Η έμπνευση προήλθε από το λήμμα παστάκι που βρήκα στο slang.gr, εκ των κορυφαίων κατ’ εμέ του site, άκοπα.

Προέρχεται από τα σοκολατάκια μάρκας «νουαζέτα» και χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει κοριτσάκια ηλικίας 12-13 ετών, συνήθως για να τα διαχωρίσει κανείς από τα λίγο μεγαλύτερά τους «παστάκια» (τα οποία παστάκια μπορείς να παστελιάσεις δίχως να αισθάνεσαι παιδεραστής).

Αντώνυμα: μουνόγρια, ξεκωλόγρια, τζιλφ (gilf =grannies I like to fuck), τζιλφού.

  1. - Ω ρε φίλε... είχα βγει χθες βράδυ για ποτάκι στου «Λαμόγια» και ήταν τίγκα στο παστάκι!
    - Σώπα ρε!
    - Άσε, είχε σκάσει εκδρομή πρώτη γυμνασίου απ’ τας Σέρρας...
    - Ε τι παστάκια μου λες ρε μαλάκα μετά! Νουαζέτες ήταν!
    - Ρε δε πα’ να ‘ταν και τζοκόντες....

  2. (παππούς κρατώντας ένα βαζάκι με σοκολατάκια απευθύνεται προς τον εγγονό του)
    (παππούς): - Γιαννάκη, να κεράσω μια νουαζέτα;
    (εγγονός): - Και δεν την «κερνάς» ρε παππού! Κοίτα μόνο να μην το μάθουν οι γονείς της!

Βλ. και μαριδάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.

- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή! - Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...

Δικστής Ρου Μπήν. Ο νόμος δυτικά του Πέκος (από GATZMAN, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Elegant – ηχητικά - σλανγκικός χαρακτηρισμός της πουστάρας.

Ετυμολογία: ομοφυλόφιλος + σκύλος.

Προέλευση: πέραν και πλέον του προφανούς, έχει και μια πιο ουσιαστική εξήγηση αφού στην προσπάθεια να πολιορκήσουν την πίσω πόρτα, οι συμπαθείς (κατά τα λοιπά) πούστρες το κάνουν doggy style (ένα λογικό συμπέρασμα βγάζω, ε...)

Συνώνυμα: καμιά 500αριά στο λήμμα πούστης.

- Ρε μαλάκα, αυτός ο ομοσκυλόσκυλος ο Σιανίδης πάλι με μουνάρα κυκλοφορούσε χθες!
- Ρε λες να το παίζει πούστης για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των γυναικών, μετά να τις μεθάει και να τις πηδάει;
- Λες...;

(σ.σ. ας προβληματιστούμε)

oμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ωμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ζεστοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προκειμένου για τις καθαριότητες στο στρατό και υποδηλώνει ότι το καταπονημένο από τις υπηρεσίες και την έλλειψη ύπνου κωλοφάνταρο οφείλει στην πραγματικότητα να μην «γλείψει» τον θάλαμο, αλλά να καθαρίσει εκείνα τα οποία έχει παρατηρήσει ότι εξετάζει ο δίκας την στιγμή της επιθεώρησης.

Παρόμοιας σημασίας φράση: όσα βλέπει η πεθερά.

ΠΡΟΣΟΧΗ όμως! Μπορεί η πεθερά να βλέπει περισσότερα, αλλά αν τυχόν πέσεις σε καραπροβλεπόμενο δίκα που μοιράζει τις φυλακές όπως μοιράζουν τις άγραφες στο ναυτικό (μπηχτή...) την έχεις πουτσίσει π.χ. θα ελέγχει τα σώματα του καλοριφέρ για σκόνη (έχει γίνει!) ή - αν πρόκειται για φυλάκιο - θα ελέγχει αν έχεις αποθηκεύσει στο ψυγείο χθεσινό φαγητό (κι αυτό έχει γίνει!!!) πράγμα το οποίο απαγορεύεται (!!!).

Προβλεπόμενος δίκας Vs κακιά πεθερά, σημειώσατε 1.

- Νέος, κάνε μία τον θάλαμο και μετά πήγαινε για τουαλέτες.
- Μα σε δέκα λεπτά έχουμε επιθεώρηση! Δε θα τα προλάβω!
- Όσα βλέπει ο διοικητής θα κάνεις ρε! Μαλάκας είσαι; Ένα σκούπισμα και άδειασμα στα καλαθάκια! Ρε Καραχάλιο! Καραχάλιο! Έλα ρε να δεις τι μου είπε το νέο!
- Άστον ρε να τελειώνει και έχει να κάνει και γόπινγκ!

(ακολουθούν σκέψεις για αναβολή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώρα αιχμής, στάση Πολυτεχνείο, έχει να περάσει τρόλεϊ στην άνοδο πάνω από τέταρτο... Ο κόσμος στην στάση αυξάνεται εκθετικά, οι διάφορες εθνικότητες ανταλλάσσουν πολιτισμό με την άκρη του ματιού να είναι καρφωμένη πάντα στο βάθος του δρόμου... Η αναμονή τσακίζει κόκαλα, οι ταρίφες με σαρδόνιο χαμόγελο κάνουν πασαρέλα μπροστά μας παίζοντας τα φώτα, τελικά τσιμπάνε 2 απελπισμένα θύματα... μείον 2 σκεφτόμαστε με ικανοποίηση οι υπόλοιποι...

Εκεί που όλα έδειχναν χαμένα, ξάφνου αχνοφαίνεται η κίτρινη ελπίδα, το μεταφορικό μέσο της καρδιάς μας... Επικρατεί στιγμιαία αναστάτωση στους εν δυνάμει επιβάτες, ο ανταγωνισμός μεγάλος, καθένας πρέπει να κινηθεί γρήγορα αγνοώντας τον διπλανό του, εδώ πια δεν χωράνε συναισθηματισμοί...

Το τρόλεϊ σταματάει στο φανάρι μόλις λίγα μέτρα πριν από την στάση, φαίνεται ότι κουβαλάει πολύ κόσμο μέσα, οπλιζόμαστε με αποφασιστικότητα...

Πράσινο, εκκίνηση, στάση, οι πόρτες ανοίγουν, κατεβαίνει ένας, δεν χωράνε άλλοι, οι νόμοι της φυσικής κάμπτονται, η έννοια του όγκου επαναπροσδιορίζεται, με λίγη καλή θέληση ανεβαίνουν τελικά καμιά 20αριά άτομα... είναι πραγματικά απίστευτο πόσα μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος...

Σκέφτομαι. (Άρα υπάρχω!!). Δεν μπαίνω.

Μετά από 4 προσπάθειες οι πόρτες καταφέρνουν να κλείσουν και το τρόλεϊ ξεκινάει... παραμορφωμένες μούρες κολλημένες στα τζάμια με ένα αίσθημα ικανοποίησης τύπου«τα καταφέραμε διάολε!».

Το «παιδομάζωμα» έχει συντελεστεί και στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκάει καινούριο τρόλεϊ όπου επιβιβάζομαι με ανθρώπινες συνθήκες.

Τι κρίμα που δεν περίμεναν λίγο ακόμα και οι άλλοι...

- Έρχεται Έρχεται!
- Ποιο είναι ρε; 5άρι;
- Όχι, το 3.
- Το παίρνουμε;
- ρελός είσαι ρε; Αυτό είναι παιδομαζωχτικό. Δεν βλέπεις, τίγκα στον γενίτσαρο είναι! Θα πάρουμε το επόμενο.
- Α καλά.
- Εισιτήριο έχεις;
- Έχω κάρτα.
- Έλα ρε!
- Ναι!
- Σωραίοςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρότρυνση μαύρης γαζέλας προς οδηγό αυτοκινήτου (επίδοξο πελάτη ή μη) να παρκάρει το αυτοκίνητό του, ώστε να επιβιβαστεί και να του προσφέρει τις υπηρεσίες της.

σ.σ. το κατηγοριοποίησα και ως «επαγγελματική αργκό» :D

- Ψιτ! Να σου πω, μιλάς ελληνικά;
- Πάκαε! Πάκαε!
- Όχι δεν θέλω! Η Σωκράτους κάπου εδώ δεν είναι;
- Καμ! Πάκαε! Τεν γιούρος!
- Δεν θέλω σου λέω! Την Σωκράτους ψάχνω!
- Πάκαε και σου πει!
- Όπα βυζόμπαλο!!! Φύγε απ'το τζάμι να παρκάρω.
- Πολίς εσύ;
- Όχι ρε τι πολίς! Έμπα μέσα να σε κανονίσω...
- Όκι. Φέβγκει.
- Μη μωρή! Μη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορθογραφία είναι σωστή καθ' ότι άκλιτο.

Παρά την ορθογραφία του η οποία παραπέμπει ίσως σε επίρρημα, αποτελεί επίθετο.

Έννοια: κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται από κωλοπετσωμένουςπερπατημένους - της πιάτσας, οι οποίοι όμως είναι και κάποιας μόρφωσης (ή θέλουν να λένε ότι είναι).

Ήτοι: ο / η / το / οι / τα πούστ-ης, -άκι, -ηδες, -άκια (όλα τα καταλαμβάνει δίχως ποτέ να κλίνεται).

- Αυτοί οι πούστηδι οι εφοριακοί, έτσι και μπουν στο γραφείου μου για έλεγχο,θα μου πάρουν τα σώβρακα...
- Γιατί ρε , δεν γράφεις τις εισπράξεις στα βιβλία σου;
- Όχι ρε, τις γράφω στ' αρχίδια μου... είναι πιο εύκολο...
- Ε τότε πάρ' τ' αρχίδια μου ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ε, όταν ο άλλος σου λέει μαλακίες...

- Ρε φίλε σήμερα δεν είναι που θα κλείσουν όλοι τα φώτα για 1 ώρα;
- Ναι ρε.
- Μαλάκα, το ξέρεις ότι μόλις πάνε να τα ξανανάψουν θα υπερφορτωθεί το σύστημα και θα γίνει black-out;!
- Τι λες ρε τρομπέτα, νομίζεις ότι θα τ' ανάψουν όλοι ταυτόχρονα...
- Εγώ πάντως δε θα πάρω μέρος: αυτά είναι κόλπα των Σιωνιστών για να στρέψουν εκείνη την ώρα τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους στην Ελλάδα δίχως να τους αντιληφθούμε!
- Συννέφιασε, ή η μαλακία πάει σύννεφο...;
- Το ξέρεις ότι ο καιρός ελέγχεται από ένα μηχάνημα που είχε εφεύρει ο Τέσλα!
- Ίλεος! Ίλεος! Νάμα! Νάμα! Νάμα!
- Βέβαια ήταν βασισμένο σε ιδέα του Αρχιμήδη!
- Από μέσα μου θρηνώ...

Masturbation goes cloud (από Hank, 21/07/09)(από Khan, 15/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραβέλι - τράβελερ - traveler - ταξιδιώτης

Χρησιμεύει για κεκαλυμμένη αναφορά σε τραβεστί

- Κόψε έναν ταξιδιώτη περνάει τον δρόμο.

- Πω ρε φίλε, τσολιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified