Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παύω κάτι πρόωρα, πριν ολοκληρωθεί. Συνώνυμα: σκοτώνω

  1. Τό 'πνιξε πάλι το φανάρι ο ταρίφας...

  2. Αφού λοιπόν στέκομαι μπροστά του όπως με γέννησε η μανούλα μου, τι μου ζητάει; «Πιάσε με το χέρι σου το πέος σου και σήκωσέ το.» [...] Ο άθλιος βλαξ μου ζητούσε να σηκώσω το πουλί μου για να δει τι έχω από κάτω. Μου ήρθε να του πω: Καλά κυρ αστυνόμε δεν την έχω δα και τόσο μεγάλη. Αλλά το έπνιξα αμέσως ευθύς, για να μην έχουμε άλλα τράβαλα. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί με γλώσσα. Συνώνυμα: γλωσσόφιλο. Βλέπε και τριπλογλώσσι.

  1. Μην έχεις στο μυαλό σου γαλλικά φιλιά με γλώσσες-μέδουσες. Το 61% των γυναικών προτιμούν ένα φιλί μικρό και γλυκό. «Φίλησέ την απαλά γύρω από το στόμα, το πρόσωπο, το λαιμό και τα αφτιά της» προτείνει η Jennifer Worick, συγγραφέας του «Worst Case Scenario Survival Handbook: Dating and Sex». (απο το διαδίκτυο)

  2. Αν εξαιρεθούν τα «γαλλικά φιλιά» μεταξύ ερωτικών συντρόφων, στη Γαλλία ο χαιρετισμός και ο αποχαιρετισμός συνοδεύονται από τον ελάχιστο αριθμό φιλιών -ένα- ή από τον μέγιστο -δηλαδή τέσσερα. Τώρα, πότε δίνεται το ένα και πότε τα τέσσερα αποτελεί ένα αίνιγμα που μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατό να βρει τη λύση του. (απο το διαδίκτυο)

Περι της του ενλόγω προέλευσης... (Του Κωστή Τζωρτζακάκη) (από vikar, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκιμαστική ηχογράφηση που προορίζεται για ιδία χρήση ή για προώθηση.

Τα «Μωρά» είχαν ηχογραφήσει σ' ένα ντέμο πριν διαλυθούν ένα τραγούδι με τίτλο «Αδρεναλίνη». Όταν διαλύθηκαν, ο Παυλίδης το πήρε, άλλαξε τους στίχους (κράτησε μόνο το γενικό νόημα), κράτησε ένα-δυο ριφάκια από το αρχικό και έκανε την «Αδρεναλίνη» που γνωρίζουμε σήμερα. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική αργκό. Η τακτική του να στήνεσαι κοντά στην αντίπαλη εστία εκτός φάσης περιμένοντας πάσα, ώστε, ελλείψει αντίπαλων αμυντικών, να βάλεις εύκολο γκολ.

Αυτό φυσικά, στο κανονικό ποδόσφαιρο, οδηγεί συνήθως σε οφσάιτ, οπότε και αποφεύγεται. Στις σχολικές αυλές και στις αλάνες ωστόσο τέτοιες παραβάσεις είναι ψιλά γράμματα.

Ρηματικός τύπος: στήνω περίπτερο

- Γκόοοοοοοοοοοοοοολ!...
- ...
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Εντάξει ρε Μάκη, περίπτερο ξέρω κι' εγώ.
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Θα σκάσεις;!
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.

- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασιάτης.

- Ήρθε για ένα εξάμηνο μια σχιστομάτα με Εράσμους φίλε, και έχω πάθει πλάκα.
- Θα της την πέσεις;
- Να της την πέσω, αλλά...
- Αλλά τι;
- Άμα κολλήσω μετά και φύγει και δεν ξεκολλάω;
- Ε εντάξει μωρέ. Χαρακίρι.

Ακόμη: κιτρινιάρης, μουνομάτης, τζαπόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified