Ο πολύ μίζερος, ο μόνο μίζερος, ο διπλά μίζερος, υποχόνδριος, κλπ.

- Καλό παιδί και τακτικό ο Λάκης...
- Α παπαπάααα! αυτός είναι μεγάλη πρωκτικάντζα ρε συ! δε θυμάσαι τι έκανε στη Φρόσω, που πήγανε να γαμηθούνε και έβγαζε τα ρούχα του ένα-ένα και τα δίπλωνε και τα τοποθετούσε τακτικά πλάι στο κρεβάτι, ο μιζερομίζερος;

βλ. και μιζμίζης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την φροϋδική ανάλυση, τα 3 βασικά στάδια που, ως μικρά παιδιά, οφείλουμε να διανύσουμε με επιτυχία ώστε να ολοκληρωθεί το πολιτισμικό μας στάτους, είναι το στοματικό (τα πάντα περνάνε από την επαφή με το στόμα), το πρωκτικό (η ηλικία ελέγχου των σφιγκτήρων, δηλ. το κόψιμο της πάνας) και το γενετικό στάδιο. Αν κάτι μέσα μας δεν πάει καλά στις κρίσιμες αυτές στιγμές, τότε μπορεί να καθηλωθούμε σε κάποια από τα στάδια αυτά και να διαμορφώσουμε αντίστοιχο χαρακτήρα με νευρωσούλες και υστερίες κλπ. Αν καθηλωθούμε στο πρωκτικό στάδιο, γινόμαστε χαρακτήρες που θέλουν να τα ελέγχουν όλα στη ζωή τους και σε αυτή των άλλων. Η παρερμηνεία της ονομασίας «πρωκτικό στάδιο» μας κάνει και χαρακτηρίζουμε ως «πρωκτικό» τύπο ή πρωκτικάντζα τον σιχασιάρη, τον ψιλο-λουγκρίδη, τον υπερβολικό, τον φοβιτσιάρη (που του φεύγουν ή που φοβάται μην πονέσει), τον σπαστήρα κττ., μάλλον γιατί η λέξη μάς παραπέμπει σε μια διαφορετική κυριολεξία (πχ. ό,τι έχει γίνει και με τη λέξη «σπαστικός»). Το παράδοξο είναι πως δεν χρησιμοποιείται από τις Γιαλόμες αυτή η λέξη.

Για το εγκυκλοπαιδικόν του πράγματος, βλ. εδώ.

Πολύ μαλάκας ο Νικήτας. Πρωκτικάντζα ολκής. Μου θυμίζει τον πόντιο στην παρτούζα που έλεγε «Μισό λεπτό ρε παιδιά, να οργανωθούμε...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη μαθητική μαλακιούλα η οποία έχει χαράξει ανεξίτηλα μέσα μας και την χρησιμοποιούμε όλοι κατά κόρον και τώρα ακόμα που είμαστε ώριμοι αθρώποι.

Όταν κατά σύμπτωση πούμε ή σκεφτούμε ή κάνουμε το ίδιο πράγμα με τον συνομιλητή μας και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή (μ' ένα στόμα μια φωνή, που λένε), τότε πρέπει αμέσως να ακουμπήσουμε με το δαχτυλάκι μας κάτι, οτιδήποτε, κόκκινο (κι ας είναι μια κόκκινη κουκίδα όλη κι όλη πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί) -το οποίο προφανώς βρίσκεται δίπλα μας, γύρω μας, πάνω μας- και να κάνουμε μια ευχή από μέσα μας. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι η ευχή θα πιάσει.

Κάτι αντίστοιχο με το «ένα δύο τρία φλοκ» (ή φλικ) -άμα πούμε συγχρόνως και οι δύο φλοκ (ή φλικ) κάνουμε πάλι μια ευχή. Επίσης υπάρχει και το «μολύβι κοτρώνα χαρτί» και χίλες δυο τέτοιες αηδιούλες.

Βλ. το σχόλιο της βρωμογλωσσούζ (το λέω με συμπάθεια, μην τα πάρεις, ε!) στο λήμμα κομψί κομψά αρ.2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο μικρό ώστε χωράει σε μια τσέπη. Συνήθως πρόκειται για βιβλίο (εκδόσεις τσέπης - pocket editions) ή για σκυλάκια (τσιουάουα κττ). Όμως μπορεί να είναι και οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε που έχει μικρές διαστάσεις. Σε αυτή την περίπτωση είναι συνώνυμο με την κατηγορία πτερού ή μύγας της πυγμαχίας.

  1. Ρε συ ο Φραγκίσκος, τι καλό παιδί, ε; ... και όμορφο πρόσωπο... αλλά είναι τσέπης ρε γμτ αυτός, πού να βρει γκόμενα... Κάνε ένα ψυχικό, ρε Λίλιαν, να χαρεί και το πικραμέν' αχείλι...

  2. - Μπαμπά κοίτα τι ωραίο σκυλάκι που βρήκα!
    - Τί είναι αυτό ρε Λουκία, περίληψη σκύλου είναι αυτό!
    - Είναι καλό μωρέ μπαμπάαα, είναι τσέπης, δεν θα μας ενοχλεί, όπου πάμε θα το παίρνουμε μαζί...
    - (&#^$)@&*^)... Εντάξει γλυκιά μου, ό,τι πεις...

για τους γαλλομαθείς (από ironick, 18/02/09)Ναιμ Σουλειμανογλου  (από Vrastaman, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φωνάζω πολύ
  2. Τραγουδάω με φουλ λαρύγγι ή τραγουδάω χάλια
  3. Σλανγκικώς πως: τον παίρνω στο στόμα μέχρι λάρρυγγος γιατί θέλω να το παίξω Λίλιαν αλλά δεν το αντέχω ούτε το κατέχω και τα παίζω και πνίγομαι και γίνομαι ρεζίλι των σκυλιώνε.
  1. (ο δάσκαλος στα παιδάκια)
    Ξελαρυγγιάστηκα να σας λέω τα ίδια και τα ίδια... Πότε θα με ακούσετε επιτέλους!!!

  2. - Πώς πήγε η τσάρκα με τα μπουζουκομούνια χθες;
    - Άσε, μας πήγανε και καλά για πλάκα σε ένα d class κωλάδικο στην εθνική με μια τραγουδιάρα που ξελαρυγγιαζόταν και μας έφυγαν τ' αυτιά...

  3. (ΓΚΑΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΜΟΥΧ! ΟΥΓΚΑΧ! ΜΓΚΑΧ! ΜΠΦΦΦΦ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαριά μέθη ή μαστούρα ή κούραση ή αποβλάκωση. Το να είσαι γκολ, λιώμα, τέρμα, αλοιφή, ζαμπόν.

Ανέβηκε να μιλήσει πιωμένος και μες τη λιωσμάρα του δεν καταλάβαινε ότι το πανταλύνο του είχε ανοιχτά τα μαγαζιά, και φανήκαν τα παπάρια του! Δεν φορούσε σώβρακο, ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιβάζω, ταχτοποιώ κατά ντάνες.

κατά τον τριανταφυλλίδη:
ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.

[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]

Επιτέλους βρήκα χώρο και ταχτοποίησα τα πράγματά μου. Τρία χρόνια τα είχα ντανιασμένα σε μια αποθήκη.

Χταπόδι της Hamas απειλεί να ντανιάσει το Dana International (από Vrastaman, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυγάς, ειρωνικά. Η έκφραση καταδεικνύει την αστειότητα των καυγάδων όπως την αντιλαμβάνεται κάποιος που είναι απ' έξω: σαν να τσακώνονται σκύλοι που γαβγίζουν ο ένας τον άλλον.

Εντάξει, θα πάμε στου Λάκη, αλλά αν είναι να αρχίσετε με την Ελενίτσα πάλι τους γαβγάδες, εγώ θα φύγω, ξηγήθηκα;

(από Vrastaman, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για αριθμούς τηλεφώνου που είναι πολύ εύκολοι στην απομνημόνευση και θυμίζουν τους αντίστοιχους που έχουν οι κλειδαράδες, πχ. 7774777. Σκοπός των τελευταίων είναι να τους θυμάσαι όποτε όξαποδώ τους χρειαστείς. Έλα όμως που μπορεί, πχ, να μην θυμάσαι αν είναι 7774777 ή 7777477 ή 7747777 ή 7744777 ή 4447444 και πάει λέγοντας;

Καλά ρε μαλάκα, τον θεό μπάρμπα έχεις και σου δίνουν όλο κλειδαράδικους αριθμούς; Εγώ τον δικό μου μέχρι να τον μάθω μου πήρε δύο μήνες...

Klidaradiko.gr? Clidaradico.gr? Φτού σου το φελέκι μου μεσα! (από Vrastaman, 19/02/09)- Εσύ την πηδάς; (από Galadriel, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published