Λέγεται για τον άρρωστο που -είτε το ξέρει είτε το αγνοεί- κάνει μπαμ ότι είναι χάλια, από το κακό του χρώμα, το οποίο δεν είναι ροδαλό ή ζωηρόχρωμο, αλλά χλωμό με κιτρινοπρασινογκρίζες αποχρώσεις.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
η [α]μασχάλη του φιδιού
κλπκλπ.

- Ωραία... Πού να βγω έτσι έξω, ούτε το μεικάπ κάνει κάτι, την κάτσαμε.
- Εμ και συ, με το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας και μου κανονίζεις έξοδο. Είσαι άρρωστη αφού, κάτσε και μια μέρα σπίτι, δεν πονάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την απολύτως ίσια επιφάνεια.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
κλπκλπ.

- Και θα γίνει ίσιο;
- Ίσιο; Σαν την αμασχάλη του φιδιού θα γίνει, όχι απλώς ίσιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχουμε παραφάει, δεν χωνεύουμε πολύ εύκολα... Καμιά φορά πάμε να ρευτούμε, αλλά αντί για αέρα βγαίνει μια ξινίλα, δηλαδή λίγο από το φαγητό (το οποίο προφ και ήταν πολύ νόστιμο τη στιγμή που το τρώγαμε -γι' αυτό και το χλαπακιάσαμε και μας τιμώρησε... μας βγήκε ξινό, τελικά).

Μεταφορικά τώρα, το λέμε όταν μια πολύ όμορφη κατάσταση τελειώνει με άσχημο τρόπο και διαψεύδεται έτσι η χαρά την οποία είχαμε προηγουμένως για την εν λόγω φάση.

  1. Τζούλια Αλεξανδράτου: «Μου βγήκε ξινό τo dvd. Το έχω μετανιώσει»

  2. Το σεξ στην νταλίκα τους βγήκε ξινό...

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει πια στη ζαργκόν του διαδιχτύου και αποτελεί σταθερό μότο. Σε έναν χώρο όπου ανταλλάσσονται απόψεις, πολύ συχνά γράφουν 2 ή παραπάνω χρήστες την ίδια στιγμή, συνήθως οθονιές και σεντόνια που τους παίρνουν πολύ χρόνο: μέχρι να ποστάρει ο ένας έχει απαντήσει ήδη ο άλλος, με αποτέλεσμα να γίνεται μπέρδεμα το οποίο ξεκαθαρίζεται με αυτή τη φράση, γιατί αλλιώς τα γραφόμενα δείχνουν ασυνάρτητα ή άκαιρα.

Σε κάποια τσατς όταν ο συνομιλητής σου δακτυλογραφεί, εμφανίζεται στην οθόνη σου ένα μικρό πληκτρολόγιο για να σου επισημάνει ότι ο άλλος γράφει, άρα περιμένεις να τελειώσεις και μετά μπαίνεις.

Λέμε και «γράφαμε παράλληλα».

(δεν έχει νόημα το παράδειγμα γιατί η φράση αυτή γράφεται μόνη της πάντα)

Got a better definition? Add it!

Published

Τσούλα, πουτάνα, κοκότα.

Λέξη σλάβικης καταγωγής και όχι από το «κυρτός» όπως αναφέρθηκε εδώ, μετά το ηπειρώτικο τραγούδι, στα σχόλια, ούτε από τα λατινικά που το θέλει και η Βίκυ...

Στα ρωσικά η λέξη курва (προφέρεται «κούρβα») σημαίνει τσούλα, πουτάνα, προέρχεται από το кур (προφέρεται «κουρ» = κοτόπουλο) και είναι παρόμοια περίπτωση με το γαλλικό сосоt(t)е (κοκότα, το λέμε και μεις, σημαίνει όμως καταρχήν κότα, και μετά πουτάνα).

Κурочка (κούροτσκα) στα ρώσικα είναι η κότα και η πουτάνα επίσης.

Άρα πρόκειται περί παραφροράς λέξης που στα ρωσικά σημαίνει «κότα». Το βρίσκουμε στα ουκρανικά, ρώσικα, σέρβικα, βουλγάρικα, σλοβένικα, πολωνικά, και δεν ξέρω πού αλλού.

Προφ μας ήρθε από κει λοιπόν, πιθανολογώ από τα βουλγάρικα. Προφ λέγεται μόνο σε ιδιόλεκτους και μάλλον βορειοελλαδικές, όποιος ξέρει συγκεκριμένα ας το καταθέσει.

Παρόλ' αυτά όμως, το θέμα περί κυρτού, κάπου ισχύει για τη λέξη: λέμε μεν «κούρμπα» κανονικά, αλλά όπως διαπίστωσα, μια τάση εξελληνισμού της την έχει καταστήσει «κούρβα» -όπως λέμε Χάυδν, ένα πράμα... (βλ. παρ. 2 και 3).

Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η σημασία «πουτάνα», μόνο αυτή είναι η αληθινή κούρβα, το άλλο είναι φτιαχτό.

πάσα: Πειρατίνα από το καζαντζίδης και πάλι.

  1. Άλεσε μύλε μ', άλεσε της κούρβας το κεφάλι,
    κάμε αλεύρι πάσπαλο, ο σκύλος να το φάει!

από την ηπειρώτικη παραλογή «Κωνσταντίνος», βλ. λήμμα καζαντζίδης στα σχόλια.

  1. Τελικά τι πείρες με κούρβα ή ευθεία;

  2. Πόρτες: Υψηλής ποιότητας βακελιτικό HPL με περιθώριο πάνω-κάτω και κούρβα σε χρώματα κερασιά-magnolia.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπροσθέτως του χότζειου ορισμού, είναι η καραπουτανάρα, η αδήλωτη, η παρτόλα. Αυτή που είναι πιο πουτάνα κι από την πουτάνα του μπουρδέλου. Όχι μόνο σαρκικά αλλά και ψυχικά. Μέσα κι έξω.

ασίστ: Μαλακία και Γαϊδουράγκαθος από το λήμμα ξεμπουρδελεύομαι.

  1. εσυ φαινοσουν τι ξεμπουρδελο θα γινοσουν κριμα για τους γονεις που τωρα στα γεραματα τους ντροπιασες τοσο.

  2. Εγω αυτο που εχω συμπερανει ξημεροβραδιαζομενος σε αγγλικα κλαμπακια ειναι οτι οι αγγλιδες ειναι ξεμπουρδελα αλλα γαμιουνται μονο με αγγλους.Αν δεν εισαι αγγλος δυσκολα πηδας ξεμπουρδελο στην αγγλια

  3. κλασσικο ξεμπουρδελο...μικρη, και τωρα εγινε και αυτη Κυρια...

(όλα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοντάφτω.

Κανονικά υπάρχει και το ενεργητικό περδικλώνω, αλλά δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου.

Μεταφορικά σημαίνει «μπερδεύομαι».

περδίκλα = τρικλοποδιά
περδίκλωμα = μπέρδεμα

Λήμμα το οποίο αναθεωρήθηκε (το είχα βάλει εγώ και είχα γράψει άλλ' αντ' άλλων). Από τα σχόλια του Πονηρού και του Ίωνα που ...διακριτικά ανέφεραν το σωστό, κρατάω τα εξής:

Λέει ο Πονηρόσκυλος (27/11/10):
Περδικλώνω και πεδικλώνω < από το μεσαιωνικό πέδικλον που είναι το δέσιμο με σχοινί (συνήθως) των ποδιών του ζώου για να μην μπορεί να απομακρύνεται γρήγορα.

Επίσης ο Ίων (21/11/10) λέει:
Περδικλώνω και μπουρδουκλώνω: βάζω τρικλοποδιά, μπερδεύω: «δεν πιστεύω να σε μπουρδούκλωσα, με το σχόλιο μου»

Βλ. και περδικλοπούτσι.

  1. Όπως ξέρετε, σε κανα 15 μέρες μπαίνω στον μήνα μου... έκανα δουλειές στην κουζίνα και ξαφνικά περδικλώθηκα με αποτέλεσμα να βρεθώ για άλλη μια φορά στο πάτωμα...

  2. Κοχύλι που βαριανασαίνεις θάλασσα
    Τη θάλασσά σου άκουσα
    Και περδικλώθηκα σε κότσο αναμνήσεων

  3. γεια σου ανηψι με τα περδικλώματα σου...
    Θειούλι μου,δεν κατάλαβες. Δεν περδικλώθηκα εγώ αυτή τη φορά αλλά θειούλι μου, νομίζω είναι καιρός να ενηλικιωθώ και να επιτρέψω στους άλλους να ζουν χωρίς εμένα.

από το δίχτυ όλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο, το οποιοδήποτε ζώο, αλλά κυρίως ο σκύλος, το άλογο, η γάτα, γενικά τα έξυπνα εξημερωμένα.

Παλιά λέξη (του λαού) που χρησιμοποιούνταν από όσους παραδέχονταν ότι τα ζώα έχουν νοημοσύνη, άρα από αυτούς που τα σέβονταν και τα αγαπούσανε.

  1. σ.ς. σε αυτό το παράδειγμα, που είναι και η μόνη αναφορά στο νέτι, ο Παλαμάς χρησιμοποιεί τη λέξη για το άλογο, αλλά ο Γ.Π. Σαββίδης δίνει μια διαφορετική ερμηνεία, μάλλον του κεφαλιού του. Το καταθέτω όμως, να υπάρχει.

χρήστης Α:
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε !»

Από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ο Γκρεμιστής».

Το ''νοητάκι« τι είναι;

Χρήστης Β:
Μου κίνησε την περιέργεια το »νοητάκι« και το έψαξα λιγάκι. Σύμφωνα με το γλωσσάρι του Γ.Π. Σαββίδη στα Άπαντα του Παλαμά:
ΝΟΗΤΑΚΙ Μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες

από εδώ

  1. Πού είναι το νοητάκι; το φωνάζω για τάισμα αλλά δεν έρχεται...

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified