Παρεΐστικο ερωτικό παιχνίδι, ιδιαίτερα προσφιλές μεταξύ εφήβων.

Στην τυπική μορφή του παιχνιδιού, η παρέα στήνεται κυκλικά γύρω από ένα μπουκάλι, το οποίο περιστρέφουν ένας ένας με τη σειρά. Αυτός ή αυτή που παίζει, οφείλει να φιλήσει όποιον ή όποια θα δείχνει το μπουκάλι αφού σταματήσει να περιστρέφεται.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες η μπουκάλα μπορεί να παίζεται και λιγότερο αθώα. Για σκληροπυρηνικές παρέες.

  1. Η χαλάρωση και το ποτό έδωσαν τη θέση τους σε ιδέες παιδικές. Κάποιος έριξε την ιδέα να αναβιώσουν τα παιχνίδια των εφηβικών πάρτι και όλοι συμφώνησαν. «Να παίξουμε μπουκάλα», αυτή ήταν η επαναστατική ιδέα που έπεσε και όλη η παρέα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και σε κραυγές επιδοκιμασίας.

Πρώτο ζευγάρι που «κλήρωσε» η μπουκάλα ήταν ο Αχιλλέας και η Νίκη. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν εκείνη τη μέρα. Η Νίκη σηκώθηκε με θάρρος και αποφασισμένη να φιλήσει τον Αχιλλέα. Τον βουτάει και κυριολεκτικά έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του [...] (από ιστολόγιο)

  1. Προτιμώ τελικά να τους θυμάμαι όπως ήταν τότε.
    Μικρά σκανδαλιάρικα τομάρια που μέσα στον πανικό που δίνουν τα νιάτα για ζωή αναστατώναμε το σύμπαν γύρω μας απλά και μόνο για να παίξουμε μπουκάλα. (από φόρουμ)

  2. Τα κορίτσια ήταν πολύ κουλ και ακομπλεξάριστα. Τότε σηκώνεται πάνω ο Δημήτρης και ρίχνει την μεγάλη βόμβα της βραδιάς:
    - Παιδιά έχω μια ιδέα. Τι λέτε να παίξουμε μπουκάλα;
    Σκάσαμε στα γέλια.
    - Σιγά μη παίξουμε και τυφλόμυγα, πετάχτηκα εγώ.
    - Δεν κατάλαβες, Σωτήρη. Αντί να φιλιόμαστε θα γαμιόμαστε.
    Μαχαίρι το γέλιο.

(από φόρουμ κι' αυτό)

H Sara Jessica Parker παίζει μπουκάλα και της λαχαίνει η Alanis Morissette (από Khan, 13/08/09)και μετά αρχίσαμε άλλες μπουκάλες... (από BuBis, 18/08/09)Στο 5:47 (απορώ πώς γίνεται να το ξεχάσατε!) (από mafie, 23/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι σε θέση να λύνει προβλήματα κάθε είδους, και συνήθως τόσο εξωφρενικά, που κάθε άλλος θα παρέλυε από το σοκ ή την αμηχανία μπροστά τους, ο εξαιρετικά ψύχραιμος και αποτελεσματικός. Λέγεται και μίστερ γουλφ ή απλά γουλφ (όχι απαραίτητα σχετικό με τον ημεδαπό χρήστη).

Απο τον ήδη κλασικό ομώνυμο χαρακτήρα του «Παλπ Φίξιον» του Ταραντίνο, παιγμένο απο τον θεό Χάρβεϊ Καϊτέλ.

– Τί έγινε ρε μαλάκα στο εξοχικό σου προχθές; Κάνατε τη μάζωξη που λέγατε;
– Αμέ. Και είχαμε και ντράβαλα.
– Γιατί;
– Είχαμε ρε παιδί μου και καλά το σπίτι δικό μας για πουσουκού, έτσι; Έ, σκάμε Παρασκευή μεσημεράκι, και μέχρι το βραδάκι το είχαμε κάνει μπάχαλο: στα δωμάτια να πηδιούνται αβέρτα, στο σαλόνι άλλοι να σκάνε μπάφους και άλλοι να σνιφάρουν, καί οι δύο τουαλέτες πιασμένες απο αναίσθητους τελειωμένους που είχαν κλειδώσει κι' από πάνω οι γκιόζηδες, ο καθρέφτης θρύμματα απο τους μαλάκες που παίζανε μακριά γαϊδούρα στο χόλ, και γενικά γάμησέ τα κατάσταση σε λέω...
– Τί έγινε ρε μαλάκα; Όλοι τόσο φορτωμένοι ήσασταν;
– Ρε της πουτάνας σε λέω. Και τέλος πάντων, εκεί που παρανοούμε ωραία και καλά –μουσική στη διαπασών στο μεταξύ– πώς κι' άκουσα ρε μαλάκα το τηλέφωνο, ένας θεός ξέρει.
– Τί τηλέφωνο; Ποιος ήταν;
– Οι δικοί μου μαλάκα... Πήραν να πούν ότι θα ερχόντουσαν σε μισή ώρα. – Όχι ρε πούστη!
Γάμησέ τα...
– Και τί έκανες;...
– Ε τί να κάνω; Έπρεπε να τους ξενερώσω όλους το γρηγορότερο. Στο τσακ-μπαμ κλείνω μουσική, δίνω σύρμα και στο αδέρφι, και τους αρχίζουμε όλους στις σφαλιάρες. Μέσα σε δέκα λεπτά τους έχουμε τραβήξει όλους στην παραλία, μαζί και στάφ και ξύδια κι' όλα. Σ' άλλα είκοσι λεπτά έχουμε συμμαζέψει κακήν-κακώς ό,τι προλάβαμε. Αλλά κυριλέ, και τζιτζί να τό 'χαμε το σπίτι πιο ύποπτο θά 'τανε. Εντάξει, κι' οι δικοί δεν ήρθανε νταν σε μισή, οπότε πήραμε και μιά ανάσα.
– Κι' αυτοί στις τουαλέτες;
– Τους πετούσα κουβάδες με νερό απ' το παράθυρο...
– Ο καθρέφτης;
– Το παίξαμε τσακωμένοι με τον καρντάση. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.
– Κι' αυτοί στα δωμάτια;
– Ε καλά ρε, αυτοί συνέχισαν στην παραλία απτόητοι...
– Καλά, μαλάκα, είσαι και πολύ γούλφ όμως ρε πούστη!
– Δε βαριέσαι, όλα μια συνήθεια είναι...

The real thing (από vikar, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος. Ετυμολογείται φυσικά από το αγγλικό gay.

Ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς ο τύπος κλίνεται κατά το μπέης, δίνει και μία μάλλον πρωτότυπη εικόνα για τους ομοφυλόφιλους, μία έννοια αρχοντιάς και περηφάνιας, μάλιστα βαθύτατα ελληνικής (όπως καθετί που επιβιώνει από τουρκοκρατίας, όπως η πολίτικη κουζίνα, η ροπή προς το ραχάτι και λοιπά -ας μην επεκταθούμε). Ένας γκέης λοιπόν δύσκολα είναι σούργελο: μπορεί να την τρίζει την όπισθεν, αλλά την βάτα δεν την καίει.

Παρόλα αυτά, κόντρα στο παραδεδομένο γλωσσικό αίσθημα, η λέξη χρησιμοποιείται όσο υποτιμητικά μπορεί να την εννοεί ο ομιλητής κάθε φορά.

  1. - Όσοι άντρες δεν έχουν γίνει γκέηδες, κάνουν σαν υστερικές γκόμενες.
    - Μα ΕΙΝΑΙ υστερικές γκόμενες. [...] Τουλάχιστον οι γκέηδες έχουνε βρει διέξοδο κι εκτόνωση με το να γίνουνε οι ίδιοι υποκατάστατο της μαμάς τους. (από ιστολόγιο)

  2. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο θέμα θίγεται στο σινεμά, απλά έχω την εντύπωση ότι επειδή για το Brokeback έγινε ντόρος [...], ξεπετάχτηκε ο καθένας και άρχισε τη σταυροφορία εναντίον των «γκέηδων». (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. Κοίτα φάτσες γκέηδων στο Βερολίνο... Αξίζει κανείς από αυτούς να του ρίξεις δεύτερη ματιά; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. - Πολύ καλό γκομενάκι αυτός ο ξανθούλης. Κρίμα που είναι άτριχος και γκέης....
    - [...] Καλά το γκέης, το άτριχος γιατί είναι πρόβλημα; Τους θες τριχωτούς; (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που παράγει επίθετο από όνομα, -ειδής, -ίστικος. Χρησιμοποιείται τυπικά (α) όταν δέν υπάρχει δόκιμος τύπος επίθετου (συνήθως για να σχηματίσει επίθετα από ξένα ονόματα), (β) υποτιμητικά (όπου μπορεί χάριν ρίμας να συνοδεύεται και από το ειρωνικό ολέ).

  1. Ίσα-ίσα, τα μούλτιπλεξ εκ φύσεως αντέχουν οικονομικά πολύ περισσότερο να προσφέρουν ταινίες «κουλτουρέ», «σινεφίλ» και μή «πιασάρικες», ταινίες δηλαδή που η προβολή τους είναι σίγουρα ζημιογόνα. Γιατί έχοντας πολλές αίθουσες και τη δυνατότητα να προβάλλουν ταυτόχρονα (κάθε βδομάδα) π.χ. τουλάχιστο μια ντουζίνα ταινίες, έχουν αρκετά μπλοκμπάστερ ώστε να κερδοφορούν από εκεί, και να αντισταθμίζουν τη χασούρα από τις κουλτουρέ ταινίες. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Παλιομοδίτικα σώβρακα παππουδέ. (από ιστολόγιο)

  3. Ξέρει κανένας αν και πού μπορώ να κατεβάσω το Bridge To Heaven, αυτο το «οπερέ στάιλ»; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. Ε όχι και να μας τη βγεις μετά τη χωριατέ-ολέ συμπεριφορά σου ρε κολλητέ. Πάρ' το αλλιώς και έλα να τα πούμε όπως πρέπει, όχι σα θείτσες ή μυξιάρικα. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος ή κάποια που στήνει συστηματικά σε ραντεβού ή σε ανειλημμένες υποχρεώσεις.

  1. Στησιματίας κι εγώ! Ευτυχώς το στήσιμό μου είναι στάνταρ του τετάρτου και όχι μισάωρου, ώρας κ.λ.π. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Αυτή εδώ είναι η στησιματίας σίστερ που υποτίθεται θα έκανε με συνέχεια τη στήλη των τηλεοπτικών;... (από διαδικτυακό φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.

Γλωσσολογία του φραπέ

Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».

(από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους (μονοσύλλαβο).

Το επίθημα υπάρχει βέβαια ανεξάρτητα από την αργκό στα ελληνικά, στις αργκό χρήσεις του όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικό, και χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά ή μάγκικα, ή και για να εξελληνίσει αδόκιμους ξενικούς τύπους.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Βλ. επίσης γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση και ταλιμπάν: και τα λοιπά.

  1. Πατρίς - Θρησκεία - Σχιζοφρένεια είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο θα κινηθεί με τα καινούργια του τραγούδια, «τα μπαλέτα, τα προζάτα ξεβρακώματα, τις ψηφιακές προβολές και ταλιμπάν και ταλιμπάν»... (από τη σελίδα του Τζίμη Πανούση)

  2. κτλπ κτλπ κτλπ. (η συντομογραφία σημαίνει «και ταλιμπάν και ταλιμπάν και ταλιμπάν...») (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγούδι που είναι γραμμένο σε ελάσσονα κλίμακα και βασίζεται στις συγχορδίες των βαθμίδων μικρής έκτης, μικρής έβδομης και τονικής (♭6-♭7-1). Στην ειδική περίπτωση της λα ελάσσονας, οι αντίστοιχες βαθμίδες είναι η φα, η σολ και η λα, εξού και η ονομασία.

Ο όρος χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, αλλά κυρίως υποτιμητικά, φέροντας και τις συνδηλώσεις του τύπου σούπα, μια και, πράγματι, η συγκεκριμένη αρμονική κίνηση στοιχειώνει πλέον σε εξωφρενικά μεγάλο ποσοστό το τυπικό ρεπερτόριο ενός ναμαγαπάδικου.

Τυπικά παραδείγματα είναι το «All along the watchtower» (γνωστό και ως «Ο παλιάτσος κι' ο ληστής»), το «Λιωμένο παγωτό» και ένα σωρό άλλα.

- Φίλε, έγραψα τραγουδάρα για τη Λούλα.
- Ποιά Λούλα ρε; Τη σερβιτόρα;
- Ναί ρε, θα το παίξουμε στο μαγαζί, θα λιώσει η πουτανίτσα, που μου τσινάει δύο μήνες τώρα.
- Καλό;
- Μιλάμε, η ε π ι τ ο μ ή της ροκ μπαλάντας.
- Έλα ρε...
- Χωρίς πλάκα. Άκου-άκου πως πάει... Λοιπόν: «Τώρα που πέφτει ο ήλιος χαμηλάαααα / κι' είσαι μακριάαααα, κι' είσαι μακριάαααα / σκέφτομαι πως θ' ανέβει το φεγγάρι πιό ψηλάαααα / και θα σε νιώθω πιό κοντάαααα, ω πόσο πιόοοοο κοντάααα... // Λούουουουουλαααααα... Λούλα...»
- ...
- Γαμάτο ε;...
- Ρε κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει...
- Τι λέ ρε μαλάκα, τίποτα δε θυμίζει, τί λες τώρα.
- Τι συγχορδίες παίζεις;
- Ε να, το σκέφτομαι σε ντο ματζόρε, ρε ματζόρε, μι μινόρε.
- Σούπερ. Άλλη μια φασολάδα. Και μετά μου λες γιατί σε κλάν' η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified