Ο άντρας που είναι γενικώς απειλητικών διαστάσεων, είτε γιατί το σκαρί του είναι τέτοιο, ή επειδή είναι φουσκωτός ή επειδή είναι απλώς τόφαλος αλλά ποζάρει για γυμνασμένος. Ειρωνική πάντως η έκφραση, άρα χρησιμοποιείται κυρίως για όσους επιδεικνύουν αρειμανίως τον σωματότυπό τους αυτό, είτε αφορά γυμνασμένο σώμα είτε όχι.

Συνώνυμα: αρκούδα, γομάρι, δείρε τημ, κορμάδι, μπιλντέρι, φουσκωτός.

  1. - Ωραίος παιδί ο καινούργιος γκόμενος της Έλσας, ε;
    - Ποιος, αυτός ο σώμας; Μην τσιμπάς ρε, απλώς ρουφάει την κοιλιά του και κορδώνεται. Δες τον το καλοκαίρι και τα λέμε...

  2. Και γιατί δεν τον γουστάρεις τον Κωστάκη ρε Νάνσυ; Καλόμαθες που ο προηγούμενος ήταν σώμας, μπακλαβαδωτός και εξαπάκετος κιέτσ', και δεν σου κάνουν τα νορμάλ παιδιά πια;

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση γκραν γκρινιόλ που σημαίνει όχι το τι κάνω εγώ, αλλά το τι πρέπει να κάνεις εσύ: να σκάσεις. Σε αυτή την αντιστροφή της σημασίας της έγκειται όλη κι όλη η σλανγκιά της λέξης.

Λέγεται όταν είμαστε πολύ θυμωμένοι και δεν μας παίρνει να αναπτύξουμε ολόκληρο το φλύαρο επιχείρημα που λέει: «αν δεν σε πειράζει, μπορείς να περιμένεις να τελειώσω πρώτα αυτό που έχω να πω και μετά λες το δικό σου;» ή «τώρα είναι η σειρά μου και θα κάτσεις να τα ακούσεις όλα όσα έχω να πω, γιατί έχεις άδικο και δεν σε παίρνει να πεις κουβέντα» κλπ.

Αφού το βροντοφωνάξουμε, συνεχίζουμε απλά τα όσα λέγαμε.

Άλλες χρήσεις της λέξης δεν είναι σλανγκ, πχ όταν μιλάμε στο τηλέφωνο και κάποιος μας φωνάζει επιμόνως από το διπλανό δωμάτιο επειδή δεν έχει καταλάβει ότι δεν είμαστε διαθέσιμοι, οπότε του φωνάζουμε «Μιλάω!», δηλαδή «μωρό μου (ή: τον χριστό μου μέσα), μιλάω στο τηλέφωνο και δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω, έρχομαι σε λίγο!».

- ... και όχι μόνον αυτό, αλλά σε είδα μέσα στο αυτοκίνητό μας να του παίρνεις πίπα και...
- Μα δεν ήταν πίπ...
- ΜΙΛΑΩ! ... και νάσου πάνω κάτω το κεφάλι, και μετά φιληθήκατε και...
- μα...
- ΜΙΛΑΩ είπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σημάδι από τα γυαλιά ηλίου στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνομαι σαν κουκουβάγια, το γύρω από τα μάτια άσπρο (στο σχήμα των γυαλιών μου πάντα), η δε μύτη, το μέτωπο και τα μάγουλα, ροζουλί, κόκκινα ή καφετί.

Μάνα στην κόρη:
- Τι έγινε, δεν θα βγεις απόψε τελικά;
Κόρη:
- Τσου.
- Και γιατί;;;
- Γιατί έτσι.
- Δεν έχει τέτοια, θα μου πεις γιατί.
- Όχι, δεν σου λέω.
- Αααα, κοίταξε να σου πω, ώς εδώ με τα πείσματά σου. Θα μου πεις τι τρέχει αλλιώς θα σου κρύψω το κινητό.
- Παράτα μας ρε μάνα, τι θεεες, μπουχουχου...
- Μα τι έγινε επιτέλους;!
- Μπουχου... ε να, (σνιφ), χθες που καθόμουνα στην καφετέρια με πήρε ο ήλιος και έκανα γυαλιά και θα με δει ο Λάκης απόψε και θα γελάειιιιι, δεν πάω, δεν πάω, δεν πάω!!! Μπουχουχου...

Got a better definition? Add it!

Published

Πού να λέει κανείς «αρ ες ες» ή να αλλάζει το πληκτρολόγιο για να γράψει RSS, για τέτοια είμαστε τώρα; Απλά το λέμε «ρουσουσού» και τέλος.

Η Βίκυ εξηγεί τι είναι αυτό: «Ο όρος RSS προέρχεται από το αγγλικό Really Simple Syndication. είναι ένα format ανταλλαγής περιεχομένου βασισμένο σε γλώσσα XML. Είναι ένας νέος τρόπος να ενημερώνεται ο χρήστης του Ίντερνετ για γεγονότα και νέα από άλλους χρήστες ή και κανάλια πληροφορίας. Η πληροφορία μέσω του RSS έρχεται στον υπολογιστή του χρήστη Online.»

Βλ. και μουσουνού, χεσεμές, εμ-πι-τρία.

- Πω! πού να βγάλω άκρη σε αυτό το μπλογκ ρε μαλάκα, της πουτάνας γίνεται!
- Ε μπες και συ καημένε μου στο ρουσουσού να τα δεις όλα μαζεμένα, πιο βολικό είναι, για κάτι τεμπέληδες σαν και σένα το κάνανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το MSN. Λέγεται έτσι για τους ίδιους λόγους που το RSS λέγεται ρουσουσού.

Δεν το έχει η ελληνική Βίκυ, άρα βλ. αυτό.

Παρομοίως βλ. και χεσεμές.

- Έχω γεμίσει εμότικα το μουσουνού και δεν μπορώ να γράψω σαν άθρωπος.
(από το παράδειγμα 2 του λήμματος -ο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταθέτω εδώ κάποιες λέξεις που μιλιόντουσαν στην Αίγινα μέχρι προ 50-60 ετών τουλάχιστον. Είναι επιλογή από έναν κατάλογο που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε τεύχη του «Κήρυκα της Αιγίνης» το 1947 και το 1948. Καταγραφή: Ι.Β. Λυκούρης. Δεν είναι όλες αποκλειστικά Αιγινήτικες, να μην πω σχεδόν καμία -η χρήση τους μπορεί, οι ίδιες μάλλον όχι, αλλά δεν είμαι ειδική.

Επέλεξα κάποιες που πιθανόν να έχουν ένα ενδιαφέρον για το σλανγκρ. Καθότι ακόμα είμαστε λαρτζ και, σαν καλός μύλος, όλα τα αλέθουμε εδώ μέσα, τόλμησα να τις βάλω. Εξάλλου, ιντερνετικώς πώς, δεν τις βρήκα αλλού.

Αντιρρήσεις δεκτές, αλλά θα προτιμούσα γνώμες, καθότι αυθαιρετώ 100% ως προς την γλωσσολογική μου προσέγγιση.

αίμας (= αίμα, όπως λέει ο Τσιφόρος «ο στόμας μου»).

αγλύτσαστος = να μη δει γλύκα

θείος / θεία = κύριος / κυρία (ρε θείο)

κωλοπηλάλα = τρέξιμο για δουλειά

έχει τα μαγκούφια του, είναι στα μαγκούφια του = είναι κακόκεφος

μαγκουφιάζω = δεν δίνει ερμηνεία, δίνει μόνο παράδειγμα (βλ. παράδειγμα), λέω λοιπόν εγώ: σημαίνει «τραβάω μαλακία»;;; λογικό, μιας και ο μαγκούφης είναι και ο ξεμειναμένος εργένης

καρτάλι = μικρό καλάθι

είναι ξαπέτος = έχει πετάξει (μου θυμίζει την ξεπέτα)

Παράδειγμα και σχόλιο για τη λέξη «μαγκουφιάζω»

Παράδειγμα (από το άρθρο):
Μια γυναίκα έκατσε κάποτε «εκεί όπου είχαν μαγκουφιάσει οι ψαράδες» και έμεινε έγκυος.

Σχόλιο:
Μου θυμίζει το πώς έμεινε έγκυος η μάνα του Λεολό στην ομώνυμη ταινία: πέφτοντας μέσα σε ένα καφάσι ντομάτες οι οποίες ήταν πασαλειμμένες με το σπέρμα ενός αγρότη που τράβαγε μαλακία στο μποστάνι ενώ τις μάζευε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απειροελάχιστο αλλά και καλά μαγκιόρικο μηχανάκι, το DAX της Honda, το οποίο ήταν πολύ της μοδός στα τέλη εβδομήνταζ-αρχές ογδόνταζ. Παραδόξως παίζει ακόμα, και υπάρχουν διάφοροι κολλημένοι με δαύτο. Υποθέτω ότι είναι κάτι σαν του κολλημένους με τα ντεσεβό ή τους σκαραβαίους.

- Ρε μαλάκα! Ποιος μου έστειλε μέιλ χθες;;;
- ;;;
- Ο Σίμος! Με βρήκε στο φατσοβιβλίο και μού 'γραψε.
- Ποιος Σίμος;;;
- Ο Σίμος; Από το σχολείο; Με το νταξάκι;
- Αααααααααα! ο Σίμος!

Λέει για πρα πρα! (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού, αφού με αυτό πας παντού.

Αναφέρεται σε αντικείμενα, χαρτούρα, πρόσωπα-κλειδιά, λέξεις, καταστάσεις κλπ.

Αν σου δώσαν αυτό το χαρτί, τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Είναι πασπαντού, σε καλύπτει ό,τι και να χρειαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified