Η λέξη «σκάνδαλον» μας ήρθε απ' τα λατινικά, όπου «scandere» σημαίνει «περπατώ, ανεβαίνω», οπότε «πέτρα του σκανδάλου» είναι πολύ κυριολεκτικά η πέτρα που μας τυχαίνει στον δρόμο μας και σκοντάφτουμε (φανταστείτε και τους δρόμους της εποχής).

Συναφώς, το «σκάνδαλον» ήταν και ένα ξύλινο εξάρτημα παγίδας (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτη), πάλι του περπατήματος. Η φράση καθιερώθηκε από την έκφραση της Καινής Διαθήκης «λίθος προσκόμματος και πέτρα του σκανδάλου» (Ρωμ. 9,33 και Πετρ. Α 2,7), όπου σημαίνουν κυριολεκτικά το ίδιο πράγμα, την πέτρα που σου βάζει τρικλοποδιά, όταν περπατάς, και μεταφορικά το πρόσωπο που είναι «σημείον αντιλεγόμενον». Από εκεί προήλθε η σημερινή έννοια του «σκάνδαλο» και «πέτρα του σκανδάλου».

O όρος «σκάνδαλο» από κυριολεκτική «πτώση» που σήμαινε στην αρχή και μεταφορική «πτώση» με την έννοια του «σημείου αντιλεγομένου» που λειτουργεί ως κριτήριο λίγο πιο μετά, ακόμη πιο μετά, σήμαινε την ηθική πτώση, από όπου η σημερινή έννοια.

Μπορεί, βέβαια, να μου πει κάποιος «ceci n'est pas slangue!». Ο λόγος που καταχωρίζω το λήμμα (πέρα απ' το να κάνω φιγούρα), είναι ότι η έκφραση είναι πολύ της μοδός για στάρλετ με το όνομα Πέτρα, Πετρούλα, όπως για την Πετρούλα Κωστίδου, και κυκλοφορεί πολύ τώρα τελευταία στα περιοδικά και την τηλεόραση ως «Πετρούλα του σκανδάλου».

1.H Πετρούλα του σκανδάλου αναστατώνει το star system.
(Playboy)

  1. Η πολλή Πετρούλα (του σκανδάλου) ... τυφλώνει!
    [...]
    Εν ολίγοις, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (πλην ελαχίστων). Αλλά αν ορισμένοι θέλουν να μεγαλουργήσουν στον τομέα των «νταβατζήδων». Αν το «επιχειρηματικό τους δαιμόνιο», αντίστοιχο των «βλαχοδήμαρχων» της εκάστοτε «Πετρομαγούλας», εξαντλείται στον εξευτελισμό κακόμοιρων κοριτσιών και αγοριών που οι «ξύπνιοι» διευθυντάδες τα κρεμάνε στης AGB το κάγκελο. Αν τα διαφημιστικά τους έσοδα κυμαίνονται ευθέως ανάλογα με τον σεξιστικό προτεσταντισμό του «μετεωρολογικού» δελτίου (του κακού τους) του καιρού. Κι αν, τελικά, η ύψιστη καταξίωσή τους είναι να αναδεικνύονται «ευφυείς» πραματευτάδες του εμπορίου της βλακείας και της αυτοϊκανοποιούμενης ονείρωξης, γιατί θα πρέπει να το κάνουν μέσω των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, που - αν δεν κάνουμε λάθος - παραμένουν, βάσει του Συντάγματος, δημόσια περιουσία;
    (Ριζοσπάστης).

Η Πετρούλα του σκανδάλου (από Hank, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παγίδευση υποψήφιου γαμπρού που θεωρείται «κελεπούρι», καθώς συμβουλεύουν οι μαμάδες παλαιάς κοπής τις κόρες τους- θήλεα παλαιάς κοπής. (Ίσως το κάνουν και τα νέας κοπής, αλλά με πιο προηγμένο στυλ και μεθόδους). Γίνεται με απρόβλεπτη εγκυμοσύνη, ή με κάποιον άλλο συναισθηματικό εκβιασμό. Από εκεί βγήκε και ο urban legend για τον σχιζοφρενή περιπτερά με το βελόνι. Επίσης, αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι μαμάδες παλαιάς κοπής του γαμπρού, για να εξηγήσουν πως ο κανακάρης τους παντρεύτηκε/ τά 'φτιαξε με γυναίκα που δεν τυγχάνει της έγκρισής τους (100% περιπτώσεων): «Τον τύλιξε!».

Τον τύλιξε αυτή, ναι, αυτή μου τον τύλιξε και μου τον πήρε τον Γιωργάκη! Είχε αυτός μυαλά για τέτοια; Αυτή τον παρέσυρε!

Την τύλιξε! (Στην ταινία). (από Hank, 14/02/09)Τον τύλιξε και πρόκοψε. Κι όταν κατάλαβε τη μαλακία ΘΑΝΑΤΟΣΣΣ (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο μεγαλωμένος με φροντίδα και περιποιήσεις.

Ετυμολογία: Από το αρχαίο «καναχή», που σημαίνει «ήχος μετάλλων και μουσικών οργάνων», που προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kan, σημαίνουσα «ηχώ, τραγουδώ», όθεν το λατινικό «cano», «canticum» (τραγουδώ, τραγούδι), το γαλλικό «chanter» (τραγουδώ), το αγγλικό «hen» (κότα που κακαρίζει), το γερμανικό «Hahn» (καμία σχέση με τον Khan whatsoever). Οπότε ο «κανακάρης» είναι ετυμολογικώς ο μεγαλωμένος με τραγούδια, αν και άμεσα προέρχεται από το ομόρριζο «κανάκι», που σημαίνει «χάδι, καλόπιασμα».

Ο κανακάρης είναι χαρακτηριστικός τύπος Έλλεεινα, που μένει στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα, μόνο για να αλλάξει μετά το χρυσό κλουβί των γονιών του με το οδοντωτό κλουβί κάποιας Ελλεεινίδας. Αν η γυναίκα του δεν πετυχαίνει το παστίτσιο, θα περνάει κι απ' το πατρικό του για να φάει ένα φαΐ της προκοπής.

Έναν κανακάρη τον είχαν και του έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά από όταν τους τον τύλιξε η Λίλιαν, δεν μπορούν να συνέλθουν απ' το σοκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Δημάρχου Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη, λόγω της απόφασής του να κόψει υπεραιωνόβια δένδρα στην Κυψέλη, για να κατασκευαστεί πάρκινγκ, δεδομένου μάλιστα ότι έχουν μείνει ελάχιστοι παρόμοιοι χώροι στο κέντρο της Αθήνας. Η απόφαση είναι «σημείον αντιλεγόμενον», δεδομένου ότι οι υποστηρικτές του λένε ότι θα ξαναφυτευτούν δένδρα ύστερα από την κατασκευή του πάρκινγκ, αλλά το παρατσούκλι έμεινε. Το λογοπαίγνιο αφορά προφανώς στον συνονόματο «Νικηταρά τον Τουρκοφάγο», οπότε δηλώνει έναν μανιασμένο θεριακλή εναντίον του πρασίνου. Επίσης, λέγεται σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ψαλιδοχέρης και Ομέρ Πριόνης κατά τον Ομέρ Βρυώνη. Οι όροι περιγράφουν την συμπεριφορά πολλών παρόμοιων δημάρχων, που δεν ιδρώνει το αυτί τους από τις εκκλήσεις των γκρηνιάρηδων.

Μιζάνθρωποι, συντελεστής δόνησης, Μουγγός εργολάβος, Νικηταράς ο Δενδροφάγος ...

(Από βλόγιον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «e-bay», ο γκέι που «δημοπρατείται» από το Διαδίκτυο.

Μας πέτυχε ένας e-gay στο ιντερνέτι και την έπεφτε σ' όλους μας, ποιος θα πρωτοτσιμπήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευνουχιστική γκόμενα, το αιδοίο οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

Ο όρος «μουνούχω» εφευρεθείς υπό του Βραστανδρός παράγεται από το ρήμα μουνουχάω= ευνουχίζω, με την θηλυκή κατάληξη «-ω», όπως «μαλάκω», και δίνει την έμφαση στον ευνουχισμό, και στην ψυχολογική διάστασή του, κι όχι σε οποιοδήποτε άλλο κίνδυνο ελλοχεύει στην δαγκανομούνα. «Ευνουχομούνα» για χάρη μεγαλύτερης ακρίβειας.

Βέβαια, το «δαγκανομούνα» παραμένει ο πιο πλούσιος σλανγκικά όρος κι έτσι το παρόν λήμμα αποτελεί απλώς ένα ταπεινό σχόλιο στην περιεκτική ανάρτηση της Mes, περιγράφοντας ένα θέμα, που έχει απασχολήσει και τα λήμματα οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, δαγκωτό και πουτσοκεφαλοκλείδωμα.

Για τον Freud, ο μύθος της Μέδουσας που σε απολιθώνει με το πρόσωπό της σήμαινε αυτό ακριβώς το πράγμα, ήτοι το ευνουχιστικό αιδοίο, γι' αυτό προτείνω εναλλακτικά και τον όρο «Μύδουσα», κατά το «μύδι», που επίσης έχει απασχολήσει κατά κόρον την πρόσφατη βιβλιογραφία. Η «Μέδουσα» απασχόλησε και τον Sartre, που ανέπτυξε στην φιλοσοφία και λογοτεχνία του το θέμα του γυναικείου βλέμματος που σε απολιθώνει.

-Τι κάνει ο Δημήτρης;
-Δημητρούλα πες τον καλύτερα!
-Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;
-Την θυμάσαι την γραμματέα του την Λάουρα;
-Αν την θυμάμαι λέει!
-Της είπε «σκύψε ευλογημένη» κι αυτή αντί να τα πάρει στην κράνα κυριολεκτικά, τα πήρε μεταφορικά και τού 'κανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα!
-Δηλαδή τον χάνουμε τον Μητσάκο;
-Ακόμα στην Εντατική είναι! Θα την γλιτώσει την ζωή του, αλλά σαν θα βγει, θα είναι σαν να τον εγχείρησε ο Tom Pusti!
-Έλα!
-Σου λέω, φοβερή μουνούχω!

"Η Μέδουσα", πίνακας του Peter Paul Rubens. (από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο,τιδήποτε λειτουργεί ως μαγνήτης για πούτσο, κατά το μουνοπαγίδα.

  2. Γκόμενα, που σε ελκύει / μαγνητίζει και μετά σε παγιδεύει.

  3. Κυριολεκτικά, το RAPEX, βλ. σχόλιο της Pirate Jenny στο αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata.

  1. Μεγάλη πουτσοπαγίδα αυτό το στρινγκάκι που διαγράφεται.

  2. --Τι κάνει ο Βάγγελας; Άκουσα πως είναι στο νοσοκομείο, αληθεύει; Έλα κάτι θα ξέρεις, αφού είσαι το αυτί της γης!
    - Πού να στα λέω! Σε μια στιγμή ερωτικού ξανάμματος πήγε να βιάσει τον Περικλή, ο οποίος όμως δεν ήθελε, γιατί προσπαθούσε να μπει στον ίσιο δρόμο με την Λίλιαν και να ξεκόψει από Βάγγελα. Και τελικά η πούτσα του Βαγγέλη αιχμαλωτίστηκε στην πουτσοπαγίδα, που είχε δανειστεί ο Πέρι απ' τη Λίλιαν δια παν ενδεχόμενον!
    - Έλα ρε, μπαίνει η πουτσοπαγίδα στον κώλο;
    - Ε, τώρα με προσβάλλεις! Ή είμαι το αυτί της γης, ή δεν είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιάζων χαρρυκλυννικός όρος για να πεις «ψυχοπάθεια» ή «ψυχοπαθολογία», αλλά αφορά κυρίως σε ελαφρές νευρωσούλες. Υποθέτω ότι πριν τσιμπήσει τον όρο ο Χάρρυ Κλυνν ήταν σύνηθες μαργαριτάρι λαϊκών τύπων. Είναι ένας slangically correct τρόπος να απαντάς σε Γιαλόμα. Συνήθως λέγεται «μην πάθουμε καμιά ψυχολογία» και εννοούμε ότι δεν πρέπει να καταπιεζόμαστε, για να μη μας μείνει κανένα απωθημένο κ.ο.κ.

  1. (Ο Χάρρυ Κλυνν ως οικογενειάρχης κάνει πικνίκ στην παραλία):
    Ελλεεινίδα μαμά (τσιρίζοντας): - Λαλάαααααακη, μην κάνεις τα κακά σου πάνω στο τραπεζομάντηλο, κάν' τα μες στη θάλασσα!
    Έλλεεινας μπαμπάς: - Ωχού, ας το παιδί να ενεργηθεί, μην πάθει καμιά ψυχολογία άμα λάχει να 'ούμε...

  2. Γιαλόμα: - Έχεις σκεφτεί γιατί θες να κάνεις σεξ μαζί μου αυτήν την στιγμή, τι προσπαθείς να αποδείξεις στον εαυτό σου;
    Γιαλομοπαθής: - Ωχού, άσε με με τις ψυχολογίες πρωϊνιάτικα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που εκφράζει απόλυτη μοιρολατρία. Άμα είναι στα γονίδιά σου να είσαι ξεκωλιάρης ή ο,τιδήποτε άλλο (λ.χ. μπουνταλάς, ατσούμπαλος), δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό, το έχουν γράψει τα άστρα!

(Στο Safe Sex αφού έχουν φωραθεί δύο άντρες στα πράσα, απ' την γκόμενά του ο μη σεσημασμένος, απ' τον γκόμενό του ο σεσημασμένος, η γκόμενα λέει):
Γκόμενα: - Έναν γιατρό, να τον πάμε σ' έναν γιατρό!
Γκόμενος: - Τι να του κάνει ο γιατρός; Να του δώσει ασπιρίνη για το πουστρηλίκι;
Γκόμενα: - Δεν ξέρω, κάτι θα βρει, κάτι θα μας πει!
Γκόμενος: - Μωρέ, άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified