Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.

- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!

(από Desperado, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα snacks / junk food (γαριδάκια, σοκολάτες κλπ). Συνήθως το λένε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, όπως γιαγιάδες.

- Γιαγιά γιαγιά, θέλω σοκοφρέτα!
- Δεν σου παίρνω άλλα γλυκομπούκουνα παιδί μου, θα σου χαλάσουν τα δόντια!

Got a better definition? Add it!

Published

Με την «κυριολεκτική» έννοια, είναι η μέρα που είναι όλα άσπρα, δηλαδή που έχει πέσει πολύ χιόνι και το έχει στρώσει.

- Άντε να ρίξει κανα χιόνι και στην Αθήνα να δούμε άσπρη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.

Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!

Παύλος Σιδηρόπουλος

(από ironick, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.

- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βολή στο μπιλιάρδο, επειδή γίνεται με τη στέκα.

- Πω πω τι στεκιά έριξα ο άτιμος! Έβαλα 4 μπάλες, μου φαίνεται ότι μετά θα πάω να παίξω τζόκερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το συγκρότημα Active Member, προφανώς λόγω του εύσωμου(;) τραγουδιστή τους.

Τι διάολο βρίσκεις σε αυτούς τους Active Burger δεν μπορώ να καταλάβω. Βάλε κανα Ζαμπέτα να γουστάρουμε!

Για όλους έχει ο χοντρός! (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.

- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.

Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).

- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.

Jeanne d\'Arc (από Hank, 01/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published