Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).

Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.

Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.

- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;

το ψηφίζειν \'φαίνει... (από MXΣ, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός - υπεκφυγή, τον οποίον χρησιμοποιούμε για κάποιον όταν μας ρωτάνε τι λέει σαν εμφάνιση και δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν βλέπεται, επειδή είναι αξιόλογος άνθρωπος ή επειδή είναι φίλος / -η. Βλ. και συμπαθητικός.

Έχει τύπο = έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα που σε κάνει να παραγνωρίζεις την ασχήμια του/της.

Σεβεντίλα προς εϊτίλα κι αυτό.

- Καλή η φίλη σου;
- Εμμμ, ...
- Άσε, κατάλαβα. Έχει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πηδιά (θηλ.).

Ο πήδος (όχι όμως αυτός), δηλαδή ένα βήμα, άντε ένα και κάτι, τόσο όσο αν πηδήξουμε λίγο αντί να περπατήσουμε απλά.

Μανώλης Λιδάκης: Τα Μέγαρα μετά μια πηδιά είναι η Αρκαδία... από δω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, πολύ υποτιμητικά όμως. Λέγεται κυρίως από γυναίκες. Είναι μια απαίσια λέξη που βοηθά τα μάλα στην εν λόγω υποτίμηση.

Από το πηδάω.

- Πώς σου φαίνεται ο γκόμενος της Καίτης;
- Μμμμμμμ, σιγά και τον πηδιά, που μας κορδώνεται αυτή όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω χαμπάρι, νιώθω.

Συνήθης έκφραση: δεν χαμπαριάζω Χριστό.

Είδα χθες την Κικίτσα, το κορίτσι ήταν αλλού, δεν χαμπάριαζε Χριστό μιλάμε, τίγκα στη ντρόγκα το αρρωστάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου πέφτει σεχ, αλλά που δεν είναι ποτέ το ίδιο μας το σπίτι, ούτε και σεξοξενοδοχείο με κουβερτούλες και λοιπά κομφόρ. Ως επί το πλείστον δε, στη σεξοκαβάντζα πας εποχούμενος, δηλαδή το φίκι-φίκι πέφτει μέσα στο αυτοκίνητό σου/του/της.

Είναι συνήθως πρακτική ξεπέτας ή κερατώματος. Συνήθως πρόκειται για το αποτέλεσμα μακροσκελούς ψησίματος της γκόμενας από τον οδηγό, ο οποίος μπορεί και να έχει βολτάρει στη μισή Αττική χαλαρά-χαλαρά μέχρι να φτάσει και καλά όλως τυχαίως, σε ένα απόμερο σημείο. Αν βέβαια η γκόμενα είναι περπατημένη, πιθανόν και να βρεθεί σε γνώριμο στέκι της...

Πρόκειται συνήθως για ένα απόμερο σημείο της πόλης: δασάκι, ερημιά, βράχος. Διάσημες σεξοκαβάντζες της Αθήνας ήταν πάντα ο Λυκαβηττός, η Γκράβα, του Φιλοπάππου τον παλιό καλό καιρό, και κάποια κολπάκια των Ν Προαστίων ή ο βράχος πάνω από τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απ' ό,τι βλέπουμε από το λινκ του παραδείγματος 1, τα μέρη αυτά ακόμα διατηρούν τη φήμη τους. Υποθέτω πως τώρα πια θα υπάρχει μέγας συνωστισμός εκεί, αφού ήδη στα ογδόνταζ όλο και κάποιον γνωστό έβρισκες στο διπλανό αμάξι...

Πολλές όμως από τις τυχαίες συναντήσεις είναι στημένες για να κάνει κάποιος πλάκα στον άλλον ή για να τρομάξουν το γκομενάκι κλπ. Άλλες φορές δε, υπάρχει συνεννόηση μεταξύ του γαμιά και κάποιου ηδονοβλεψία. Παλιά τουλάστιχον γινόταν το εξής κόλπο: ο πηδιάς (του οποίου ήταν και το αυτοκίνητο) φρόντιζε να πατάει συνθηματικά το φρένο ώστε ο ματάκιας φίλος να έρχεται πάνω στην κατάλληλη στιγμή, κατά την οποία πια η γκόμενα τα έδινε όλα και δεν χαμπάριαζε Χριστό -κι έτσι έκανε μάτι ανενόχλητος.

Άλλες φορές πάλι οι συναντήσεις δεν είναι τυχαίες, ίσα-ίσα πρόκειται για ντου από καναν προστυχάκια ο οποίος φρικάρει αμφότερους τους παρτενέρ με αποτέλεσμα διάφορες σκηνές υστερίας και πανικού.

Από τα σεξ + καβάντζα.

  1. Σεξοκαβάτζες: H Αθήνα είναι ένα μεγάλο υπαίθριο κρεβάτι
    Έχεις γκόμενα αλλά δεν έχεις σπίτι να στεγάσετε τον έρωτά σας; Είσαι απλά λάτρης του sex σε δημόσιους χώρους; Αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο και θες να το «εγκαινιάσεις»; Το ΜΕΝ 24 φτιάχνει για εσένα τον απόλυτο οδηγό σεξοκαβάτζας. από δω

(σ.ς. να πω ότι είναι απίστευτο το ότι η λέξη αυτή γουγλάρεται μόνο μέσω αυτού του άρθρου, το οποίο όμως έχει διαδοθεί σε εκατοντάδες σάη και μπλογκς, δοκιμάστε να δείτε.)

  1. - Ρε μαλάκα, οικογενειάρχης πράμα και την πας ακόμα τη γυναίκα σε σεξοκαβάντζες;
    - Τι να κάνω γιατρέ μου, στο κρεβάτι δεν μου σηκώνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκρι σκούρο αμιγές χρώμα, αυτό του ποντικιού, για την ακρίβεια του αρουραίου.

  1. Τι αηδία χρώμα για αυτοκίνητο πήρες ρε Μπάμπη; Χάθηκε να πάρεις οτιδήποτε άλλο εκτός από ποντικί;

  2. - Τι χρώμα είναι η γάτα σου;
    - Ποντικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική προειδοποίηση. Σημαίνει το τελείως αντίθετο: «πού νά 'ξερες καημένε μου τι σε περιμένει...».

Το λέμε όταν εξ ιδίας πείρας έχουμε δει τα σκούρα και διαπιστώνουμε ότι κάποιος άλλο πάει ντουγρού να πάθει τα ίδια (πχ με μια μαλάκω γκόμενα την οποία είχε κάποιος και τώρα την παίρνει άλλος, στην κίνηση που επιτέλους απαλασσόμαστε από κάποιον μπάρμπα-Μπρίλιο και τον τρώει στη μάπα ο επόμενος, ιατρικές εξετάσεις που τις έχουμε κάνει και πόνεσαν και μάτωσαν και τώρα βλέπουμε ότι ο κολλητός μας πα να τις κάνει, κλπ).

Πολλές φορές διατυπώνεται και σαν κατάρα τ. «θα δεις τι έχεις να πάθεις, μαλάκα».

- Θέλω να μπω στο σάη σας.
- Θα περάσεις καλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον βλάκα, τον μπούφο, ή τεσπα αυτόν που δείχνει έτσι, είτε επειδή είναι υπερκουλ ή γιατί έχει καπνίσει κανα μπαφάκι ή επειδή είναι καψούρης ή τα αντικαταθλιπτικά του πέσαν λίγο βαριά, κλπ.

Από την αγελάδα που έχει αυτή τη νηφαλιότητα στο βλέμμα (γιατί δεν ξέρει ότι μια μέρα κρύα...).

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
η [α]μασχάλη του φιδιού
κλπκλπ.

Παιδί μου σου λέω, βλέπω ξαφνικά τη Τζούλια με μακρύ λευκό φόρεμα -που πολύ θα ήθελε να θυμίζει αρχαιοελληνικό μανδύα- και τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά και με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας να προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος απαγγελίας της αρχαίας τραγωδίας.
(διχτυωτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified