Έτσι κατέληξε η γνωστή φράση του Καίσαρα «Και συ, Βρούτε;» (παρ.2) που είχε την έννοια: και συ με δαύτους είσαι ρε μαλάκα Βρούτε και δεν σε είχα πάρει χαμπάρι... Επειδή όμως ξεχάστηκε το τι σημαίνει και γιατί ειπώθηκε η φράση, σιγά-σιγά παραποιήθηκε και πήρε τη μορφή «Και σύ Βρούτος;», δηλαδή και σύ βρούτος είσαι; -σα να ήταν η λέξη βρούτος επίθετο αντίς για κύριο όνομα. Πάντως η σημασία της προδοσίας και της απογοήτευσης παραμένει.

  1. - Μωρέ ξέρεις γιατί σε πήρα, δεν θα μπορέσω να έρθω στο πάρτυ σου απόψε γιατί θα πάω εκδρομή στα χιόνια...
    - Και συ βρούτος;
    - Δηλαδή;
    - Ε ρε μαλάκα κανείς δεν έμεινε για το πάρτυ, όλοι μου πήρατε τα βουνά. Να πα να γαμηθείτε, δεν σας ξανακαλώ.

  2. O Μάρκος Ιούνιος Βρούτος Καίπιο ήταν συγκλητικός στην Αρχαία Ρώμη και ευνοούμενος του Ιουλίου Καισαρα. Στις 15 Μαρτίου το 44π.Χ οταν ο Καίσαρ πήγαινε στην Σύγκλητο για την τελευταία συνέλευση πριν αναχωρήσει για μια εκστρατεία, η συνωμοσία των 60 που ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, ο Δέκιμος Βρούτος Αλβίνος, ο Γάιος Τρεμπόνιος και παλιοί οπαδοί του Πομπήιου τον μαχαίρωσαν 23 φορές την ώρα που ήταν μπροστά από το άγαλμα του Πομπήιου. Σύμφωνα με τον μύθο, ενώ ο Καίσαρας έπεφτε νεκρός είπε Κι εσύ τέκνον Βρούτε;.
    από την Βίκι

(από Vrastaman, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μικρός κάγκουρας. Αυτός που από μικρός φαίνεται ότι θα μεγαλώσει. Δαρβινικό θαύμα της εξέλιξης. Το είδος καγκουρίκι εξελίσσεται σε κανονικό κάγκουρα.

Λήμμα το οποίο δεν χρειάζεται να βαθμολογηθεί ντε και καλά, απλώς το έβαλα για ευνόητους λόγους...

Καγκουρίκι (Long-eared Jerboa)
Η αλλιώς, ο Μίκυ Μάους της ερήμου. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να περιγράψει κανείς αυτό το μικροσκοπικό νυκτόβιο τρωκτικό με την μακριά ποντικίσια ουρά, τα μακριά πίσω πόδια που το βοηθούν να πηδά ψηλά και μακριά, όπως ένα καγκουρό, και τα ιδιαίτερα μεγάλα αυτιά. Το jerboa κυκλοφορεί σε κάποιες απομακρυσμένες, ερήμους θα λέγαμε, περιοχές της Κίνας και της Μογγολίας, ενώ μεγάλο ποσοστό από αυτά διασώζεται σε προστατευμένες περιοχές της Μογγολίας. Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για αυτό το παράξενο είδος, πέραν ίσως από της ιδιαίτερης προστασίας που απαιτείται γι’αυτό, σύμφωνα με την EDGE, ενώ περισσότερη έρευνα αναμένεται να διεξαχθεί μετά το πρώτο βίντεο που κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο και το δείχνει στην καθημερινότητά του.

από το ιντερνετικό ΙΝ2LIFE

(από ironick, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρελλό γαμήσι, με όλη τη γκάμα των δύσκολων και περίπλοκων στάσεων να αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη, με σβελτάδα, σε διάφορα σημεία του χώρου πέραν του κρεβατιού. Το γαμήσι με τέχνη και τεχνική, μετά από το οποίο είσαι πιασμένος/-η παντού. Για σωραίους ή για πολύ έγκαυλους.

- Τι έχει ο Πανούλης σήμερα, όλο αχ και ωχ κάθε που πάει να κουνηθεί, λες κι έχει πιαστεί από τη γυμναστική...
- Ε καλά, πάλι ασκήσεις εδάφους έκανε με τη Λίλιαν χθες, μου φαίνεται...

Πού να σηκωθείς κοπέλα μου. (από Galadriel, 25/02/09)

Συνώνυμο: ενόργανη γυμναστική. Δές επίσης πούσαπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεστομίζω αναπάντεχα κάτι που ο άλλος δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα άκουγε από μένα.

... και αφού της μίλαγα ώρες ατελείωτες ξανά και ξανά για τη σχέση μας και μήπως την έχει πειράξει που δεν της έχω προτείνει γάμο, μου ξεφουρνίζει ότι ποτέ δεν ήθελε σχέση, ότι δεν ξέρει γιατί το άφησε να πάρει τόσο χρόνο, και πως καλύτερα να κόψουμε... Κατάλαβες η σκρόφα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι σα «που να σε πάρει ο διάολος», «μη γαμήσω», ανάλογα με την περίσταση. Ακολουθείται από το εκάστοτε αντικείμενο (που να σου χέσω το κινητό, που να σου γαμήσω την ησυχία, κλπ) ή από αποσιωπητικά με τα οποία αποσιωπάται το εν λόγω αντικείμενο, επειδή συνήθως εξυπακούεται -ή, απλούστατα, δεν υπάρχει.

Μπορούμε να το διανθίσουμε με παραλλαγές -που να σου βράσω / γαμήσω / αυτώσω. Επίσης: που να σε χέσω, βράσω, γαμήσω (μεταβατικό ή βορειοελλαδίτικο).

Λέγεται μουρμουριστά και μέσα από τα δόντια. Σε εξτρήμ εντάσεις παραλείπεται το /π/ και, με ακόμα πιο κλειστά δόντια, λέμε: ου να σου χέσω κλπ. Σε περίπτωση θαυμασμού: Ω! να σου χέσω!

Χρησιμοποιείται και φιλικά. αατα.

  1. Θαυμασμού:
    - Ω! να σου χέσωωωω!!! Τι γαμάτο εργαλείο είναι αυτό; Πού το κονόμησες ρε μεγάλε;;;

  2. Μουρμούρας ή επίπληξης:
    - Πουνασουβράσω τις ιδέες ρε πούστη μου, πάλι σουβλάκι την κέρασες τη γκόμενα;...

  3. Μίσους και απέχθειας:
    - Ουνασουγαμήσω πούστη, που θα με πεις εμένα στρέι!

  4. Οργής:
    - Ουνασου χέσω μαλάκα το καριολάμαξο, που μου το παίζεις μούρη, μωρή σκατίπουστα, και μας ξυπνάς νυχτιάτικα με τις γκαζιές σου!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τo ιταλικό secondare που σημαίνει ακολουθώ ή συνοδεύω. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως (νομίζω) στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Το λέμε και μεις έτσι, πρίμο / σεκόντο, δηλαδή βασική μελωδία και συνοδευτική. Είναι αρκετά δύσκολο να τραγουδάς το σεκόντο σωστά (ως μη επαγγελματίας) και να μη σε παρασύρει η πάνω φωνή (κυρίως όταν μπλέκουν μεταξύ τους και το σεκόντο περνά πάνω από το πρίμο), γι' αυτό όσοι το καταφέρνουν περηφανεύονται για την ικανότητά τους. Στην δική μας μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά).

Κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε την λέξη όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.

Το σιγοντάρω μάλλον είναι επικρατέστερο από το πιο πιστό στην ιταλική προφορά σεκοντάρω.

  1. Χθες στο Απτάλικο ανέβηκε η δικιά σου και πήρε το μικρόφωνο και σιγοντάρησε πολύ καλά τον τραγουδιστή, δεν το περίμενα!

  2. - Δεν φταίει ο Σάκης που άργησε, είχε πολλή κίνηση.
    - Καλά, καλά, μη σιγοντάρεις και συ τώρα, φτάνει που μας φλόμωσε αυτός στη δικαιολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, προκαταβόλα. Αρνητικής απόχρωσης συντόμευση της λέξης προκαταβολή.

- Το πήρες τελικά το εργαλείο;
- Όχι ακόμα, μια πρόκα έχωσα και θα πάω τον άλλο μήνα να το ξοφλήσω.
- Ρε μαλάκα, δεν έχεις μυαλό εσύ, κάθε φορά την ίδια μαλακία κάνεις και τελικά χάνεις τα λεφτά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικο «κάνε στην άκρη». Τόσο απαξιωτικό και προειδοποιητικό για καυγά, ώστε παραλείπονται όλα εκτός από την ίδια τη λέξη.

- Παρακαλώ! έχετε άδεια εισόδου;
- Μπάντααα...

Got a better definition? Add it!

Published