1. Ο άριστος παίχτης (στη μπάλα, στα τυχερά παιχνίδια κλπ.)

  2. Ο πολύ καπάτσος.

  1. Α ρε Μπάμπη παιχταρά! Δεν σε πιάνει κανείς στη μπάλα!

  2. - Τι έγινε ρε μεγάλε; Πώς την κατάφερες τη Νίκη;
    - Σιγά τα ωά! Εγώ τις γλυκογαμάω τις γκόμενες, δεν είμαι όπως εσείς που τις πηδάτε μέσα σε 5'.
    - Έλα ρε παιχταρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. αστέρι, ορισμός αρ. 1.

Ρε τον αστερία, έβαλε τα μακαρόνια να βράσουν χωρίς νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
1. λερώνομαι
2. τσακώνομαι
3. σμπαραλιάζομαι ψυχικά
4. μεθάω

  1. Χθες που έριξε νεροποντή δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και έγινα κώλος.

  2. Τσακωθήκαμε άσχημα, γίναμε κώλος.

  3. Αρκεί μια κουβέντα της και γίνομαι κώλος / κωλοτρυπίδια...

  4. Χθες ο Μπάμπης χώρισε και το βράδυ πήγε και τα ήπιε και έγινε κώλος / κωλοτρυπίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ άσχημος, ο παπαρομούρης, ο αρχιδομούρης. Από το παπάρι + μορφή. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον πολύ μαλάκα.

Ίσα ρε παπαρόμορφε που θα μου πεις πως έχω άδικο...

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όλο και κάτι ψιλοπηδάει, που γενικώς ποζάρει ως διαθέσιμος και πέφτουλας, αλλά που δεν σου γεμίζει και πολύ το μάτι.

Κάτι τέτοιους γαμίκους να τους αποφεύγεις. Γίνονται μεγάλα τσιμπούρια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ενοχλητικός, αυτός που όλο ζητάει και ποτέ δεν δίνει, που σου πίνει το αίμα. Ο ανεπιθύμητος τον οποίον ξεφορτώνεσαι πολύ δύσκολα.

Συνώνυμα: βδέλλα, κολλητσίδα

Μου τό 'παιζε άνετη, αλλά μετά το πρώτο πήδημα κιόλας μου έγινε τσιμπούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με την οποία αν έρθεις σε επαφή θα πάθεις κάτι κακό. Στο ιστορικό μιας φαρμακομούνας υπάρχουν πολλά διαζύγια, θάνατοι, καταστροφές.

-Μεγάλη φαρμακομούνα η Ελένη. Όλοι της οι φίλοι, γονείς, στενοί συγγενείς, γκόμενοι κλπ έχουν σκοτωθεί σε τροχαία. Και τώρα που βρήκε πάλι έναν άντρα, έτοιμη είναι να τον χωρίσει.
-Μακάρι να προλάβει ο καψερός να γλιτώσει!
-Μακριά, μαλάκα, μακριά σου λέω!

(από xalikoutis, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει άριστες επιδόσεις στο σεξ και τραβάει όλες τις γκόμενες πάνω του.

- Φαίνεται πως ο Τάκης είναι πολύ γλυκοτσούτσουνος. Δεν υπάρχει γκόμενα η οποία να μην του κολλάει. Τι διάολο κάνει στο κρεβάτι και έχει τέτοια πέραση, δεν καταλαβαίνω...
- Ζηλιάρη!

Βλ. και φαρμακοπούτσης - γλυκοψώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified