Πρόκειται για φράση ειπωμένη από χανιώλα ομολογουμένως νάρα που αυτηκόησα, summer '08.

Η φράση είναι μια ειλικρινής παραδοχή ότι «αφού πάω με το ροκοφλόκο και του δίνω κάτι -και τι κάτι!- να ασχολείται, να μη βγάλω κι εγώ το κατιτίς μου... Με τα 3 του θα μείνω;».

Λέγεται μόνο από συνειδητοποιημένα ξέκωλα, διαθέτοντα εξοπλισμό ρυμούλκησης πλοίων πιστοποιημένο με ISO και HAACP, τα οποία δεν πέφτουν με κοπλιμέντα.

- Κοίτα Χρυσούλα, εγώ με τον Ευγένιο τά 'χω λύσει αυτά τα... Τρία μου δίνει, έξι του παίρνω. Και είμαστε κι οι δυο ευχαριστημένοι....
- Καλά κάνεις εσύ.... Εγώ, δεν ξέρεις πόσο μετανιώνω που του Κωνσταντίνου του είπα κι ευχαριστώ για το smart... σιγά το δώρο, αυτά είναι αυτονόητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;

Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.

- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...

- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανάρχαια η λέξη που απαντά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Ο ηλεκΤριανταφυλλίδης λέει:

τρόχαλος ο [tróxalos]: (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά. [αρχ. επίθ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός].

Τρόχαλος στην Κρήτη ήταν κυρίως ο σωρός από μεγάλες πέτρες, τις οποίες οι αγρότες μαζεύαν σε ένα σημείο του χωραφιού όταν το «ξεπετρίζανε» για να μπορεί να οργωθεί πιο εύκολα. Σπανιότερα ως τρόχαλος αναφερόταν η πρόχειρα κατασκευασμένη ξερολιθιά (η οποία ως λέξη δεν απαντούσε στην Κρήτη). Η πιο κοινή μεταφορική χρήση είναι στην περιγραφή ετοιμόρροπων κτισμάτων συντριμμιών - που για τα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια ήταν βέβαια σχεδόν κυριολεξία.

[I] Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.[/I] (από ρίμα για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου)

Όπως έχω γράψει στο περίπου και στο λήμμα πετραδίζεις;, η ενασχόληση με τις πέτρες (με τις απελέκητες, μη οικοδομικές πέτρες) εθεωρούνταν στην ύπαιθρο μια από τις πλέον βαριές, απαξιωμένες, στα όρια του νοήματος ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως φαίνεται και στο μύθο του Σισύφου, η μάχη του ανθρώπου με την πέτρα είναι συνώνυμη της ματαιοπονίας. Η πέτρα είναι η πιο αρχετυπική συμπύκνωση της δύναμης της φύσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη νησιωτική και ορεινή. Αν η πέτρα είναι το ανώφελο, ο τρόχαλος είναι σε απόλυτο βαθμό συνώνυμο της απαξίας, της μηδαμινής χρησιμότητας. Είναι ένας σωρός από άχρηστες πέτρες.

[I]Καλλιά τροχάλους να χαλώ, καλλιά να σκάφτω λάκκους καλλιά δαιμόνους να θωρώ παρά χωροφυλάκους[/I].
(μαντιναδάρα).

Στην Κρήτη η λέξη είναι αυτό που θα λέγαμε κούργιαλο-σλανγκ. Απαντά στις φράσεις «εγινήκαμε τρόχαλος» που σημαίνει:

α) ότι μπλεχτήκαμε σε καυγά, σε μεγάλο μανικουλέ β) ότι έγινε παρτούζα γ) ότι εξετσιλακωθήκαμενε, ότι εγινήκαμε τάπα τση μεθιάς δ) ότι παρεκτράπημεν καθ΄οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Απαντά και η φράση «έκαμα-τα τρόχαλο» που σημαίνει τα έκανα πουτάνα, με όλες τις πιθανές έννοιες.

Στα Χανιά, στα Νεώρια, υπάρχει το ομώνυμο μαςπηρανειδησόμπαρο, τελευταίας υποστάθμης σταθμός για τη βραδυνή σας έξοδο, το οποίο ουκ ολίγες φορές έχει προσφέρει προς τα ξημερώματα αξέχαστα θεάματα στους λατέρνατιβ θαμώνες των μπαρ της Σαρπηδώνος.

  1. - Ιντά 'ναι μρε τα χάλια σας, τρόχαλος εγενίκετε...
    - Νικολιό, μρε Νικολιό, κατσ΄α΄πιούμε μπράμα μρε....

  2. - Αν έρθει η Σόνια και φέρει και κείνηνα τη γκαυλιάρα τη Φένια απού σε γουστάρει θα γενούμε τρόχαλος, μόνο α δεν έχεις δουλειά κάτσε σου λέω...

  3. - Και μπαίνει μέσα μέσα στο μαγαζί στσι καναπέδες και την-ε θωρεί με τον άλλο, βάνει ομπρός ένα σκαμπό και έκαμε τα τρόχαλο μα ίντα να σου λέω...
    - Σα δεν την-ε σκότωσε λέω ΄γώ έτσα τροζός που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:

1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;

και αυτές που σου λένε:

2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;

Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:

μπούμερανγκ, ουδέτερο· - βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.

Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.

Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.

Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.

Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.

- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...

σπάνια φωτό τρομαχτικού τσιμπούμερανγκ, δημοσιεύεται με άδεια από australia heritage foundation, διακρίνονται και μερικά αχνιστά φλόκια (από xalikoutis, 22/01/09)Ένα από τα νησία Spratley στην Ινδοκίνα. "Spratley Islands" τσιμπουμεραγκικώς αναγραμματίζεται ως "Lady\'s lips, astern" (από Vrastaman, 23/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή-ανταπάντηση προς όσους παραπονιούνται για το φόρτο εργασίας στη δουλειά τους.

Εννοείται ότι αυτό το παράπονο είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα και πέρα από κοινό, είναι νορμάλ, είναι οκ, είναι νομιμοποιημένο, κατανοητό και συγγνωστό να παραπονιέται κανείς για το ότι η δουλειά από την οποία ζει έχει δουλειά.

Στην Ελλάδα η εργασία (πρώτα η χειρωνακτική, μετά κάθε εργασία ως εργασία) απαξιώθηκαν - δείτε προς εμφύλιο μεριά γιατί και ποιες αξίες ηττήθηκαν...). Ως γνωστόν στο σύγχρονο Ελλάντα είσαι μαλάκας αν δουλεύεις και δεν τρως από τα έτοιμα ή/και από τον κόπο του άλλου. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που οι Έλληνες μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην ΕΕ και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο θλιβερό. Τα δυο αυτά – απαξίωση εργασίας / διαχρονικά μαζική παραγωγή κουτοπόνηρων ταξικά ασυνείδητων σκλάβων - σίγουρα συνδέονται, ακόμα κι αν ισχύει ο Νόμος του Πάρκινσον.

Από την άλλη υπάρχουν και αυτοί που τα ξύνουν, κυρίως όσοι έχουν σχετικά καλές θέσεις στο δημόσιο φορέβα, οι οποίοι προκειμένου να μην καταλάβει κανείς ότι η δουλειά τους είναι το μάλλον ή ήττον ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές και για να αποσοβήσουν κάθε προσπάθεια άρσης αυτού του καθεστώτος, παραπονιούνται διαρκώς. Τα πρωτεία σε αυτήν την ψυχοκοινωνική στρατηγική (ε)αυτοπροστασίας έχουν μεν οι μονιμάτζες του δημοσίου αλλά πολύ κλάψα πέφτει και στα παραδοσιακώς κατοχυρωμένα ελεύθερα επαγγέλματα - εδώ ακόμα και εργοδότες παραπονιούνται. Μολονότι, λοιπόν, πολλοί βρίσκουν την εργασία τους απάλευτη, και ορθώς , εκσεσημασμένη μίρλα παρατηρείται στις περιπτώσεις εκείνους που την έχουν σχετικώς ή απολύτως καλύτερα - ή έστω εκεί γίνεται προκλητικό. Άλλωστε, το να παραπονιέσαι – όπως και το να προσβάλλεσαι ή απλά το να θυμάσαι – είναι ένα δικαιώμα, το οποίο – όπως όλα τα δικαιώματα – το απολαμβάνουν μειοψηφίες.

Για όποιον, λοιπόν, παραπονιέται για την εργασία του υπάρχει πάντα η οικοδομή. Γιατί, όμως, η οικοδομή ειδικά; Η οικοδομή ήταν και είναι ένας κλάδος εργασίας βαρύς, σκληρός και άτεγκτος, αλλά και ένας κλάδος στον οποίο υπήρχαν μεροκάματα για όποιον έψαχνε, ειδικά σε περιόδους μαζικής ανοικοδόμησης – που γενικά η Ελλάδα έχει περάσει κάμποσες. Επιπλέον, η αναπαράσταση του κλάδου ως δεξαμενής ευκαιριακής και γενικά διαθέσιμης εργασίας έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι μετεμφυαλικά και μετά από αγώνες, για να εργαστείς στην οικοδομή δεν ήταν απαραίτητο το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων (έτσι οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν σε αιχμή των αγώνων της δεκαετίας του ’60). Τα ευκαιριακά μεροκάματα μαθητών, φοιτητών και εσωτερικών μεταναστών του χθες τα κάνουν οι μετανάστες του σήμερα (τα πάγια μεροκάματα σε περιόδους κρίσης είναι καβατζωμένα από τους ντόπιους). Αλλά για τους φύσει ή θέσει ανειδίκευτους, αν υπάρχει κάτι, η οικοδομή υπάρχει (και οι ελιές). Οπότε να το γιαπί, να και το πήδημα.

(Αντώνης - εκπαιδευτικός) - Δεν τα αντέχω τα μαλακισμένα, έχουν έρθει εξαγριωμένοι από το Πάσχα, τους μύρισε και καλοκαίρι, δεν την παλεύω ρε συ, κουράστηκα...
(Παναγιώτης - υπάλληλος στα everest) - Υπάρχει κι η οικοδομή Αντώνη μου...

(Κώστας - security σε πανεπιστημιακή σχολή) - Δεν είναι αυτό το τηλέφωνο του Γυμναστηρίου, μα τι σας έχει πιάσει και παίρνετε όλοι εδώ πέρα πρωινιάτικα...
- (Κώστας - φοιτητής ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών) - Μήπως ξέρετε το τηλεφ...
- Όχι ρε φίλε, δεν το ξέρω, να πάρεις στο τηλεφωνικό κέντρο να στο πούνε, την καταδίκη μου μέσα... - Νταξ ρε φίλε, υπάρχει κι η οικοδομή...

Ἐργαλεῖα γιὰ νὰ τὰ ξύνῃς. Ὑπάρχουν καὶ μεγαλύτερα (από aias.ath, 26/12/09)(από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο αμπελοφιλοσοφική (ή ραντομ σάιενς) παρά σλανγκική φράση, η οποία όμως χρησιμοποιείται κατά κανόνα μετά από ορυμαγδό σαχλαμάρας ως επιχείρημα - σύνοψη - κατακλείδα της όλης συζήτησης. Και τι κατάληξη για μια συζήτηση! Να μπορείς να προσδιορίσεις το σύνολο της ανθρωπότητας με βάση 2 και μόνο κατηγορίες...τέτοια εποπτεία!...

Αν ψάξετε τα λόγια μεγάλων ανδρών ή αλλιώς quotes, θα δείτε ότι σχεδόν κάθε μεγάλος άνδρας χώρισε τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Τη δόξα των μεγάλων ανδρών έχουν ζηλέψει χιλιάδες ακάματοι εργάτες της εξυπνάδας και του ό,τι νά 'ναι...

- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που τους δίνεις την ευκαιρία και την αρπάζουν από τα μαλλιά , κι αυτοί που τους δίνεις ευκαιρίες και....
- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων και αυτοί που δε λένε τέτοιες μαλακίες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για τον πούστη, ή μάλλον για αυτόν για τον οποίο υποψιαζόμαστε ότι μπορεί και να το πνίγει το λαγουδάκι (κλπ). Είναι πιο διακριτική και ιδιότροπη ειδικά τώρα που φράσεις όπως το πνίγω το λαγουδάκι έχουν γίνει πασίγνωστες.

- Ρε συ, αυτός ο Χαράλαμπος πρέπει να 'χει γαμήσει τη μισή Αθήνα, είναι ο κερατάς πολύ στην τρίχα... και τον κοιτάνε οι γκόμενες σα μπακλαβά...
- Μπααααα...
- Τι μπαααα;
- Ύποπτος μου φαίνεται... την κουνάει την αχλάδα...
- Τι λες;
- Ναι σου λέω...

(από xalikoutis, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνουν ιδιαιτέρως συχνά στην Κρήτη αυτό το μπλακχουμοράκι με αντικείμενο την κατά περιπτώσεις κατάντια των βαποριών που μπαίνουν στα δρομολόγια προς Πειραιά.

Φαλκονέρα ως γνωστόν είναι:

«Aκατοίκητη νησίδα (βραχονησίδα) του Νοτίου Αιγαίου, στο Μυρτώο Πέλαγος, και που απέχει 42 μίλια ΒΔ. από το Ακρωτήριο Μαλέας και 25 μίλια ΔΒΔ. από τη Νήσο Μήλο. Βρίσκεται ακριβώς επί των διεθνών θαλάσσιων γραμμών Μαλέα–Σμύρνης και Πειραιά–Χανίων, εξ αυτού και θεωρείται λίαν σημαντική στη Ναυσιπλοΐα αλλά και αρκετά επικίνδυνη ιδίως για τα ιστιοφόρα «εν γαλήνη και άπνοια» λόγω των παρ΄ αυτής ισχυρών ρευμάτων. Στην ανατολική άκρα της νησίδας που ονομάζεται «Παναγιά των ρευμάτων» φέρεται φάρος αυτόματος φωτοβολίας 23 μιλίων. Το 1941 το φάρο αυτό ανατίναξαν οι Γερμανοί όπου και ακολούθησαν πολλά ναυάγια. Μετά την απελευθέρωση ο φάρος επισκευάσθηκε και αποκαταστάθηκε η λειτουργία του. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας σημειώθηκε το πολύνεκρο ναυάγιο του Πορθμείου Ηράκλειον όπου χάθηκαν 273 ψυχές».

Τα παραπάνω από Βικούλα.

Όπως καταλαβαίνετε, παίζουν πολλές παραλογές όπως falconera sea lines, falconera cruises, F/B Falconera, Falconera Dolphin, Falconera Express, HighSpeed Falconera καθώς και η ναυτιλιακή κοινοπραξία Falconera - Skylopnichtis Maritime.

- Με συγχωρείτε, ποιο πλοίο είναι για σήμερα;
- Το Αρκάδι
...
- Falconera express μάγκες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται προφανώς από το φάρμακο (το δηλητήριο, το προϊόν μαγείας, μαγγανείας) + λειτουργιά = το πρόσφορο.

  1. Έτσι άκουσα να λένε στου Καρπενήschh κάτι που είναι πολύ ακριβό για την αξία του. Χρησιμοποιείται με αυτό το νόημα φαντάζομαι με επίδραση από το φαρμακείο με το νόημα του ακριβού. Δεν ξέρω από πότε και γιατί κάτι ακριβό λέγεται φαρμακείο, ο ορισμός που υπάρχει στο παρόν site είναι στοιχειώδης, και ο Σαραντάκος λέει εδώ ότι λέγεται έτσι επειδή τα φαρμακεία πουλούσαν ακριβά πράγματα.

  2. Γουγλίζοντας το βρίσκω σε δυο-τρία σημεία του αχανούς ίντερνετς, και φαίνεται να σημαίνει τον αυθάδη, αντιδραστικό, ή ιδιότροπο άνθρωπο. Αλλά αν το προσέξετε, θα δείτε ότι ενυπάρχει στη σημασία του έστω λιγουλάκι κάτι το αμφίσημο, δηλαδή, ευλογία και μαγγανεία. Γιατί η ικανότητα για αντίδραση και το θάρρος είναι κάτι καλό, που καταλήγει κακό.

  3. Χρησιμοποιείται, όμως, και για να δηλώσει καθαρά και ξάστερα τον φαρμακερό άνθρωπο, τον φαρμακόγλωσσο και κακοπροαίρετο.

  1. - Άι, να πας στου Lidl, ο Μπακουκείνος φαρμακολειτουργιά είν'.

  2. Στα διαλείμματα οι δάσκαλοι, έβαζαν επιμελητές τους καλούς μαθητές, που εξόν από ρουφιανάκια προδότες ,παπαγάλοι , ήτανε και χοντροί γιατί δεν έπαιζαν με τά άλλα παιδιά. Ενώ εμένα δε με έβαζαν καθόλου που ήμουνα και καλή μαθήτρια και λιανή. Γιατί πρώτον δέν ήθελα αφού δε μου άρεσε η κλεισούρα, δεύτερον γιατί εκτός από «φαρμακολειτουργιά» ,«στριμμένο άντερο» ήμουνα και «πνεύμα αντιλογίας», και τρίτον, γιατί ήθελα να βάζουνε επιμελητή το Φωτάκη, το γιό του άλλου δάσκαλου που τον είχα μανία γενικώς.

απόεδώ , μια αυτοβιογραφική αφήγηση από Πρέβεζα.

  1. Την τρίτη μέρα πήγε η μητέρα τους στη βρύση κι οι άλλες νοικοκυρές κρυφογελούσαν.
    ― Που είναι η Φωτεινούλα; ρώτησε πονηρά μια φαρμακολειτουργιά.
    ― Είναι στη θεια της σήμερα…
    ― Στη θεια της; Κι ο κόσμος έβγαλε πως πάει ταξίδι… τάχα ν’ αρρεβωνιαστεί!...
    ― Όσα λέει ο κόσμος!...

από εδώ, από το πεζογράφημα «Ο Τέταρτος Άντρας», του Γ.Αθανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified