Αυτή που έχει μεγάλο κώλο.

-Του Κώστα του αρέσουν οι κωλαρούδες.
-Μπα, αρχίδια του αρέσουν. Τις προτιμάει γιατί δεν θα του την κάνουν εύκολα με άλλους, δεν τις θέλει κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.

  2. Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.

- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός; - Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):

Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι. - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στον πληθυντικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε τι μικρό σε μέγεθος, σφαιρικό, γυαλιστερό, μονόχρωμο.

  1. Την έπιασε μανία φέτος τα Χριστούγεννα και γέμισε όλο το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια.

  2. -Τι σκατά είναι αυτά τα μπιρμπιλόνια στο φαγητό ρε Ελένη;
    -Κόκκοι κέδρου, αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ μεγάλη σελίδα ή το πολύ μεγάλο κείμενο (συνήθως ηλεκτρονικό).

- Καλά ρε άσχετε, δεν μπαίνεις να διαβάσεις κανένα blog;
- Τι λε ρε μαλάκα, να πήξω με τους τύπους που γράφουν σεντόνια ολόκληρα;...

(από GATZMAN, 25/09/09)(από Khan, 13/09/14)

βλ. και οθονιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.

Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:

  • να χαθεί
  • να πάει στο διάολο
  • να πά' να γαμηθεί
  • να πά' να χεστεί
  • να πά' ν' αυτώσει
  • δεν (μου) γαμιέται

κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.

Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το οποιοδήποτε μικρό σε μέγεθος αντικείμενο που, για κάποιον λόγο, μας την έχει σπάσει λίγο. Πολύ παλιά έκφραση.

  2. Το ανδρικό μόριο.

  1. - Έχασα μισή ώρα να ψάχνω αυτό το κολοκύθι...
    - Και πού ήταν;
    - Στη θέση του.

  2. Χθες ο πατέρας σου είχε πει και λύσσαξε να δείξει το κολοκύθι του σε όλη την ταβέρνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified