Το πηλίκιο του ναυτάκου (που λέει κι ο Χότζας), του ναυτάκου που υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό. Προφάνουσλυ λέγεται έτσι γιατί είναι πλακέ και λευκό και θυμίζει ασπιρίνη. Θα έλεγα ότι θυμίζει καλύτερα το παλιό ντεπόν, το οποίο όμως μάλλον δεν υπήρχε την εποχή που βαφτίστηκε έτσι το καπελίνο αυτό.

Λέγεται και τάπα.

Ασίστ -ερήμην του: Χότζας στο πού τρώς ψωμί εσύ;

«Στη διάλεκτο της ηρωικής ναυτοσύνης Λουκάνικο είναι ο μακρόστενος σάκος από καραβόπανο που σου δίδει η υπηρεσία με τις κουβέρτες, τις πετσέτες, κάτι σώβρακα, παντόφλα 'πήγασος με το νύχι στο βγάλσιμο' (αθάνατε Χαρι Κλιν!!!), στολή, άρβυλα, κάλτσες, μαχαιροπήρουνα και φυσικά την … Ασπιρίνη δηλαδή το πηλίκιον του ναύτου! Ένα ΙΚΕΑ δηλαδή, ντύνει στολίζει νοικορεύει σε ναυτική συσκευασία!»

(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ζαργκόν των τεχνικών των οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίοι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και ήχου (πχ Avid, Premiere, Final Cut).

Είναι η διαδικασία κατά την οποία παίρνει σάρκα και οστά το χ εφέ που έχει προστεθεί στην εικόνα ή στον ήχο. Δηλαδή το έχεις μεν δουλέψει εσύ μέσω εντολών, αλλά για να το δεις μπροστά σου πρέπει να προηγηθεί το ρεντάρισμα ή ρέντερ.

Από το αγγλικό rendering.

- Τι έγινε, πώς και κάνεις διάλειμμα και δε λιώνεις στη δουλειά;
- Τό' χω και ρεντάρει τώρα και είπα να κάνω μια βόλτα μέχρι το περίπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρίζω από τα σκατά (δεν θέλετε να μάθετε πώς, αλλά σε όλους μας θα τύχει μια μέρα...) κάποιον που έχει χεστεί πάνω του. Ωραία πράγματα δηλαδή.

Ξεσκατώνουμε:
α. το μωρό μας,
β. τον γέρο μας,
γ. τη γριά μας,
δ. τον σκύλο ή την γάτα μας (στην περίπτωση της γάτας, μπορεί να μιλάμε απλώς για το καθάρισμα της άμμου της).

Το α. και το δ. τέσπα παλεύονται. Τα β. και γ. όμως, με τίποτα - μπλέκει και το ψυχολογικό στη μέση, βλέπετε.

Την ωραία αυτή δουλειά, η οποία μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις (ανάλογα με το ποιος έχει φάει τι ή με το ποιος πάσχει από τι), την κάνουμε είτε εμείς οι ίδιοι, ή κάποιος άλλος τυχερός, συνήθως γυναίκα.

Να μη συγχέεται με το ξεσκατίζω.

Αγάπη, σειρά σου σήμερα να ξεσκατώσεις τον μικρό γιατί νιώθω μια κούραση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρίζω από την κοπριά ένα μαντρί, από τις κουτσουλιές ένα κοτέτσι ή ένα κλουβί, από τα σκατά μια τουαλέτα, κλπ, κοινώς καθαρίζω έναν χώρο από τα περιττώματα που περιέχονται σε αυτόν.

Να μην συγχέεται με το ξεσκατώνω.

- Ωχ ρε πστ!, ξεσκατίζει ο Μανόλης το μαντρί και έχουμε μποχιάσει όλοι, το κέρατό μου το τράγιο...

Got a better definition? Add it!

Published

Θα σε φτιάξω, θα σε κανονίσω, θα σε κάνω άνθρωπο (προφανώς, πας μη ρεμπέτης βάρβαρος), δηλαδή θα γίνεις ξηγημένος, ψημένος από τη ζωή και ελεύθερος.

Λέγεται και σε γυναίκες - αντράκια.

  1. Κοίτα τη μικρή που έμαθε και να κόβει τα ξύλα! Ρε θα σε κάνω ρεμπέτη εγώ, αμ τι νόμιζες...

  2. - Ρε μαλάκα με τρόμαξες, γάμησέ μας με τις χοντράδες σου!
    - Τελέρε που σε τρόμαξα ρε φλώρε, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα, θα σε κάνω ρεμπέτη εγώ, άκου κει «τρόμαξα»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τη δουλίτσα μου, ξεχαρμανιάζω μεταφορικώ τω τρόπω, ξεκαβαλάω.

- Αργεί ο Σάκης, πού είναι, θα χάσουμε το έργο...
- Εεεε... είναι με τη Λίτσα, μπορεί να αργήσει λίγο ακόμα...
- Α κατάλαβα, λοιπόν πάμε εμείς, και μόλις ξεγαμήσει άμα θέλει θα έρθει μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.

Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).

- Τι λέει αυτή η ταινία;
- Πολύ γκαγκάν γκαγκάν την κόβω, δεν βλέπουμε καμιά άλλη λέω γω; Έχω όρεξη για λίγη κουλτούρα απόψε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητικό που δηλώνει «επίσημη» ανακοίνωση: κάποτε, στα φεουδαρχικά, βασιλικά και αυτοκρατορικά χρόνια, οι σάλπιγγες ηχούσαν για να ανακοινώσουν κάποια σημαντική στιγμή (άφιξη, λόγο, κλπ κλπ) των προυχόντων. Αν λοιπόν σήμερα πρόκειται να πούμε κάτι σπουδαίο, θα το ανακοινώσουμε για πλάκα, ή θα το ειρωνευτούμε, προλογίζοντας απλώς με ένα «ταντάν ταντάααν!».

(σε γενική συνέλευση της ΣΑΦ κάτι δεκαετίες πριν...)
- Ταντάν ταντάαααν! Silence!!! (γαλ.)... Θα μιλήσει ο πρόεδρος τώρα!

Ταρατατά (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified