή που έχει καλή εποπτεία ενός τόπου (σχετικές λέξεις: βίγλα, βγοράδα), εκτός κι αν εννοείται η θέα στην πλατεία όπου γίνονται τα σεΐρια, τα δημόσια θεάματα.

Η λέξη, όμως, διαπιστώνω ότι απαντά και σε ρεμπέτικα (βλ. κάτι σχετικό εδώ) αλλά και σ' άλλα μέρη, πχ στ' Απειράθου της Νάξου (όπου όμως είναι τίγκα στους Κρητικούς), αλλά και σε ποντιακά και αλλού.

Προέρχεται από το τούρκικο seyir, που σημαίνει α) κίνηση, πορεία, πρόοδος, μάθημα β) κοιτάζω κάτι προσεκτικά, παρακολουθώ γ) παρακολουθώ κάτι διασκεδαστικό, θεαματικό δ) θέαμα (και ερωτώ με βάση το (α): μήπως το seyir προέρχεται από το ελληνικότατον σειρά;).

Αν και η λέξη είναι πολύ συχνή στην καθομιλουμένη, και μέσα στο Ηράκλειο ακόμα, θα βάλω λαογραφικά/λογοτεχνικά παραδείγματα:

  1. Από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972 - κάποιος Σμυρνιός που έκατσε στην Κρήτη θυμάται:

Κάθουνται λοιπόν οι αφεντάδες πίνουνε και καπνίζουνε μεγάλα πούρα. Μόλις μπη ο Σατανάς μέσ’ στη σάλα σηκώνουνται ούλοι και τόνε προσκυνάνε. Αυτοί κανονίζουνε πού θ’ ανάψη η φωτιά στον Κόσμο. Σήμερα στην Ευρώπη, αύριο στη Μικρασία, μεθαύριο στην Αραβία, τώρα πάλι στην Κύπρο. Όχι ότι το κάνουνε από ανάγκη. Έχουνε παράδες, αλλά είναι ταμαχκιάρηδες ―άπληστοι― θέλουνε κι άλλους. Έπειτα κάνουνε σεΐρι ―σπάνε πλάκα― να βλέπουνε τα παιδιά του κόσμου να σφάζουνται και να μαρτυράνε.

  1. Απ' το «Τραγούδι του Πρόσφυρου»

Χέρια καΐ πόδια κόρδισε κ' έσπασε τσ' αλυσίδες. στο έμπα χίλιους έκοψε 'ς το έβγα δυο χιλιάδες, Κι' ώστε νά στριφογυριστή δεν ηΰρηκε νά κόψη , Κι' ή γι άδερφήν του ή Καλή έκανε το σεΐρι.

  1. Απ' τη ρίμα για το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων

Που το χωριό τσι πόβγαναν και φεύγαν πάρτες - πάρτες
κι απού-ψαχναν δε βρήκανε να πιάσουνε αντάρτες. Τσι παρυφές του Κολετσού, Απάτες και Στεφάνα
εστέκανε τα αντάρτικα σεϊρι και τσι κάνα.

(μετά βέβαια έπαψε το σεΐρι)

  1. Διάφορες μαντινάδες

Από την πόρτα σου περνώ γαυγίζει μου ο Καρτσώνης σεΐρι κάνεις και γελάς και δεν τον-ε μαλώνεις

[Καρτσώνης =συνήθες όνομα για σκύλους με άσπρα τα άκρα των ποδιών = ο καλτσωμένος]

Ο Ψαραντώνης με μεθεί χωρίς να πιω ποτήρι και κάνω κοπελίστικα και γίνομαι σεΐρι

[εδώ το «γίνομαι σεΐρι» αντί του παραδοσιακού «με κάνουνε σεΐρι» προφανώς σχηματίστηκε με παρεπίδραση από το «γίνομαι θέαμα»]

Είμαι άτυχος κι η μοίρα μου κοντά μου δε σιμώνει σεΐρι κάνει από μακριά που με χτυπούνε οι πόνοι.

[μαντινάδα του Ζερβάκη από το δίσκο «στην Εντατική»]

κλπ κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο άκαπνος έχει δυο δόκιμες σημασίες στα νεοελληνικά που έχουν καταγραφεί και στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη:

[i]α) (ειρ., μειωτ.) κάποιος που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.
β) (και μάλλον μεταγενέστερα) κάποιος που δεν καπνίζει (που δεν κάπνισε ποτέ ή που δεν καπνίζει πια) ή που δεν έχει τσιγάρα να καπνίσει.[/i]

Από την πρώτη μεταφορική σημασία έχουν προκύψει πολλές μεταφορικές, που καθιστούν το «άκαπνος» όρο της καθομιλούμενης και της πιάτσας.

Ως γνωστόν, ακόμη και σήμερα, στα θέατρα του «ηλεκτρονικού» πολέμου και κολοκύθια τούμπανα, αν θες να δεις που έγινε μάχη, θα πρέπει να κοιτάξεις κατά τους καπνούς. Ο καπνός, η φωτιά, είναι πάντα κομμάτι των συνεπειών αλλά και της στρατηγικής του πολέμου, και μέρος της «ομίχλης του πολέμου», του αποσυντονισμού και της σύγχυσης που ο αισθητηριακός βομβαρδισμός και ο φόβος γεννούν στους μαχητές.

Αυτό επιτάθηκε αφάνταστα με τη γενίκευση της χρήσης της πυρίτιδας, ειδικά κατά την «κλασική εποχή» (18ος-19ος) των πυροβολικών. Ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα του τύπου της πυρίτιδας που χρησιμοποιούνταν μέχρι εκείνη την εποχή ήταν ότι προκαλούσε ένα σύννεφο μαύρου καπνού, που παρεμπόδιζε την όραση. Μαυρίζοντας, όμως, και βρωμίζοντας τους μαχητές τους προσέδιδε και αδιάψευστα πειστήρια ότι «μπήκαν στη φωτιά» του πολέμου, εξ ου και «μπαρουτοκαπνισμένοι» οι έμπειροι πολεμιστές.

Άκαπνος είναι το αντίθετο του μπαρουτοκαπνισμένου, του μάχιμου. Είναι ο απόλεμος, ακόμα και ο φυγόμαχος. Μεταφορικά, είναι αυτός που δεν έχει εμπειρία από καταστάσεις που απαιτούν αρχίδια και γερά νεύρα, ή έστω μεγάλη ικανότητα χειρισμών υπό πίεση. Επειδή τέτοιες καταστάσεις μπορεί κάποιος να τις αποφεύγει και σκόπιμα, άκαπνος μπορεί να μη σημαίνει απλά άπειρος ή ανέτοιμος, αλλά ενδεχομένως και δειλός, αναξιόπιστος ή λίγος, ή ακόμα και ανθρωπάκι.

Το άκαπνος χρησιμοποιείται και στα σεξουαλικά, προσοχή όμως, δε σημαίνει αυτόν που παθαίνει αφλογιστία, αλλά τον άπειρο, τον πρωτάρη.

(Για αρχή δυο κυριολεκτίζουσες χρήσεις)

  1. Άραγε τι θα λένε στα παιδιά τους μετά από μερικά χρόνια που μπορεί να είναι και αυτά πυροσβέστες; Μάλλον ότι λένε και πολλοί στρατηγοί στη Σχολή Αξιωματικών στους νέους Ανθυποπυραγούς : άκαπνος μπήκα - άκαπνος φεύγω !!! από [εδώ]

  2. «Η επίθεση του πανεπιστημιακού - επιφυλλιδογράφου κ. Χρήστου Γιανναρά στον ιστορικό ηγέτη της αριστεράς και αγωνιστή της δημοκρατίας Λεωνίδα Κύρκο είναι ηθικώς απαράδεκτη όχι μόνο για το ύφος και το περιεχόμενό της, αλλά και για την εξόφθαλμη αναντιστοιχία 'προσώπου και πράγματος', λεγομένων και υποκειμένων! Πράγματι συνιστά ύβρι ο άκαπνος κ. καθηγητής να προσάπτει έλλειψη εθνικής συνείδησης σε κάποιον όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, που τον πατριωτισμό του τον έδειξε με την 'υπογραφή' της ζωής του και όχι κάποιας επιφυλλίδας... [από εδώ]

(άλλες χρήσεις)

  1. Και αυτός ο Παναθηναϊκός τόσα χρόνια άκαπνος….δεν έχει χρόνο για ρίσκο!!!Με αυτήν την νοοτροπία πρέπει να γίνουν και οι μεταγραφές και ο σχεδιασμός της ομάδας για την νέα σεζόν!!!ΚΑΝΕΝΑ ΡΙΣΚΟ!!! [από εδώ]

  2. Και τι είναι δηλαδή, εδώ που τα λέμε; Ένας πανάσχετος, άκαπνος, συγχισμένος γουοναμπί @ [=αναρχικός] είναι. Περισσότερο σύγχυση και μπέρδεμα φέρνει με τις από τον καναπέ αφυψηλού παρεμβάσεις του, παρά καλό κάνει. [από εδώ].

  3. Ο Κώστας Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τον Αντώνη Σαμαρά: - »Ακαπνος που δεν έχει μετάσχει σε κανέναν αγώνα του έθνους«. [από εδώ]

(Και μια δυο χρήσεις που έχω αυτηκοήσει)

  1. ΚΤΕΛατζής σε άλλο ΚΤΕΛατζή

- Μανούσο, θα το πάεις ή ν΄αλλάξομε;
- Άκαπνος μρε θαρρείς είμαι; Ένα καλοκαίρι τό' χα μοναχός το Σφακιανό....

  1. - Άσε ρε, αυτές οι γκόμενες δεν είναι για άκαπνους, θα σε ρουφήξει με τη μουνάρα της... βρες κάτι πιο νορμάλ να μην τραβιέσαι κι εσύ κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη, ρήμα που χρησιμοποιείται με σαφώς προσβλητική πρόθεση ενάντια στο υποκείμενο της ενέργειάς του: αυτός που παραστεκουλίζει, σύμφωνα με το γλωσσάρι του Αντώνη Ξανθινάκη, «στέκεται κοντά σε μέρος με εκλεκτά φαγητά επιζητώντας να του δώσουν μέρος απ' αυτά».

Σήμερα σε Χανιά και Ρέθυμνο η λέξη έχει πάρει ευρύτερη σημασία, και παραστεκουλίζει εκείνος που προσκολλάται σε ανθρώπους, κοινωνικούς χώρους κλπ προκειμένου να επωφεληθεί (χωρίς απαραίτητα να κάνει εκδουλεύσεις, απλά υπενθυμίζοντας την παρουσία του ή κάνοντας κολλητηλίκια). Μολονότι το ρήμα ενέχει το στοιχείο του παρασιτισμού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που παραστεκουλίζει μπορεί να το κάνει και με την ανοχή ή την παθητική ενθάρρυνση των άλλων, γεγονός που σημαίνει ότι σ' όποιο κύκλο θωρείς πολλούς να παραστεκουλίζουνε, ίσια σκατά 'ναι και το κέντρο και η περιφέρεια.

Από το παρα-στέκω + την κατάληξη -ουλίζω, που αδυνατίζει την ισχύ και ευτελίζει τη σημασία του ρήματος (βλ. βήχω-βηχουλίζω κλπ) –αυτόν που παραστεκουλίζει δεν είναι να τον υπολογίζεις και σοβαρά για συν-παρά-σταση.

Το ρήμα έχει κι άλλες, παρεμφερείς στο βάθος, σημασίες, όπως κωλυσιεργώ ή διστάζω να προσεγγίσω, να συμμετάσχω σε κάτι, να κάνω αισθητή την παρουσία μου κλπ. Αυτός που παραστεκουλίζει στερείται τόσο ικανοτήτων, όσο και παρρησίας, οπότε γενικά είναι ο διστακτικός σε σημείο παρεξηγήσεως (αυτός που μάλλον κάτι επιζητεί με τη δράση-αδράνεια, παρουσία-απουσία του).

Σπανιότερα το ρήμα δεν έχει τόσο αρνητική έννοια, και σημαίνει τη διακριτική παρουσία, που δεν ενοχλεί ή παρασιτεί, αλλά και που δεν έχει και ουσία.

— Δε μου λέεις μρε Σπύρο, τη Μπάσα Σάστα ποιος την έφερε για συναυλία;
— Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, ο Στελής ο τρακτεράς...
— Ίντα λέει, αντιδήμαρχος πολιτισμού ο Στελής ίντα πολιτισμό μωρέ κατέει το έχνος... — Πολιτισμό; Ε, κακομοίρη, αυτός επαραστεκούλιζε στο γραφείο του Γιαννομαρκάκη εδά και δέκα χρόνια, και τον έβαλε στο ψηφοδέλτιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ενδεχομένως τυποποιημένη μορφή του ρήματος μπερδεύομαι με ειδικές συνδηλώσεις. Το αδόκιμο της έκφρασης έγκειται στην προστακτική, η οποία ζητά από τον ακροατή να μη μπερδευτεί, ωσάν το μπέρδεμα να ήταν κάτι που κανείς μπορεί να υποστεί ή να αποφύγει ηθελημένα («λέω να μη μπερδευτώ σήμερα»). Αυτό το μη μπερδεύεσαι δεν σημαίνει εδώ φυσικά «μην αναμιχθείς» (το οποίο λέγεται «μη μπερδευτείς / μπλεχτείς», με αυτή την προστακτική της στιγμής, μιας και το μπλέξιμο είναι κάτι που γίνεται ακαριαία κι άντε μετά να ξεμπλέξεις). Και σ' ένα στοιχειώδες και μόνο επίπεδο σημαίνει «μην επιτρέψεις να σου προκαλέσουν σύγχυση» (οι περιστάσεις, οι άλλοι κλπ). Δεν είναι όμως καθόλου το ίδιο με το μη μπερδευτείς (αν και είναι κοντά στο πιο παλιό συγκεντρώσου!).

Νοηματικά αυτή η προστακτική ενεστώτα, που πολύ συχνά συντάσσεται με γενική προσωπική, του πατροναρίσματος θα έλεγα (βλ. λχ. μη μου εκνευρίζεσαι, μη μου χαίρεσαι κλπ) δεν είναι μια απλή σύσταση για αυξημένη προσοχή, αλλά ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο ο ένας βγαίνει από πάνω, καθώς βοηθά / παρηγορεί / συμβουλεύει κλπ τον άλλο (όπως τα εγώ θα σου πω, άκου με και μένα τη γριά πουτάνα και τα παρόμοια).

Έτσι, μη μπερδεύεσαι κυρίως σημαίνει: «Η πραγματικότητα είναι απλή και τις βασικές της συντεταγμένες μόλις στις εξήγησα, απλοποιώντας περαιτέρω προκειμένου και απλοϊκά άτομα σαν και σένα να τις συλλάβουν. Μην εμπιστευτείς, λοιπόν, τον εαυτό σου, αλλά εμένα και τις συμβουλές μου για να τη βγάλεις καθαρή, και να με ευγνωμονείς που το έκανα όλο αυτό για σένα».

Σε μια σύνθετη κοινωνία, βέβαια, που η συμβουλή εμπιστοσύνης γίνεται όλο και περισσότερο αγαθό εν ανεπαρκεία (μέσα στην υπερπληθώρα συμβούλων), στην οποία όλοι /-ες ψάχνουν το «κέντρο» και το «focus» τους, και που το πατρονάρισμα –γλωσσικό ή έμπρακτο– κανέναν δεν προσβάλλει ιδιαίτερα, αν αυτός το έχει ανάγκη, το «μη μπερδεύεσαι» γίνεται συνήθως ευμενώς δεκτό. Ώστε με τη γενίκευση της χρήσης της γραμματικής μορφής, αυτή δεν αντηχεί πλέον αρνητικά αλλά, για τον πολύ κόσμο, στα πλαίσια του κοινωνιογλωσσικού αυτοματισμού υπό συνθήκες ελεγχόμενου πανικού, ως δείγμα αυτοπεποίθησης και γνώσης του ομιλούντος –ακόμα κι αν αυτός είναι ο Λιακό.

  1. Νεκρική σιωπη η σχεση μας. Όχι μη μπερδεύεσαι, δεν ειχαμε ποτε σχεση. Ειχαμε κατι που οι αλλοι δε θα καταλαβουν ποτε [...] τελειωσαμε.τελειωσαμε αγαπη γιατι οι δυο μαζι ειμαστε ονειρο.ονειρο χωρις πραξη.

(Ερωτικό πατρονάρισμα σε blog, η ανορθογραφία του πρωτότυπου).

  1. Τι γλυκο πουτανακι που εχω εγω....Ακομα και οταν λειπω με σκεφτεσαι...;Κοιταξε να δεις επειδη εγω σε γαμαω δεν σημαινει οτι οποιος σε γαμαει ειμαι εγω.Δεν ειμαι κτητικος γτ ξερω οτι παντα γυρνας σε εμενα.Μη μπερδευεσαι.

(Σεξουαλικό πατρονάρισμα από φόρουμ, η ανορθογραφία του πρωτότυπου).

  1. Μη μπερδευεσαι, το οτι βαζω ενα κειμενο εδω δεν σημαινει οτι συμφωνω πληρως με αυτο, αν παρατηρησεις τα κειμενα που διαλεγω θα καταλαβετε οτι το βαζω ως προβληματισμο.

(εδώ η φράση έχει λειτουργία disclaimer αλλά στοιχεία πατροναρίσματος είναι και πάλι ανιχνεύσιμα).

  1. Οχι ρε παιδι μου !! Ειναι γκολφ κλασσ. Το σουπερμπ ειναι πασσατ. Μη μπερδευεσαι. μη συγκρίνεις φαμπια με οκταβια. Καμια σχεση. Ειχαμε και φαμπια... Οπως και το μαζντα 3 σε σχεση με το 6. Γη και ουρανος.

(από φόρουμ σχετικά με αυτοκίνητα, κάποιος μπερδεύτηκε κι έμπλεξε για την ορθογραφία τα είπαμε).

  1. Στο σημειο αυτό σου θυμιζω οτι οπου, λεμε οπου, υπηρξε καποια επαρκεια με καθοριστικη τη συμβολη εξεχουσων προσωπικοτητων, δε συνιστα «μεσσιανισμο», μη μπερδευεσαι.

(συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά, από εδώ, στοιχεία πατροναρίσματος είναι και πάλι ανιχνεύσιμα, ορθογραφία μια απ' τα ίδια).

Κάπου μετά 0.45 (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη τριπλέτα ιδιοτήτων είναι ο καταπιεσμένος πόθος πολλών ετεροφυλόφυλων, μη πρεζάκηδων αριστερών και αναρχικών, οι οποίοι, στα νεανικά και παραγωγικά τους χρόνια, χτίζουν την κοινωνική τους υπόσταση και υπόληψη (και αναπαραγωγή, βεβαίως) πατώντας, -όπως γενικά η αριστερά / αναρχία στην Ελλάδα- σε δυο βάρκες: από τη μια στην προοδευτική αριστεροσύνη και από την άλλη στις παραδοσιακές αξίες και τα συστήματα «τιμής και ντροπής» που λένε και οι ανθρωπολόγοι.

Έτσι, ο μέσος άρρην αριστερός και αναρχικός ήταν και εν πολλοίς παραμένει μάτσο -αν και δηλώνει μη ομοφοβικός, δεν γουστάρει την ξεφτίλα της πρέζας και για ιδεολογικούς λόγους (που πολλές φορές είναι κεκαλυμμένη ατολμία, βεβαίως) και όλ΄αυτά συνδέονται και με το ότι (θέλει να) θεωρεί εαυτόν και να τον θεωρούν αδιασάλευτα μάχιμο στα μετερίζια των κοινωνικών αγώνων και βαθιά καταρτισμένο θεωρητικά. Άλλωστε η επίσημη αριστερή ηθική ήθελε τους κομμουνιστές πιο «ηθικούς» και αξιακά πατροπαράδοτους κι απ΄τους δεξιούς ακόμα σε πολλά, και «ιδιωτικά», θα τα λέγαμε σήμερα, θέματα.

Το σχετικό, καταστατικό υπαρκτικά, ηθικό άγχος του Έλληνα αριστερού, σε πολλές περιπτώσεις ατονεί με την πάροδο των χρόνων, ακόμα και αν ή ειδικά αν έχει επέλθει η κινηματική καταξίωση. «Αριστερό παρελθόν = δεξιό παρόν» λένε πολλοί και, αν και η συνέπεια στις στάσεις και τις ιδέες μέχρι το γήρας αξιολογείται θετικά, ο ηλικιωμένος αριστερός που συντηρητικοποιείται, απολαμβάνει και ενός σχετικού ακαταλόγιστου.

Το ακαταλόγιστο αυτό σε υπερβολική μορφή δοκιμάζεται από την τριπλή jouissance του λήμματος: μετά από μια ηλικία ή μετά από ένα βαθμό εγνωσμένης προσφοράς δεν έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τα ψωμιά σου τα 'χεις φάει, κι ό,τι απαγορευμένο κι αν δοκιμάσεις ή πεις, λογικά θα αντιμετωπιστεί με αμηχανία, αλλά και επιείκεια και γενικά ζμπούτσας.

Παρατηρήσατε ότι γίνεται η παραδοχή ότι η δεξιά έχει κι αυτή τη γοητεία και ηδονή της (πρβλ: ΔΑΠΑΡΑ, ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΤΣΕΓΚΕΒΑΡΑ).

[κλασικοί νεανικοί προβληματισμοί / διάλογοι αριστεροαναρχοπαίδων]

  1. - Τι λέει ρε αυτός ο Ντεμπόρ, τι γράφει ο άθρωπας, πώς την είχε δει έτσι;
    - Τι διαβάζεις;
    - Τον Πανηγυρικό...
    - Α ναι, του πότε είναι αυτό;
    - 1989 λέει...
    - Ε, καλά, κι εγώ μετά τα 60 δικέ μου πούστης, πρεζάκιας και δεξιός θα γίνω... (για την ακρίβεια όταν έγραψε τον Πανηγυρικό ήταν 58 - 59 και κατά δήλωση του ισόβια αλκοολικός)...

  2. - Τί' ν' αυτά που λέει ρε συ ο παππούς σου;
    - Τι ρε μαλάκα, έχει κάνει φυλακές, εξορία ο δικός σου, μην τον βλέπεις έτσι...
    - Ε, τώρα καρατζεφερίζει, φουλ όμως...
    - Ε, καλά, μ΄αυτά που τράβηξε, κι εγώ στην ηλικία του θα το γύρναγα ανοιχτά, πούστης, πρεζάκιας και δεξιός φίλε, να ρεφάρω...

Η ορίτζιναλ βερσιόν (από Khan, 21/12/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified