Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.

Ρε Λουκία, δεμπάει άλλο η αγαμία, πάμε να τημπέσουμε σε καναρχιδάλωνο να ψωνιστούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα (και αντικείμενο) μέτρησης της σάλτας. Όπως θερμόμετρο, βαρόμετρο, υγρόμετρο, σλανγκόμετρο και άλλα εις -όμετρο. Επίσης, χαρακτηρισμός προσώπου.

Το αντικείμενο: ακαθορίστου σχήματος και υφής όμετρο, με το οποίο μετράται ο βαθμός τρέλας που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περίσταση ή που χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο άτομο. Νομίζω ότι ο Νταλής έχει ζωγραφίσει κάτι τέτοια (μη με πιστέψετε περδικαλώ).

Το καλολογικό επίθετο, ή μάλλον κατηγορούμενο: τρελόμετρο χαρακτηρίζεται αυτός που συμπεριφέρεται ωσάν τρελός, που είναι εντελώς τελείως καμένος, μπλε, τρελοκομείο. Συνώνυμο στο θηλυκό: τρελοκαμπέρω.

  1. - Πώς περάσατε χθες στο σπίτι του Σάκη;
    - Έχασες! Τα άτομα είναι εντελώς τελείως καμένα, το τρελόμετρο χτύπησε κόκκινο...

  2. - Πώς τα πάει ο Μάριος με την 4873265η γκόμενά του;
    - Γάμησέ τα, πάλι με τρελόμετρο τά 'φτιαξε, δεν σώζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρέλα, αλλά και ο τρελός.

Από το ιταλιάνικο saltare, απ' όπου και το ρήμα σαλτάρω ή σαλτέρνω (βλ. εδώ ή εδώ).

  1. Έχει πέσει πολλή σάλτα τελευταία, ο κόσμος δεν πάει καλά.

  2. Το άτομο είναι τελείως σάλτα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελή. Ακόμα καλύτερα: η τρελαμένη. Συνώνυμα: τρελοκαμπέρω, τρελοκομείο, τρελόμετρο.

Μόνο στο θηλυκό. Κι αυτό επειδή χαρακτηρίζει αποκλειστικά την γυναικεία σάλτα, αυτή την μοναδική ψυχοπάθεια που δεν είναι και για το τρελάδικο, δεν είναι εγκληματική ή παθολογική, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων αιώνων σε συνδυασμό με γυναικείους παράγοντες όπως κλιμακτήριος, ατεκνία, αγαμία και τα τοιαύτα. Η τρελόγκα δεν θα σου κάνει (εμφανώς πως) κακό, αλλά θα σε ταλαιπωρήσει αφάνταστα. Είναι γραφική, δηλαδή.

Λέγεται όμως και όταν χαριτολογούμε με κάποια φίλη η οποία μας είναι τόσο συμπαθής που και η μαλακία της ακόμα έχει πλάκα και μας διασκεδάζει (λέμε τώρα).

  1. Έχω μπλέξει στη δουλειά, μου κοτσάρανε μια καινούργια προϊσταμένη, μεγάλη τρελόγκα, δεν βγάζεις άκρη.

  2. Ηρέμησε μωρή τρελόγκα, μας κοιτάνε όλοι!

Got a better definition? Add it!

Published

Το φίδι είναι ένα κομψό και χρήσιμο πλάσμα, άκρως παρεξηγημένο εξαιτίας του μύθου της πτώσης από τον παράδεισο (έπρεπε να φταίει από τότε κάποιος άλλος, όχι άνθρωπος). Έτσι λοιπόν έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως κάτι το φριχτό κι απαίσιο, με μύριες όσες συμβολικές προεκτάσεις -οι οποίες περιττεύουν εδώ.

Κάποιοι λαοί τα τρώνε τα φίδια, για μας όμως είναι κάτι το αδιανόητο και σιχαμερό (πάλι καλά). Υποθέτουμε ωσεκτουτού πως αν κανείς φάει κάτι τέτοιο, θα σακατέψει το πεπτικό του, με συνέπεια απαίσια κλασίδια, ρεψίματα, κουτουλού. Όταν λοιπόν πράγματι κάποιος δίπλα μας αμολήσει καμιά καυτή και μποχιάσουμε, του λέμε: «φίδια έφαγες;»

Συνειρμός από το (κατά τ' άλλα άσχετο) φίδια του Χάνκοντα.

- αααχχχ... (αφήνει μια ύπουλη)
- Όχι ρε μαλάκα άντρα, μας πέθανες, πφφφφφφφφ! Φίδια έφαγες ρε πούστη;

Όσοι σιχαίνονται μην το δούνε (από Khan, 13/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «ιδού», στα γαλλικά (Voilà!).

Πρόκειται για γαλλική έκφραση που έχει ξαναγίνει της μοδός, πάντα για πλάκα όμως, όταν το παίζουμε αγιστοκγάτες.

(ο ένας υπάλληλος στον άλλον, με θέμα ένα πρότζεκτ)
- Βουαλά. Πάρ' το και κάνε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιντεάκι από το συσιφόνι. Όπως λέμε σιγκλάκι, παρεάκι, κλπ.

Σπανίως, το ίδιο το youTube (παρ. 3), οπότε πρόκειται περί υποκοριστικού του «γιουτούμπι» (παρ. 4).

Όλα από το νέτι:

  1. ΕΧΕΙ καποιες μερες τωρα το γιουτουμπακι που κολλαει ..δεν ξερω γιατι ...

  2. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά στο διάλογο που παίχτηκε στην εκπομπή (στο τρίτο γιουτουμπάκι, νομίζω) είναι πολύ προτιμότερη από τον δήθεν, πομπώδη λόγο των «επιστημόνων» του πάνελ.

  3. Αυτές τις κουραστικές μέρες του Φλεβάρη, κατέφευγα συχνά στο γιουτουμπάκι μου για να τους ακούσω

  4. είπα να σου αφήσω ένα μηνυματάκι στο γιουτούμπι έτσι για να σου τη σπάσω :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικολογικά, τουτέστιν:

  1. τα όργανα (σάλπιγγες, ωοθήκες, μήτρα, κλπκλπ.)
  2. τα προβλήματα (παθήσεις, αρρώστιες, ενοχλήσεις)
  3. τα ορμονικά...
    και τέλος
  4. τα σχετικά σλανγκολήμματα (στα δώδεκά μου, μουνίλα, καφέ, ροζ, κλπ ορεκτικά).

Είναι αρκούντως πρόστυχη ή τεσπα υποτιμητική λέξη, αλλά χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να αστειευτούμε ή να μην δείξουμε ότι πρόκειται περί σοβαρού προβλήματος.

  1. Πέρασε κιόλας χρόνος, ήρθε η ώρα να κάνω πάλι τσεκάπ στα μουνικά ρε πστ.

  2. Πρέπει να πάρω δύο βδομάδες οφ, έχω θέμα με τα μουνικά, παίζει να κάνω επέμβαση.

  3. Πάλι σε πιάσανε τα μουνικά σου και μας πρήζεις τ' αρχίδια;

βλ. και υδραυλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλώς κάτι ψεύτικο ή δήθεν ή ντεμέκ, αλλά το ψεύτικο που παρουσιάζεται ως πέρα για πέρα αληθινό, ή που τελικά μας βγήκε μάπα. Συνήθως πρόκειται για αντικείμενο.

- Ρε πστ, ολοκαίνουργια ραφιέρα και μόλις της έβαλα δυόμισυ βιβλία έσπασε, γαμώ το φελέκι μου μέσα! Και να πεις ότι αγόρασα καμιά ψευτουριά... την είχα πληρώσει πανάκριβα!
- Ε και;

Got a better definition? Add it!

Published

Ceci n'est pas slang βεβαίως, και ούτε ζητώ βαθμούς, αλλά επειδή πιάσαμε το Κ.Α.Β.Λ.Α. κι έτς, ας καταθέσω εδώ και τα Κέντρα Αποθεραπείας Φυσικής & Κοινωνικής Αποκατάστασης που συναντά κανείς από δω κι απέ κει στην ελληνική επαρχία (υποθέτω και τις μεγάλες πόλεις;) και που με διασκεδάζουν αφάνταστα, όσο μάλιστα σκέφτομαι εκείνη την έρμη ψυχή με τους άνευ ανακούφισης εφιάλτες και με την ανημπόρια του μπροστά στη μιζέρια της μικρής αλλά φουλ παρανοϊκής ανθρώπινης ζωής...

άνευ παραδειγμάτου

κατσαρίδα (από alamo, 28/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified