Στο Ναυτικό, σε ναυτιλιακή, στο δημόσιο, όταν έχεις βάρδια.

Για να τονίσει την κατάσταση (πχ. ΣΚ μέσα κλπ.) χρησιμοποιείται και σαν Βαρδής Βαρδινογιάννης, Βαρδακαστάνης, Βαρδάρης κλπ.

  1. - Αύριο είσαι έξω;
    - Όχι είμαι Βαρδής, μαλακία.

  2. Με έχωσε πάλι το γίδι, Βαρδής Βαρδινογιάννης το ΣΚ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.

Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).

Συντμ. αλάρας

  1. Κοίτα τον αλαραμάνη που σκάει με το φεραρικό.

  2. Συνομιλία μεταξύ ελληνοαμερικάνου και ντόπιου:
    – Φακ γιου malaka.
    – Άντε ρε αλάρα, έμαθες και ελληνικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτό που τα σκάει γρήγορα και άγρια.

Βλ. τεκίλα, σαμπούκα-καλούα, βότκα-γιαγκερμάιστερ, τζακ-ντραμπούι κτλ.

- Τι να πιώ να γίνω ρε μαλάκα;

- Ρε, πάρε βοτκα-γιαγκερμάϊστερ, κάνει μια χημική ένωση που δεν τη μεταβολίζει ο οργανισμός και τα σκάει.

- Ποτό με αρχίδια δηλαδή ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη όταν οι παλιοί δε μας άφηναν να ξαπλώνουμε με τις αρβύλες στο κρεβάτι για να μην πιάνουνε κοριούς τα κρεβάτια από το βερνίκι.

Ειδικό βάρος δίνεται στον τονισμό του 'κορέους' για να δώσει μάγκικη χροιά (δηλ. κορρρρέεεεουςς).

- Ρε Σιλήρη, κατέβασε τις μπότες από το κρεβάτι, θέλεις να πιάσουμε κορέους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μιλάς τόσο πολύ στο τηλέφωνο, που είναι πια σαν να έχεις το ακουστικό για σκουλαρίκι.

Φυσικά κολλάει πιο πολύ στις γυναίκες, οι οποίες ξεχνάνε τα το κλείσουνε.

- Aααντε ρε Άννα κλείσ’ το πια, σκουλαρίκι το έχεις κάνει το ρημάδι.

- Καλά αυτός είναι Σκολαρίκος (βλ. Συγγραφέας), άμα το πιάσει το τηλέφωνο δεν το αφήνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση σε συνομιλία με επιχειρηματολογία (συνήθως του κώλου) μεταξύ δυο ανθρώπων που φαινομενικά συμφωνούν αλλά τελικά διαφωνούν.

Με αυτό τον τρόπο συντηρείται μια κουβέντα η οποία θα είχε τελειώσει προ πολλού.

- Αφού σου λέω, ότι ο Παναθηναϊκός έχει ευνοηθεί σε αμέτρητα ματς. Γι' αυτό θα πάρει το πρωτάθλημα.
- Ναι ρε, δε διαφωνώ αλλά ο Ολυμπιακός αν δεν είχε τόσες απουσίες θα ήταν μπροστά.
- Μα αφού δεν παίζει μπάλα ρε συ. Όλοι το βλέπουν αυτό.
- Ρε δε διαφωνώ, αλλά έχει κάνει τόσες γκέλες στο Καραΐσκάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για μια γκόμενα που θα κάνει τα πάντα για να πηδηχτεί.

Συνήθως είναι χοντρή, άσχημη και αγάμητη.

  1. - Κοίτα αυτή την πατσαβούρα πώς σε κόβει, εκεί στο μπαρ.
    - Αυτή είναι πέσε πούτσα να σε φάω ρε, δε βλέπετε;

  2. - Μήπως πάμε να το γαμήσουμε το πουρό, κοίτα πώς χαλβαδιάζει.
    - Ναι, πέσε πούτσα να σε φάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό κρατίδιο που κατοικούν μόνο μαλάκες και μαλακιστήρια.

Βρίσκεται νότια του Σταρχιδιστάν αλλά μεταφέρεται ανά περίσταση.

Τόπος καταγωγής του μαλάκα με πατέντα

- Ρε αυτή η Γιάννα όλο μαλακίες λέει. Άκου να υπάρχουν διπλοί χρήστες σε σάιτ;; Που ακούστηκε;
- Αφού είναι από το Μαλακιστάν ρε, τι περιμένεις;
- Μήπως να της πω να τις κόψει τις μαλακίες ρε; Δεν την αντέχω...
- Πέσζηστο ρε, μην κολλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι έχει αργήσει χαρακτηριστικά να γίνει και τώρα δεν είναι επίκαιρο.

Είναι και ανάλογο του κάθομαι πάνω στο παγωτό, με την έννοια του: τώωωρα, κάτσε στο παγωτό (πιες τα εσύ τώρα).

Στο παράδειγμα από κάτω παραδίδω την original καταγωγή της έκφρασης.

  1. (Σε μπαράκι καλοκαιρινό που κλείνει 01.00 το πρωί)

00.30 (στη γκαρσόνα):
- Θα μας φέρεις από μια βότκα-γκέιγκα να γουστάρουμε;

01.10 (η γκαρσόνα έρχεται)
- Το ποτά σας, 18 ευρώ
- Ε, πιες τα εσύ τώρα...
(και τα χύνεις στα βυζιά της και φεύγεις)

  1. - Ρε μαλάκα Τεο, μην παραγγέλνεις άλλο, ποιος θα τα φάει;
    - Σώπα ρε, θα τα τσαλακώσουμε...
    (Σερβιτόρος):
    - Παιδιά είναι πολλά, δεν θα τα φάτε...
    ...
    (προς τον σερβιτόρο, φέρνοντας τα τελευταία):
    - Πιες τα εσύ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για έναν παλιοχαρακτήρα, κομπλεξικό, το λίγο μαλάκα αλλα κατα τ'αλλα καλό παιδί σε ήπιο τόνο για να μην παρεξηγηθεί.

Από την ταινία που μεγάλωσε την γένια μου, από τη δοξασμένη δεκαετία των έϊτις το «Βασικά καλησπέρα σας!».

Κούλα μ' ακούς, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος...

(από notheitis, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified