Παλιά λέξη-ήχος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Μπούας είναι ο μαλακάκος, ο μπούμπης, ο μπούλης. Περιγράφει δηλαδή έναν ακαθόριστα αρνητικό τύπο ανθρώπου, κάπως χοντροκομμένο στις κινήσεις του ή στα λόγια ή στην εμφάνιση ή σε όλα αυτά μαζί.

- Χθες είχαμε μύτινγκ...
- Ποιοι είχατε μαζευτεί;
- Όλη η παρέα και δυο-τρεις άσχετοι. Ήρθε κι αυτός ο μπούας ο Βασίλης.
- Καλά έκανα και έκατσα σπίτι για σάπινγκ.

Όταν μεγαλώσω θα ΄γίνω μπούας και πρωθυπουργός! (από Vrastaman, 10/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.

Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.

Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.

  1. - Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
    - Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.

  2. Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πρωτοειπώθηκε (μάλλον να πω: την πρωτοάκουσα) κατά τα ένδοξα έιτιζ, τότε που οι γυναίκες πια είχαν πιστέψει πως κατάφεραν να γίνουν άντρες χωρίς να είναι λεσβίες. Κάτι οι βάτες, κάτι οι σωλήνες, κάτι η μπότα, γεννήθηκε το υβρίδιο αυτό και μαζί του η λέξη τύπα, δηλαδή όχι απλώς τύπισσα, αλλά το απόλυτο αντίστοιχο του τυπά. Τώρα πια χρησιμοποιείται (από γυναίκες και άντρες) μάλλον ειρωνικά, καθότι οι επιπτώσεις —και στα δύο φύλα— τόσης χειραφέτησης είναι εμφανείς και προς το παρόν αδιέξοδες, παρόλο που κατά κόρον συζητιούνται στα πρωινάδικα: τρελές γυναίκες μόνες, θηλυκοποίηση του ανδρικού πληθυσμού, ψυχάκηδες κάθε είδους και φύλου, γεροντομάνες κλπ.

  1. - Ωραία τύπα η Σάσα. Αντράκι, γαμώ!
    - Τι σ' αρέσει ρε μαλάκα σ' αυτήν; Δεν πάω καλύτερα με τον Μικ Τζάγκερ; Πιο γυναίκα είναι.

  2. Καλά η τύπα το παράκανε, θα τον διώξει τον Σταύρο στο τέλος... Τέσσερα χρόνια συζούν, μια φορά δεν του έφτιαξε ένα πιάτο να φάει... Κι αν ο έρμος το ζητήσει, ποιος είδε τον θεό και δεν τον εφοβήθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που για διάφορους λόγους γίνεται για πρώτη φορά μητέρα σε μεγάλη ηλικία. Παρόλο που αυτό τείνει πια να γίνει κανόνας, υπάρχουν πολλοί, κυρίως γυναίκες, που χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό κατά κόρον.

  1. - Ρε συ κάνε κανα παιδάκι ρε Αλίκη, κοντεύτεις να μπεις στην κλιμακτήριο... Τι θες, να γεράσεις μόνη σου;
    - Και τι, ρε συ Κική, θα γίνω γεροντομάνα μόνο και μόνο για να με ξεσκατώνει το έρμο όταν θα γεράσω; Θα πηγαίνει σχολείο και θα έχει την εξηντάρα να το περιμένει απ' έξω; Για σύνελθε!

  2. - Ρε πούστη μου, τα πήρα στο κρανίο! Πήγα χθες στο μαιευτήριο να δω την Αλίκη που γέννησε και βλέπω στα πόδια του κρεβατιού της μια πινακίδα που έλεγε «Ηλικιωμένη μητέρα»! Αν είναι δυνατόν, τους πούστηδες του γιατρούς, να το λένε έτσι!
    - Ε τι ζόρι τραβάς και συ; Αφού η Αλίκη περίμενε να πάει σαράντα εφτά για να κάνει παιδί. Είναι η απόλυτη γεροντομάνα!

Mrs Robinson η μαμα όλων των Μιλφείγ (από Vrastaman, 02/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά, το σωματικό περίσσευμα της καθημερινής μας διατροφής, είναι κάτι το ανεπιθύμητο, απόβλητο, βρωμερό και δυσάρεστο στην όψη, δύσκολο στην αποβολή του από το σώμα για τους περισσότερους ανθρώπους του κόσμου για πολλούς λόγους: γιατί είναι δυσκοίλιοι, γιατί δεν έχουν τουαλέτα τη στιγμή που την χρειάζονται, γιατί δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο και την δέουσα ησυχία και ηρεμία να το παλέψουν το θέμα, ή επειδή απλώς είναι σκατοφοβικοί. Ποιος το περίμενε λοιπόν ότι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τα σκατά θα αποκτήσουν την πρώτη θέση στο λεξιλόγιο των πάντων... Ακόμα και όσοι δεν θέλουν να είναι αθυρόστομοι, στο στόμα τους τα έχουν με την πρώτη ευκαιρία. Εκεί χτυπά η καρδιά της οικουμένης περισσότερο. Εκεί ταυτίζεται η ανθρωπότητα. Στο σύμβολο κάθε απολύτως ανεπιθύμητης κατάστασης. Στα σκατά. Μerde, αναφωνεί ο γάλλος, shit λέει ο άγγλος, scheiße ο γερμανός, гавно ο ρώσος, τα ίδια σκατά λοιπόν για όλους.

Αντί παραδείγματος διαβάστε το κείμενο της φωτό, το οποίο (παρεμπιπτόντως και επί τη ευκαιρία) αναφέρει κι ένα σωρό άλλες εκφράσεις προς επεξεργασία. Εγώ διάλεξα τα σκατά, που είναι ιδιαιτέρως προσφιλές θέμα στο σάιτ αυτό.

(από GATZMAN, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαργκόν των γυμναστηρίων.

...Ελληνικότατη (από εποχής «πατριδογνωσίας» και βάλε) απόδοση των αγγλικών flex και point, δηλ. «σε ορθή γωνία» και «με τεντωμένα τα δάχτυλα» αντίστοιχα. Πρόκειται για την απαιτούμενη στάση των πελμάτων κατά τη διάρκεια ορισμένων ασκήσεων.

Στα γυμναστήρια ακούγονται και τα ελληνικά αυτά παραγγέλματα και τα αγγλικά. Τα τελευταία βολεύουν περισσότερο, καθότι στην εναλλαγή των στάσεων σε ρυθμό «εν-δυό» λες ευκολότερα «point-flex» απ' ό,τι «μύτη-τσαρούχι». Παρόλ' αυτά όμως το λένε εξίσου συχνά και στα ελληνικά.

  1. Ξαπλώστε και τεντώστε το σώμα σας. Σφίξτε τους γλουτούς και πιέστε τα πίσω μέρη των μηρών σας μεταξύ τους. Kάντε τα πέλματα «τσαρούχι» και τεντώστε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. (από το διαδίκτυο, περιοδικό Vita).

  2. Τσαρούχι είπαμε, όχι μύτη! μη νομίζετε ότι δεν σας βλέπω! Να πονάει θέλω!

τσαρούχι (από ironick, 15/11/08)μύτη (από ironick, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρονάδα. Λέγεται έτσι επειδή μπορεί να παρασκευαστεί με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να απαιτούνται μαγειρικές γνώσεις. Αυτή η ευκολία εξυπηρετεί τις πουτάνες, λέει, οι οποίες, εκτός από πολυάσχολες, είναι, στη μαγειρική τουλάχιστον, ανεπρόκοπες και ακαμάτρες, όπως θα έλεγε και η Μαλβίνα.

Η μακαρονάδα ως «μακαρονάδα» είναι πολύ νόστιμο αλλά «παιδικό» (κι ως ωσεκτουτού αντισέξ) φαγητό κι ας είναι το φαγητό της πουτάνας -είναι μάλλον η αντισέξ πλευρά της). Μπορεί όμως να καταστεί πολύ δήθεν και γκουρμέ αν την περιποιθούμε (τη μακαρονάδα) αναλόγως και βάλουμε μέσα κάτι άλλο εκτός από τυρί, ντομάτα ή κιμά.

- Α ρε τυχερέ, έχεις και τη Λίτσα να σου μαγειρεύει, τι να πουν οι καημένοι οι φίλοι σου τα μπακούρια... Μη μιλάς καθόλου.
- Ναι καλά, το φαγητό της πουτάνας τρώω κάθε μέρα ο μίζερος. Μακαρόνια, μακαρόνια, μακαρόνια, έχω γαμηθεί στο ζυμαρικό.
- Τουλάχιστον γαμείς και τίποτα;
- Ε, που λέει ο λόγος.
- Μεγάλε, μάλλον έχει πιάσει γκόμενο και σε ξεπετάει.
- Α την πουτάνα, λές;

... puttanesca ... (από Vrastaman, 15/11/08)... ωσαύτως puttanesca ... (από poniroskylo, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρισάθλιος, κυρίως εμφανισιακά αλλά και «εσωτερικά». Ο μιζερομίζερος, ο καχεκτικός, ο «κακομοίρης». Συνήθως είναι και ξινίχλας. Ανήκει στην κατηγορία μύγας, αλλά νομίζει ότι έχει πιάσει τη ζωή απ' τ 'αρχίδια και συμπεριφέρεται αναλόγως: κάνει πουστίτσες, έχει πάντα την «καλή» κουβέντα στο στόμα του, κάνει κατήχηση σε όλους προσπαθώντας να επιβάλλει τις απόψεις του, γενικά σπάει καυλί και συμπεριφέρεται σαν κυρα-περμαθούλα. Μπορεί όμως και να είναι πολύ μαζεμένος και ντροπαλός, όχι όμως από τους μαζεμένους και ντροπαλούς που μας είναι συμπαθείς, αλλά απ' αυτούς με το ύπουλο μάτι.

Άπλυτος, αξύριστος, άλουστος, ακούρευτος, λιγδιασμένος, με ικανή δόση πιτυρίδας. Παλιό μοντέλο άντρα, δε λέω, τώρα πια δεν το βλέπεις συχνά. Ευτυχώς.

Έτσι όπως το φαντάζομαι, η λέξη προέρχεται από ένα περίεργο κράμα των λιμός (πείνα, άρα λιμασμένος -μεταφορικά- ή απλώς αδύνατος) και φτερό (τόσο ανεπαίσθητη είναι η παρουσία του, αλλά με την κακή έννοια). Το -ξί- μπήκε για λόγους ευφωνίας ή συλλαβικού ρυθμού.

Δεν απαντάται στο θηλυκό, αλλά αν θέλουμε να το πούμε για γυναίκα χρησιμοποιούμε το ουδέτερο και γίνεται ακόμα πιο υποτιμητικό. Αφορά γυναίκες οι οποίες είναι επίσης ατημέλητες, καχεκτικές, βρώμικες, ελεεινές και εξαιρετικά μικροκαμωμένες.

  1. Βρε κορίτσι μου, τί δουλειά έχεις εσύ με αυτόν τον κατακαημένο, άντε τράβα να βρεις κανα γκόμενο να σου ταιριάζει αντί να υποτιμάς τον εαυτό σου έτσι μια ζωή με όλους τους λιμοξίφτερους...

  2. Καλά, χθες φρίκαρα, ήρθε στο μπαρ η Ελένη, αυτό το σίχαμα, το λιμοξίφτερο, και μου την έπεσε άσχημα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψευτο-γούνινο σκουφί που φοράνε στα μικρόφωνα οι ηχολήπτες για να μην περνά στην ηχοληψία ο βόμβος του αέρα όταν φυσάει δυνατά και τα γυρίσματα είναι σε εξωτερικό χώρο.

Ρε μαλάκα Γιάννη, πάλι ξέχασες να φέρεις τη γάτα; Δεν θα ακούμε τον πρόεδρο με τόσα μποφόρια που βαράνε σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified