Η μεγάλη παλιόπουστα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταφορικά. Στην κυριολεξία είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

  1. - Μεγάλη γαμιολόπουστα ο Κωστάκης... είδες τι μού 'κανε; Μου είπε ψέματα ότι δεν τα έχει με την Αλίκη ώστε να τσιμπήσω και να της την πέσω και τώρα κάνει ότι δε μου μιλάει. Δεν είχε τ' αρχίδια να μου πει κατά πρόσωπο να ξεκόψω μαζί του...

  2. - Χα, έμαθα ότι ο Νάκης το τυλίγει το ντολμαδάκι...
    - Καλά τώρα, είναι χρόνια γνωστό ότι είναι Η γαμιολόπουστα... Ολκής, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το θρασύ και απροκάλυπτο κατούρημα, κυρίως όταν είναι μεγάλης ποσότητας και συνοδεύεται από ιδιαίτερα επιθετική οσμή.

  1. Χθες, στο πάρτυ, η Τζένη με πήρε μαζί της έξω στον κήπο και έριξε μπροστά μου μια κατρούλα άλλο πράμα, δε χαμπαριάζει χριστό αυτή η γκόμενα...

  2. Πάνω που είχα πλύνει το αυτονίκητο και το είχα κάνει τζιζί, έρχεται ο σκύλος μου και του ρίχνει μια κατρούλα στη ζάντα, τό 'καψε μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η «δουλειά», ο μπελάς, ή κάτι απλώς βαρετό και μονότονο. Προφανώς από τη λέξη φάμπρικα που σημαίνει εργοστάσιο, είτε ως μεγάλη επιχείρηση ή ως βαριά και βαρετά επαναλαμβανόμενη εργασία.

συνώνυμα: βιολί, τραβάγια, μανίκι (σημασία 1)

  1. Άσε, μου άνοιξε μια φάμπρικα... Έφυγε για ταξίδι, και καλά επαγγελματικό, και μου παράτησε τη μάνα της άρρωστη να τη φροντίζω. Τα έχω δει όλα, η γριά με έχει τρελλάνει...

  2. Ο Σάκης έχει κολλήσει πάλι με τη Στέλλα και όλο γι' αυτήν μιλάει, μια τσόλι την ανεβάζει, μια ψυχοπουτάνα την κατεβάζει, πιάσαμε φάμπρικα πάλι, σου λέω...

Η φάμπρικα δουλεύει όλη μέρα! (από Hank, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Καταστρέφω, αχρηστεύω.
  2. Αποκαλύπτω πρόωρα.
  3. Τρελαίνομαι
  4. στον αόριστο μόνο: χρησιμοποιείται ως απειλή (συνώνυμα: τη γάμησες, την έβαψες, την έκατσες), που πιθανόν να βαστάει από τα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης όταν έκαιγαν τις μάγισσες και τους κακοί στην πυρά...
  1. Τό 'καψε ο πατέρας σου το αμάξι. Δεν τον άκουγες τι φασαρία έκανε για να το ξεπαρκάρει σήμερα το πρωί;

  2. - ...και στο τέλος τον σκοτώνει και παντρεύονταιαιαιαι...
    - Ε ρε μαλάκα, την έκαψες την ταινία, τι μου λες το τέλος της; Τι θα πάω να δω εγώ τώρα;

  3. - Είδες μια ξεκωλόγρια που τραγουδούσε σήμερα στους μπάτσους «κάτω στο γιαλό κάτω στο περιβόλι», «νεραντζούλα φουντωτή» κλπ;
    - Α η κυρία Ειρήνη είναι αυτή. Τό 'χει κάψει τελείως, χρόνια τώρα.

  4. Κακομοίρα μου, μην του πεις κουβέντα απ 'όσα σού 'πα, κάηκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγομαι στη δουλειά ή στις υποχρεώσεις, δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

- Από τώρα φεύγεις;
- Ρε συ καίγεται ο κώλος μου και συ μου θες ξενύχτια; Να ξεμπερδέψω και μετά ξαναβγαίνουμε και το τραβάμε όσο θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.

Μήπως από το σαχλός;

Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκατσα άσχημα, μου 'πεσε το λαχείο -με την κακή έννοια.

Άσ' τα να πάνε, μεγάλε. Κλήρωσα... Πάνω που έλεγα ότι όλα πάνε καλά, μου κλέψανε τη μηχανή και τώρα πρέπει να παίρνω τρεις συγκοινωνίες για να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον τσιγκούνη, αλλά και γι' αυτόν που δεν πρόκειται να ξεβολευτεί με τίποτα για να κάνει το χατήρι κάποιου, όσο αγαπητός ή απαραίτητος και να του είναι αυτός.

  1. - Καλά, δεν μπορεί μόνη της να πάρει ένα ταξάκι ή το μετρό και να πάει στο Ελ.Βελ.; Θέλει και συνοδεία; - Δεν την ξέρεις; Δούλους θέλει, τι νόμιζες. Όσο για την ίδια, μην τυχόν και της ζητήσεις ποτέ το παραμικρό. Δε δίνει να πιει ούτε στον άγγελό της.

  2. Καλά τι σου ζήτησα πια και γω; Να με πετάξεις μέχρι το αεροδρόμιο σου ζήτησα. Αλλά εσύ, πού... Δε δίνεις να πει ούτε στον άγγελό σου. Ποτέ σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μέγιστης υποτίμησης προς κάποιον που μας προκαλεί να τσιμπήσουμε για καυγά. Λέγοντας αυτό εννοούμε πως, όχι απλώς δεν θα τσαντιστούμε, αλλά θα είμαστε τόσο ξέγνοιαστοι που άμα λάχει τομπαίζουμε κιόλας, και χύνουμε κι από πάνω, κι ο άλλος θα τα πατήσει και θα φάει τα μούτρα του. Αλλά, όπως δηλώνει η πεμπτουσία της έκφρασης, ούτε καν πρόκειται να μπούμε στον κόπο με όλ' αυτά, τελικά. Τόσο ανάξιος της σημασίας μας είναι.

Το λένε και τα κοριτσάκια.

- Καλά ρε πούστη, θα σου δείξω γω...
- Θα μου δείξεις δε θα μου δείξεις, σιγά μη χύσω και γλιστρήσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified