Ο κώλος ή το μουνί.
Κοίτα ένα σκατό που βγαίνει από το τούνελ της.
Υγράνθηκε το τούνελ σου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.
- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.
Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοντός.
Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.
-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.
Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος λέει κάτι προσβλητικό για τον άλλο και ο άλλος δεν μπορεί να πει τίποτα.
- Έχωσα μια τάπα στον Πάνο... Πήγε σπίτι του και άρχισε να κλαίει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δες και τζούρα κλαμπ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαλακία.
Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified