(ειρωνικό): Αγόρια.
Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...
(ειρωνικό): Αγόρια.
Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...
Got a better definition? Add it!
Πολυτελείας είναι ένας όρος που σημαίνει αυτό που σημαίνει: πως είναι ακριβό, πχιόττας, ξεχωριστό. Δεν ανήκει δηλαδή στα απαραίτητα αναλώσιμα αγαθά (άλλο τώρα αν, από κει που σκουπίζαμε τον κώλο μας με την πέτρα, σήμερα μπορούμε να απολαμβάνουμε και αυτά τα αγαθά ως καθημερινά και με τη σέσουλα. Ήρθε και μας πλάκωσε βέβαια...)
Έχουμε λοιπόν ψωμί, χαρτί, κωλόχαρτο, καθρέφτες, φόρο, βίλες, αυτοκίνητα και πόρνες πολυτελείας. Και άλλα πολλά.
Πέραν αυτών, ο όρος μπορεί να κοτσαριστεί ειρωνικά σε οποιονδήποτε: ζητιάνος πολυτελείας, τρελός πολυτελείας, μαλάκας πολυτελείας κλπ.
Στις μόνες περιπτώσεις που, λέγοντας απλά «πολυτελείας» καταλαβαινόμαστε, είναι όταν πρόκειται για ψωμί ή για πουτάνα. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του παρόντος λήμματος (παρ. 1, 2).
- Τι θα θέλατε;
- Ένα κιλό πολυτελείας παρακαλώ.
Πολύ μες το λούσο είναι το γκομενάκι... Ρε μπας κι είναι καμιά πολυτελείας και δεν το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
Πουτάνα, κοκότα, κυρίως πόρνη των σαλονιών, αυτό που θα λέγαμε σήμερα πολυτελείας.
Χαρακτηρισμός που προκύπτει από το μυθιστόρημα του Α. Δουμά «Η κυρία με τις καμέλιες». Το έργο είναι η ιστορία μιας τέτοιας. Βαστούσε πάντα ένα μπουκέτο καμέλιες, αγορασμένο από κάποιον εραστή. Το πρόσωπο αυτό ήταν υπαρκτό, έζησε στη Γαλλία του 19ου και πέθανε μόλις 23 ετών από φυματίωση. Λέγεται ότι σκεπάσανε τον τάφο της στη Μονμάρτρη με καμέλιες.
Τη λέξη βρήκα στον Α. Αλεξάνδρου, μη βαράτε, ναι πάλι Αλεξάνδρου και πάλι Ντοστογιέφκσι, κάνω αποδελτίωση, θα φάτε κι άλλα.
Κάποια αδιάντροπη, προκλητική φλόγα φωτίζει αυτό το πρόσωπο που δεν είναι καθόλου παιδικό. Αυτό πια είναι η ίδια η διαφθορά. Ένα πρόσωπο «καμέλιας», ένα ξεδιάντροπο πρόσωπο «κοκότας» που πουλιέται, ένα γαλλικό λουλούδι του δρόμου.
Ντοστογιέφσκι 'Έγκλημα και Τιμωρία« (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Got a better definition? Add it!
Αντίθετο του σανιδώνω.
1.α. Το κοκάλωσε μες στη μέση, σταμάτησα με το ζόρι και τον πλάκωσα στις κόρνες, όταν πήγα δίπλα και του την είπα γέλαγε ειρωνικά και κοίταγε με απάθεια.
1.β. Αφού προχωράει λίγο το λεωφορείο, το κοκαλώνει ξαφνικά (δεν ήταν σε κεντρικό δρόμο αλλά σε στενό -ούτε καν σε στάση δεν ήταν εκεί που το κοκάλωσε), ανοίγει τις πόρτες και μου φωνάζει άγρια να κατέβω κάτω!!
Got a better definition? Add it!
Χαλαρά, κουλ, χαλάρωσε, ήρεμα με τις αντιρρήσεις σου, μην επιτίθεσαι κλπ.
Φράση που εκστομίζεται προς τον συνομιλητή μας όταν αυτός αντιδράσει έντονα (οξύθυμα, επιθετικά, ειρωνικά, καυστικά, έξαλλος, μουτρωμένος κλπ) σε μια δική μας κουβέντα, είτε είπαμε μαλακία είτε είχαμε δίκιο.
Η φράση λέγεται και σκέτη, αλλά συχνά συνοδεύεται με τα εξής:
«καλά ντε, ~»
«~ ρε»
«~, δεν είπαμε και τίποτα...»
«~, δε σε είπαμε και καμπούρη» (μπαμπαδισμός)
κά
Πολλές φορές την λέμε προκαταβολικά, όταν ξέρουμε ότι θα μας την πούνε (παρ. 3).
Επίσης λέμε:
- «βάρα τον, τον μαλάκα» με την έννοια του «πάρ' τον από δω μην τον ακούω»
- «μη βαράτε τον Χ», δηλ. μην ξεσπάτε πάνω του (παρ.4)
Καλά μη βαράς ντέ, δεν είπα ότι είναι η θεά,είπα ότι δεν έχει φήμη αλανιάρας,cool.
Α: καλά ντε, μη βαράς μια παρατήρηση κάναμε...
Β: οχι βεβαια :) δεν βαραω! απλα τα εγραψα διπλα με κεφαλαια, για να ξεχωριζουν απο τα δικα σου.
Ο πρώτος, Lost, έχει παίξει 8 επεισόδια από τον 4ο κύκλο, τα έχω όλα, δεν έχω δει κανένα (μη βαράτε ντε, θα ανακάμψω)
Η ανακαίνιση του Μουσείου: Μη βαράτε τους νεκρούς (Αρχαιολογική υπηρεσία) Ο κ. Κ είναι το πρόβλημα !!
Got a better definition? Add it!
Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.
Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.
Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D
Με λένε Κώστα.
Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).
(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά (βλ. παρ.1): βάζω λεμόνι σε κάποιο έδεσμα, κυρίως στην προπαρασκευή του (απλή επάλειψη ή μαρινάρισμα). Το λεμόνι, εκτός από αρωματικό, είναι και αντισηπτικό.
Μεταφορικά (βλ. υπόλοιπα παραδείγματα): γυροφέρνω ένα θέμα, το φέρνω με τρόπο, το καθυστερώ (όπως λέμε το λιβανίζω), το τραβάω κλπ.
Θα έλεγα κυρίως: το παραποιώ -με την έννοια του «ωραιοποιώ», καθότι το λεμόνι με το άρωμά του διώχνει μυρωδιές και αρώματα που δεν μας είναι ευχάριστα (πχ. την κρεατίλα ή την κοτοπουλίλα).
Υπάρχει και αντίστοιχα το πορτοκαλίζω, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστό πια και το οποίο έχω συναντήσει μόνο στον Αλεξάνδρου, με την ίδια σημασία με το λεμονίζω, βλ. παρ. 4.
Disclaimer: τη λέξη δεν βρήκα σε κανένα από τα λεξικά που διαθέτω, ωσεκτουτού η ερμηνεία (κυρίως η μεταφορική) είναι εντελώς τελείως δική μου.
Πλένετε και καθαρίζετε τα ψάρια (μπορείτε να βάλετε γαύρο ή μπακαλιάρο ή γαλέο κλπ). Τα αλατίζετε και τα λεμονίζετε. Τα τοποθετείτε σε ταψί και από πάνω βάζετε τα κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες, το σκορδο και το μαϊντανό ψιλοκομμένα και καλύπτετε με τα ντοματάκια.
Για να μην λεμονιζω το θεμα ουτε ο Μπαγιεβιτς (που δεν τον γουσταρω μια) ετρωγε 4 στο γηπεδο του.
Με την Κέρκυρα παίζουμε. Λεμονίζεις επικίνδυνα.
(όλα τα παραπάνω από το νέτι).
Got a better definition? Add it!
Τρέχα γύρευε τρεχαγυρευόπουλος, καλά νταξ, πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το, άντε βγάλε άκρη, κττ.
- Άμα μου τη φέρει θα έχει να κάνει μαζί μου ο μουνίκακας...
- Καλά, Λούης θα γίνει κι άντε μετά πιάσε τον κασίδη και πάρ του τα μαλλιά...
Got a better definition? Add it!
Με κοπριά και καλό πότισμα, τα ζαρζαβατικά φτουράνε καλά.
Βουκολικόν και κλασικόν.
Μα φυσικά και σου βγήκαν τόσες δα οι πατάτες, δεν κόπρισες αρκετά... Δεν έχεις ακούσει που λένε οι παλιοί «με σκατό και με νερό γίνεται λάχανο γερό»;;;
Got a better definition? Add it!
Η πουτάνα που εργάζεται μαύρα, η μη δηλωμένη στην εφορία.
Κατ' επέκταση, η όποια γυναίκα συμπεριφέρεται σαν πουτάνα (κυριολεκτικά, μεταφορικά, στ' αλήθεια, στη φαντασία αυτού που την κατηγορεί κλπ), δηλ. μειωτικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που θέλουμε να την πούμε πουτάνα, αλλά είναι πιο πουτάνα κι από πουτάνα, ή απλώς δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αυτή και λέμε μια πιο κόσμια.
- Τι κάνει ο Αντρέας αυτόν τον καιρό, πηδάει καμιά στάλα;
- Ε, έχει βρει κάτι αδήλωτες και τις κανονίζει...
- Να τη χαίρεσαι Σάσα μου τη νυφούλα σου, φαίνεται άξιο κορίτσι!
- Ποια, η αδήλωτη που μου κουβάλησε στο σπίτι;;;
(μετά από κάποιους μήνες, ο γιόκας της κας Σάσας, στη γυναίκα του):
- Ίσα μωρή αδήλωτη που θα μου πεις ότι δεν με κεράτωσες με όλο το Μπουρνάζι, άι χάσου μη σε κασιδιάσω!
Got a better definition? Add it!