Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.
- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!
Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.
- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!
Got a better definition? Add it!
Τα snacks / junk food (γαριδάκια, σοκολάτες κλπ). Συνήθως το λένε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, όπως γιαγιάδες.
- Γιαγιά γιαγιά, θέλω σοκοφρέτα!
- Δεν σου παίρνω άλλα γλυκομπούκουνα παιδί μου, θα σου χαλάσουν τα δόντια!
Got a better definition? Add it!
Με την «κυριολεκτική» έννοια, είναι η μέρα που είναι όλα άσπρα, δηλαδή που έχει πέσει πολύ χιόνι και το έχει στρώσει.
- Άντε να ρίξει κανα χιόνι και στην Αθήνα να δούμε άσπρη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.
(με κάφρικο ύφος)
- Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;
- Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.
Got a better definition? Add it!
Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.
Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!
Παύλος Σιδηρόπουλος
Got a better definition? Add it!
Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.
- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.
Got a better definition? Add it!
Η βολή στο μπιλιάρδο, επειδή γίνεται με τη στέκα.
- Πω πω τι στεκιά έριξα ο άτιμος! Έβαλα 4 μπάλες, μου φαίνεται ότι μετά θα πάω να παίξω τζόκερ!
Got a better definition? Add it!
Κοροϊδευτικά το συγκρότημα Active Member, προφανώς λόγω του εύσωμου(;) τραγουδιστή τους.
Τι διάολο βρίσκεις σε αυτούς τους Active Burger δεν μπορώ να καταλάβω. Βάλε κανα Ζαμπέτα να γουστάρουμε!
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.
- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.
Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).
- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.
Got a better definition? Add it!