Ο τσιλιβήθρας (ή «η τσιλιβήθρα», κι ας μιλάμε για το αρσενικό) είναι ο μικροκαμωμένος και αδύνατος άντρας, συνήθως με νευρώδες και γυμνασμένο σώμα. Πολλοί αλητάμπουρες είναι τσιλιβίθρες.

Νομίζω ότι δεν λέγεται για γυναίκες, παρά την αντίθετη άποψη του Τριανταφυλλίδη (βλ. παρακάτω).

Η λέξη προέρχεται από την τσιλιβήθρα. Ο Τριαντάφυλλος μας εξηγεί:

τσιλιβήθρα η [tsilivíθra]:
1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.

Παρά την δόκιμη γραφή με -ή-, απαντάται πιο συχνά ως «τσιλιβίθρα», ίσως γιατί το -ί- δίνει την αίσθηση του πιο αστείου, πιο μικρού κλπ.

  1. Εγώ ψηφίζω GeorgeZ750 γιατί είναι παλιός (και γιατί είναι τσιλιβίθρας και έχει καλύτερη αναλογία κιλών-ίππων).

  2. Ειμαι τσιλιβιθρας ρε! φυσαει και με παιρνει ο αερας! Τα καλυτερα μου χρονια ηταν στα 15 μου... ημουνα γυρως στα 84 κιλα

  3. στο γυμναστήριό μου ένας πιτσιρικάς είναι φέτες μεν αλλά τσιλιβίθρας

(όλα τα παραπάνω από μπλογκζζζζ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ίσιο (και μάλιστα από τη φύση του ίσιο) αντρικό ή γυναικείο μαλλί. Συνήθως ξανθό και όχι πάρα πολύ χοντρότριχο, ούτε πολύ πυκνό, καλής όμως ποιότητας, γυαλιστερό, δεν πουτσοτριχίζει εύκολα, θέλει όμως συχνό λούσιμο γιατί λαδώνει την επομένη κιόλας. Χαρακτηρίζει κυρίως τους προερχόμενους από τις βόρειες χώρες, αλλά και -εν μέρει- από τις ΗΠΑ. Κανένα μαλλί δεν μπορεί να γίνει τόσο ίσιο με τεχνητό τρόπο.

Τα εξίσου πανέμορφα, ίσια και βαριά, μαύρα μαλλιά των προερχομένων από την Ανατολή (γυναικών), δεν λέγονται έτσι. Μάλλον γιατί το «πράσο» παραπέμπει σε κάτι το λεπτό και ανοιχτόχρωμο.

- Ωραία μαλλιά!
- Από πότε σου αρέσει το μαλλί πράσο, πάντα μου έλεγες ότι σου αρέσουν οι κατσαρομάλλες, κατάλαβα, μου λες με τρόπο ότι θέλεις να τα ισιώνω...
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάσταρδος, όπως είναι μπάσταρδο και το έρμο το μουλάρι. Παλιά καλή βρισιά. Γεμίζει ο στόμας πάντως όταν το λέμε.

Θηλυκό δεν έχει (χα!), έχει όμως ουδέτερο, το μούλικο.

Τι το κοκαλώνεις ρε μούλο, οι άλλοι έχουν στοπ ρεεεεεεεεεεε!

mulata στο rio (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  1. Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;

  2. Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάνω, εξαντλώ τα όρια μιας κατάστασης όσο δεν πάει άλλο. Προφ η έκφραση συσχετίζεται με το είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός ξεκωλιάστηκε.

Το έχω παραχέσει με τη σκατολογία και μάλλον σταματάω εδώ.

O dj το παράχεσε (από Jonas, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάτι / κάποιον που αργεί πολύ στην πραγματοποίηση μιας λειτουργίας / πράξης του και απαιτεί εκ μέρους μας μια σπάνια αρετή, την υπομονή.

  1. Πρέπει να αλλάξω υπολογιστή, αυτός κάνει πέντε λεπτά να ανοίξει, είναι της υπομονής.

  2. Μη σε πιάσουν πάλι οι βιασύνες σου, αφού ξέρεις ότι η Όλγα είναι της υπομονής μέχρι να τελειώσει το φαγητό της, μασάει και το γιαούρτι.

(από Khan, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μφ. = νταξ, κααλά.
μφφ... = τι αστείο... μφφφ! = σι-γά! (τα λάχανα)
μφφφφφφ! = για δες έναν μαλάκα!

  1. - Θα έπρεπε να ζητήσεις συγνώμη από τη δασκάλα για την πράξη σου...
    - Μφ!

  2. - Μωρό μου, πώς ψήλωσες έτσι ξαφνικά; - Μφφ... (φοράει τακούνια)

  3. - Θα 'λεγα να μην του πεις τέτοιο πράμα, θα τον πειράξει...
    - Μφφφ!

  4. Τον είδες με τί ύφος μπήκε μέσα στην αίθουσα;
    - Μφφφφφ!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρέζα λέμε μεταφορικά κάτι (κατάσταση, σχέση) που, από κει που μας ήταν μια απλή συνήθεια, έχει γίνει βαριά εξάρτηση, ακριβώς όπως η πρέζα που άπαξ και πιάσεις δουλειές με δαύτη δεν κόβεται εύκολα ή δεν κόβεται καθόλου.

«Πρέζα του 'χει γίνει το σλανγκρ, μια μέρα να μη μπει παθαίνει σύνδρομο στέρησης», θα έλεγε κανείς κάποτε για τον Γκατσμαν που τελικά χάθηκε από το προσκήνιο.

(από Khan, 03/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάθομαι ήσυχος, φρόνιμος, κάθομαι στ' αυγά μου, στην καρέκλα μου, πάνω στον κώλο μου δηλαδή και δεν είμαι μια από δω και μια από κει.

- Αυτός ο Νικήτας είναι υπερκινητικό παιδί, δεν κωλοκάθεται ποτέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified