Παλαιάς κοπής φράση. Ως επιφώνημα σημαίνει «τρέλα!» ενώ ως επιθετικός προσδιορισμός, σημαίνει «τρελός/ή/ό», με την έμφαση να πέφτει στην άγνοια κινδύνου - στα όρια του απονενοημένου διαβήματος - που συνοδεύει μια ανορθολογική, παράτολμη, και γενικά φεύγα και γεια σου πράξη.
Προέρχεται από το «άλμα/πήδημα του θανάτου», το γνωστό νούμερο του τσίρκου, το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό με την ιταλική του ονομασία, λόγω των ιταλικών καταβολών του τσίρκου ως θεάματος.

Το να κάνεις το άλμα στο κενό ή στην άλλη πλευρά (αυτή του παραλόγου) ως συνώνυμο της τρέλας ανακλάται φυσικά και στο κλασικότατο σαλτάρω.

Η φράση χρησιμοποιείται και σχεδόν κυριολεκτικά στην ειδησεογραφία σε σχέση με αυτόχειρες, και παίζουν και άπειρα λογοπαίγνια-σεφερλισμοί λόγω «πηδήματος».

- Πάω να της μιλήσω...Λίλιαν είπαμε;
- Σάλτο μορτάλε φίλε...
- Λες δηλαδή να πηδήξουμε
- μμμμ....

ΚΑΙ σαλταρισμένος ΚΑΙ σαλτάρει (από Galadriel, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...ή «σα να έφαγε σκατά μικρός και τού 'μεινε», εννοείται, η μιζερομίζερη γκριμάτσα αηδίας, ξινίλας, έως και ξινίχλας. Ο συνοφρυωμένος πρωκτός; Το δυσκοίλιο βλέμμα; You get the αηδία...

Αναφέρεται σε όσους, από αβυσσαλέο σνομπισμό, αχαλίνωτα κόμπλεξ και τη δική μας μεγαλοψυχία-μεγαλομαλακία που τους το επιτρέπουμε, έχουν αναρριχηθεί και ταυτόχρονα καταβαραθρωθεί ψυχολογικά στον απόπατο κοινωνικής υποχονδρίας όπου όσα θυμίζουν λαό, ελευθερία και γενικό συμφέρον σε αηδιάζουν.

Ίουουου, αχ καλέ [ομοφοβικός ο συγγραφέας εδώ], κοινωνία!

Ειλικρινής ερώτηση: Μήπως είναι αμερικλανιά;

- Πώς είναι έτσι αυτός ο Σταύρος Θεοδωράκης. Σα να μύρισε μικρός σκατά στο στόμα του Πρετέντερη και τού 'μείνε.
- Μην τον αδικείς, το μάχεται, είναι φανερό.
- αχαχαχα!
- αχαχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... ή σβώλι. Το χοντρό παιδάκι, ο μικρός μπούλης, που είναι και λιγάκι αργό στη σκέψη, όχι απαραίτητα, όμως, και κινητικά νωθρό.

Μπορεί να είναι, δηλαδή, και ζωηρό παιδάκι, σπανίως, όμως, με την καλή, κυρίως με την κακή έννοια: παρορμητικό, υπερκινητικό, κακότροπο, το οποίο κουτουρντίζει εύκολα. Σαν, με άλλα λόγια, λόγω του σβολο-σφαιρικού του σχήματος, να σου δίνει την εντύπωση ότι κατρακυλάει συνεχώς από δω κι απο κει και προκαλεί αναστάτωση.

Το έχω ακούσει στα Μεσόγεια, αλλά μπορεί να μην έχει να κάνει.

- Ο μικρός του παπά τι λέει;
- Σβόλι από τα λίγα. Έρχεται και κλέβει παγωτά στην ψύχρα και άμα του πεις και τίποτα κλαίει και σε βρίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη που απαντά στον ελληνικό προφορικό λόγο με τη μεγαλύτερη συχνότητα είναι η λέξη μαλάκας και τα παράγωγά του. Το slang.gr έχουν κοσμήσει πλήθος σλανγκιστές με εκτενή λημματογραφία σχετικά με τον όρο, ενώ υπάρχουν και καλές καταγραφές ρέοντος λόγου που φανερώνουν ότι η πληθωριστική χρήση του είναι χαρακτηριστική speech acts με κύρια λειτουργία την πλήρη απίσχνανση του νοήματος, κι ενδεχομένως έπειτα την αναστολή της περαιτέρω γλωσσικής συνδιαλλαγής είτε με την την ανάληψη μη γλωσσικής δράσης είτε με την πλήρη διακοπή της διαντίδρασης.

Λ.χ. δες της ironick το

[I]- Ασταδγιάλα ρε μαλάκα [...]! Μαλάκα, ε μαλάκα!
- Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
- Εσένα είπα μαλάκα!
- Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...[/I]

και το του γράφοντος

[I]- Ε, είσαι μαλάκας
- Όχι, εσύ είσαι μαλάκας...
- Εσύ είσαι μαλάκας
- Ε, είσαι μαλάκας.....[/I]
(λούπα).

Τα παραπάνω απ' το θεμελιακό λήμμα Συ Μαλάκας)

Υπάρχει κάτι περισσότερο να ειπωθεί σχετικά με το μαλάκα; Και για να το πούμε αλλιώς: υπάρχει κάτι που μπορείς να πεις μετά το μαλάκα; Ασφαλώς ένα σωρό ύβρεις: ωστόσο, τι κάνει το «μαλάκα» τόσο εμβληματικό, κεντρομόλο, οριακό (βλ. και το «μα με είπε μαλάκα!»). Ώστε να μπορούμε να υποστηρίξουμε ίσως χωρίς να ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι τι ακριβώς εννοούμε και με μια δόση τσάμπα μεταμοντερνιάς ότι μετά το «μαλάκα» δεν υπάρχει τίποτα, δλδ. «μετά το μαλάκα, όλα τ΄άλλα είναι μαλακίες»;

Δε θα επεκταθούμε. Θα σημειώσουμε μόνο ότι παρά την τεράστια παρουσία του μαλάκα στον προφορικό λόγο, η ίδια η λέξη δεν έχει έντονη χρήση στα ενδεικτικά για τη δημοφιλία ενός όρου παιδικά αλλά όχι μόνο στιχουργήματα υβριστικών ανταπαντήσεων που έχουν επιμελώς καταγραφεί στα λήμματα: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις, και Αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος... Αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος.

Μόνο δύο περιπτώσεις ξέρω εγώ, τα:

- Μαλάκα!
- σε γαμώ και σπάω πλάκα... (Δείτε σωποδήποτε το μήδι)

και

- μαλάκα!
- πάρ' τον πούτσο μου και γλάκα! (από Χανιά αυτό).

Ξέρετε εσείς άλλα;

- Μαλάκα, άμ' ανεβώ απάνω...
- Ποιανού το λέει;
- Εσένα το λέει...
- Σε γαμώ και σπάω πλάκα!

(είπαμε, δείτε το βίντεο, γι΄αυτό το γράψαμε το σεντόνι, μην κρυβόμαστε).

(από Khan, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται με διάφορες παραλλαγές προειδοποιητικά και αφορά κυρίως τους διαφόρων ειδών λεβεντομαλάκες, όσους δλδ. έχουν αρχίσει από καιρό να ξεφτιλίζονται, να χάνουν τη μπάλα, ή που τις λαμογιές τους τους έχουν πάρει χαμπάρι και οι πέτρες, αυτοί ωστόσο, διατηρούν τη λεβεντιά τους και προχωρούν ακάθεκτοι, κάνοντας το λεβέντη. Πράγματι, η λεβεντιά είναι μεθυστική. Όταν κάποιος, ωστόσο, είναι τόσο λεβέντης και τόσο στον κόσμο του, η κατακραυγή μπορεί όντως να πάρει διαστάσεις βροχής από ροχάλες, και η ανταμοιβή του καλλιτέχνη να έρθει σε τάλιρα.

  1. Σύντροφοι δεν βρέχει. Μας φτύνουν!
    (από πασοκτζήδικο blog, πριν την ανάκαμψη)

  2. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που οφείλει να θέτει κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό είναι το «βρέχει ή μας φτύνουν;».
    Από δημοσιογραφικό blog

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος υπενθύμισης προς άρρενες ότι ο σκεμπές δεν κρύβεται όσο και να ζώνει κανείς ψηλά το παντελόνι (βερμούδα, μαγιώ [!] κλπ) πάνω από τον αφαλό ... και ότι γενικά ότι δεν είναι και πολύ κολακευτικό να ζώνεται κανείς μέχρι τα πλευρά.
Πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδεκτό να ζώνεται κανείς έτσι τρόπο ζωσίματος σε περασμένες δεκαετίες όταν και ο σκεμπές ήταν πιο αποδεκτός και προσέδιδε γοητεία.

Ωραία η βερμουδίτσα Αντώνη, αλλά σε σφίγγει λίγο στις μασχάλες...

όπως βλέπετε, μπορεί να γίνει και με φυσεκλίκια (από xalikoutis, 22/08/08)Οβελίξ (από allivegp, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από τη διασκευή του Σαββόπουλου στο «Perfect Day» του Lou Reed (από το δίσκο του τελευταίου Transformer).

Σε αυτόν τον εκτρωματικό θούριο της -πρόωρης ή όχι, δεν έχει σημασία- αρσενικής εμμηνόπαυσης του νιόνιου -που καθόλου μα καθόλου δεν τον αγαπάμε όλοι κι ας τον λιβανίζει το σύμπαν- διεκτραγωδείται όλη η συναισθηματική πανούκλα και ρούχλα της μονογαμίας, από την οποία βέβαια μπορεί κατά καιρούς κανείς να μην μένει απρόσβλητος, αλλά δε θα το τραγουδάμε κιόλα...

Αν και στιχουργικά ο Σαββόπουλος είναι τόσο πιστός και τόσο ταλαντούχος στη μετάφραση όσο και το systran (πρβ. το πρωτότυπο εδώ) έχω την εντύπωση ότι ο Λούης ο διαβασμένος έχει κάποια ειρωνεία στους στίχους... Αλλά τέλος πάντων, μπορεί και να 'ναι αυθεντικά το υπέρτατο ίσως, αλλά τουλάχιστον ακομπλεξάριστα (και γι' αυτό μη παιζόμενο εκεί), τραγούδι ναμαγαπάδικου.

Ευτυχώς ο Πανούσης το διασκεύασε ως «Πρέζα όμορφη» και μας επέστρεψε στις παλιές καλές μέρες των Velvet.

Το «πρέζα όμορφη» μπορεί να ακουστεί και σκέτο ως σχόλιο για πρεζάκι σε φάση απόλυτης ντάγκλας ευρισκόμενο σε σωματικές πόζες-πρόκληση για την ανθρώπινη ισορροπία.

Κυρίως όμως ακολουθεί τη φράση «σινεμά και σπιτάκι μετά» ως φωναχτό ρεφραίν-σχόλιο για την μονογαμία που τρώει τα σωθικά του εθισμένου -τώρα πια χωρίς να βγαίνει κι απ' το σπίτι, βλ. δωδ και σπιτάκι και πριν και μετά. Πρόκειται για φράση-κόλαφο για τους κατά συρροή προδότες της μπύρας και της μπαρότσαρκας, τους εκπρόσωπους του δωσιλογισμού, του γουτσισμού και του παρά φύση χουχουλιασματισμού.

Στίχοι της διασκευής του Σαββόπουλου

Μέρα όμορφη

Μέρα όμορφη το πάρκο γυρίσαμε,
Όσο φέγγει, ας πιούμε μια σαγκριγιά

Μέρα όμορφη τις πάπιες ταΐσαμε,
Σινεμά
και σπιτάκι μετά

Μα τι μέρα όμορφη!
Χάρηκα που ήσουν εδώ.
Αχ, μέρα πανέμορφη,
με βοηθάς να κρατηθώ

Μέρα όμορφη το πρόβλημα κρύφτηκε
και μόνοι εμείς
κυριακάτικοι εκδρομείς.

Μέρα όμορφη μαζί σου ξεχάστηκα
κι αισθανόμουν αλλιώς
υγιής και καλός.

Θα κοιμηθείς
έτσι όπως έπεσες.

παράδειγμα

- Πάμε ρε μαλάκα για κάνα μπυράκι;
- Μπαααα
- Τι «μπαααα»;
- Θα πάω σινεμά...
- Με την Αργυρώ;
- Ναι...
- Σινεμά και σπιτάκι μετά;
- Ειρωνεύεσαι;
- Όχι όχι, είσαι καλά;... Ω ΝΑΙ, ΠΡΕΖΑ ΟΜΟΡΦΗ, ΤΙΣ ΠΑΠΙΕΣ ΤΑΪΣΑΜΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified