Ώς εναλλακτικό του γαμάω.
- Τι έγινε με την Ελπίδα χτες ρε; Έβαλες;
- Αρχίδια....
Got a better definition? Add it!
Μπήκε στη ζωή μας απο το Πάμε Στοίχημα όπου λέγεται για ένα παρολί που κατά την άποψη κάποιου αλογομούρη (τώρα πλέον παίζει στοίχημα, τα άλογα είναι πασέ) έχει τεράστιες πιθανότητες να κερδίσει.
Σήμερα, χρησιμοποιείται για να επισημάνει ότι μια κατάστα είναι πολύ καλή, τόσο που δεν πρέπει να την χάσεις. Γιατί όχι και μία γκόμενα πολύ καλή;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση για να δηλώσει ότι αυτά που ειπώθηκαν ήταν αρλούμπες ή και ανακριβή. Περιέχει και μια δόση ειρωνείας προς αυτόν που έκανε τη δήλωση.
Έχει ειπωθεί και σε γερμανιστί «άρεν, μάρεν, κουκουνάρεν».
Άμεσα παράγωγα είναι τα εξής:
κουκουνάρια, κουκουνάρεν, κουκουβάουνες (για μεγαλύτερη έμφαση) ή και πολύ απλά κούκου (για να δηλώσει μια άρνηση).
- Άκουσα οτι ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Ρονάλντο.
- Άρες, μάρες, κουκουνάρες.
- Ο Γιάννης θα πάρει Porsche, το έμαθες;
- Χαχαχαχα, κουκουβάουνεν ρε, αυτός δεν έχει δεκάρα!
- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψήνακης;
- Κούκου, έχω διάβασμα.
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι μια κατάσταση ή πρόταση είναι εντελώς ακατανόητη.
Σε περιπτώσεις που κάποιος δε μιλάει σωστά μια ξένη γλώσσα, κάποιος μπορεί να παρομοιάσει τα Αγγλικά του (π.χ.) με τα Αραμαϊκά.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με συνδυασμό άλλων γλωσσών για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση (π.χ. Ελληνοαραμαϊκά, Γαλλοαραμαϊκά)
- Τελικά ο Κώστας θα έρθει το βράδυ;
- Του μίλησα και μου έλεγε κάτι Αραμαϊκά ότι έχει να πάει κάπου και καλά σε μια δουλειά.
(Σε κατάστημα με πουκάμισα στο Λονδίνο)
- This good for me.
- Τα μιλάς άπταιστα τα Αραμαϊκά ρε πούστη...
(Αργοπορημένος Έλληνας φοιτητής μπαίνοντας στην αίθουσα)
- Sorry sir, Ι lost the bus
- Πάλι Ελληνοαραμαϊκά του το 'πε ο μαλάκας.
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).
Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.
Σχετικά: βαράω διάλυση, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, είμαι χώμα, ζόμπι, κομμένος, ντεντ μιτ, ράκος, σακάτης
Got a better definition? Add it!
Η κίνηση του μποντιμπιλντερά όταν βγάζει την κάλτσα t-shirt για πρώτη φορά στην παραλία το καλοκαίρι.
Είναι τόση η περηφάνια που τον διακατέχει για το γεγονός ότι παραδίδει πλέον στο κοινό αυτό το πετρόχτιστο σώμα λες και είναι η κοιμωμένη του Χαλεπά.
Εννοείται ότι λίγο πριν έχει χτυπήσει μια γρήγορη εντατική άσκηση στήθος - δικέφαλα για τέλειο εφέ.
- Κοίτα τον τυρόπιτα τον Γιάννη πώς βγάζει το φανελάκι...
- Έχει αποκαλυπτήρια σήμερα ρε φίλε. Όλο το χειμώνα έλιωσε στο γυμναστήριο γι' αυτή τη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Συνηθίζεται για να οριοθετήσει την εκκίνηση μίας μάλλον επίπονης και μακράς προσπάθειας όπως χάσιμο βάρους, κόψιμο του τσιγάρου κλπ.
Στατιστικά, εννέα στις δέκα φορές αυτή η προσπάθεια είναι κουβάς.
- Ρε μαλάκα τι χοντρολίπαρος που είσαι, δεν κάνεις καμία δίαιτα;
- Από Δευτέρα...
Got a better definition? Add it!
Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου χρησιμοποιείται εκτενώς για να θολώσει τα νερά στους τυχόν αδιάκριτους ακροατές μιας κουβέντας μεταξύ δυο ατόμων.
Αντί ο ομιλών να αναφέρεται στα πεπραγμένα του στο πρώτο ενικό ως είθισται, αναφέρεται σε δεύτερο ενικό, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται γι' αυτόν.
Εάν και ο συνομιλητής χρησιμοποιεί την ίδια «διάλεκτο», τότε στις αποκρίσεις του που αφορούν το συνομιλητή του μπορεί να χρησιμοποιεί πρώτο ενικό αντί για δεύτερο (πήγαινε κατευθείαν στο παράδειγμα αν κουράστηκες ή μπερδεύτηκες).
Εάν πάλι ο συνομιλητής δεν είναι μυημένος σε αυτή τη μέθοδο, υπάρχει κίνδυνος ασυνεννοησίας μέχρι παρεξηγήσεως.
Παρότι εκ πρώτης όψεως τα άτομα που το χρησιμοποιούν εκτενώς φαίνεται να πάσχουν από διατάραξη προσωπικότητας (ας το κον-φιρμάρει κανένας ψυχολόγος), είναι μια εύκολη, εθιστική και αποτελεσματική μέθοδος να μπερδεύεις τους γύρω σου για τα τι και πώς.
— Πας λοιπόν να πάρεις τη Μαρία και εκεί που παρκάρεις, θυμάσαι ότι δεν πήρες καπότες μαζί.
— Ωωω ρε μαλάκα, και τι έκανα;
— Δεν προλάβαινες να πας περίπτερο γιατί κατέβαινε ήδη, οπότε της τονε φερμάρισες έτσι ξερά.
— Το βράδυ ποιος θα είμαι;
— Λες να μαζευτείς σπίτι να παίξεις scene it, ψήνομαι να σκάσω;
— Ναι, θα το σκάσεις, δεν έχεις λόγο...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό «a lot of money» προφερόμενο με τη δέουσα ελληνοαμερικάνικη προφορά.
Αυτός που προφανώς έχει πολλά λεφτά, ο νεόπλουτος και κατά πάσα πιθανότητα επαναπατριζόμενος από τον Κάναδα (Canada).
Συντμ. αλάρας
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει
Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!