Παθαίνω κράμπα. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, έχω ευαισθησία και με πιάνουν κράμπες συνέχεια.

- Ρε πστ, δεν ξέρω τι έχω πάθει, συνέχεια κραμπάρω στη γυμναστική...
- Σου λείπει μαγνήσιο, να τρως μπανάνες...

(από Jonas, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίχνω φόλα.

Έχουμε έναν γείτονα που συστηματικά φολιάζει τα αδέσποτα της περιοχής, θα τον σκίσω άμα τον πιάσω...

Θα σου ρίξω φόλα στο σκυλάκι σου  (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρούχο που, πρώτον, στεγνώνει πολύ γρήγορα καθότι λεπτό, βου δεν θέλει σιδέρωμα επειδή δεν τσαλακώνει (άρα είναι +/- συνθετικό) ή φοριέται επίτηδες τσαλακωμένο.

Πλύνε-βάλε σημαίνει ότι είναι τόσο εύκολο ρούχο ώστε το φοράς, γυρίζεις σπίτι σου, το πλένεις και, την ίδια μέρα λέμε τώρα άμα λάχει το ξαναφοράς και ξαναβγαίνεις.

Το στέγνωμα ούτε που αναφέρεται στην έκφραση, τόσο αμελητέα υπόθεση είναι.

Πλύνε-βάλε, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα Μικρό Μαύρο Φόρεμα, ας πούμε. Αλλά και οτιδήποτε είναι ελαφρύ και μικρό σχετικά σε μέγεθος.

Το σίγουρα αντίθετο του πλύνε-βάλε είναι το τζην.

Να σημειωθεί ότι σπανίως αφορά αντρικό ρούχο η έκφραση.

- Ωραίο μπλουζάκι!!!
- Φχαριστώ. Είναι και πλύνε-βάλε, πολύ με έχει βολέψει.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μέσος οδηγός, ο που δεν ξέρει να προσπερνάει παρά μόνο στην ευθεία, ο που όταν τον προσπερνάς γκαζώνει (γιατί είναι ευθεία), ο που πατάει πάντα φρένο στη στροφή αντί να κατεβάζει ταχύτητα, ο που πάει γενικώς, ο που πλήρωσε για το δίπλωμά του γιατί αλλιώς δεν. Το πιο σύνηθες είδος που απαντάται στις εθνικές οδούς μετά τους νταλικέρηδες και τα τροχόσπιτα.

Όταν ο οδηγός αυτός βρίσκεται μέσα στην πόλη, απλώς καταλαμβάνει τρεις λωρίδες μόνος του.

Συγγενεύει με τον οδηγό του σαββατοκύριακου, τον νικολάκη, τον χάρο και τον μπάρμπα-Μπρίλιο, με εκδοχές προς όλες τις ηλικίες και φύλα.

- Μην του κολλάς του μαλάκα!
- Νταξ μωρέ, τώρα, θα τον περάσω.
...
- Τον παλιοκαριόλη, τώρα που τον περνάμε 10 αμάξια πήρε να γκαζώσει η κομπλεξάρα!
- Ε τι περίμενες, είναι οδηγός της ευθείας αφού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο που λεγόταν κατά κόρον τις προηγούμενες 2-3 δεκαετίες, τότε που σκάσαν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα νησιά, μικρά, άθλια, ζεστά, υγρά, που ήταν θαύμα το ότι είχαν τουαλέτα. Έτσι λοιπόν, την πινακίδα που έλεγε ROOMS TO LET και που την συναντούσαμε όπου (ή που κραδαινόταν στα χέρια κάποιου ζήτουλα ντόπιου πάνω που βγαίναμε από το πλοίο) την παραφράζαμε ως ROOMS TOILET, καθότι το Ι, παρόλο που δεν γράφεται, είναι σα να το βλέπεις.

Η έκφραση έχει μείνει μέχρι τα τώρα για τους παλιούς, για τους δε νέους δεν λέει μάλλον τίποτα, δεν αποτελεί ούτε καν μπαμπαδισμό.

Τι λες, να κλείσουμε από πριν, ή να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε μια γύρα για κανα ROOMS TOILET του γούστου μας;

Βλ. και ρουμλετάς, ρεντεκάρος και ρεντρούμης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ικανή γυναίκα ή ο πολύ ικανός άντρας, που έχει ειδικότητα σε κάτι, ό,τι και να είναι αυτό. Προφ γιατί το είδος μάνα έχει μεγάλη εμπειρία στα πρακτικά της ζωής και βρίσκει τρόπους (αρεστούς κιόλας) για να γίνονται τα πράγματα γρήγορα, εύκολα και αποτελεσματικά. Επειδή, όμως, (λένε, δεν ξέρω) η γυναίκα είναι εν γένει και πονηρό πλάσμα, η «μανούλα» έχει συνήθως την έννοια του καταφερτζή και του καπάτσου ανθρώπου.

Συνώνυμα και συγγενή: εξπέρ, γάτος, κλπ

Πρόσεχέ τον τον Αντώνη γιατί είναι μανούλα στο να τουμπάρει τον κόσμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επαφή με κάποιον, κάνουμε παρέα, κλπ.

Η έκφραση σπανίως χρησιμοποιείται θετικά. Συνήθως λέμε «Δεν μιλέμαι», εννοώντας ότι τσακώθηκα, χώρισα τα τσανάκια μου, έκοψα, κάνω μούτρα, κουτουλού.

- Τά 'μαθες; Η Βάλια και η Κάτια δεν μιλιούνται λέει!
- Έλα!!!

(από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη ξεροψημένος. Παιδική σλανγκ.

- Εμένα δεν μου αρέσει το ξεροψημένο ψωμί, το προτιμώ αξερόψητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γκουγκλάρω, η οποία, παρόλο που ακόμα δεν δίνει πολλά αποτελέσματα στην Αναζήτηση (και παρόλο που λέμε «γκουγκλ» και όχι τόσο γούγλε) τείνει να επικρατήσει. Ίσως γιατί στη λέξη αυτή είναι πιο δόκιμη και σαφώς διασκεδαστική η ελληνοποίηση (το -γ- δηλαδή), παρά σε άλλες περιπτώσεις (όπως το κωμικό πια Χάυδν αντί Χάυντν).

Γουγλάρω: είμαι στο ίντερνετ και ψάχνω πληροφορίες ή εικόνες ή βίντεο για κάτι.

Γουγλάρω κάποιον: ψάχνω σαν τον χαφιέ ή σαν την κυρα-περμαθούλα να μάθω ό,τι μπορώ προτού επισυνάψω σχέση (κάθε είδους) με κάποιον.

Η λέξη ακόμα δεν έχει βρει την οριστική ελληνική μορφή της ή την απόλυτη σημασία της. Εδώ στο σλανγκρ φαίνεται μέρος της πορείας της:

γόογλε / γούγλε
γκουγκλάρω
γούγλε γούγλε
ψαχτήρι
καθώς και εδώ

  1. - Τι να απέγινε εκείνο το αρχίδι που με παρακολουθούσε πριν τρία χρόνια;
    - Ξέρω και γω, για γουγλάρισέ τονα μπας και διαβάσεις ότι τον χώσαν στην στενή.

  2. Μωρό μου, μπαίνω μισό να γουγλάρω κάτι που χρειάζομαι ακόμα και μετά φεύγουμε, οκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified