Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σαν την Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο που το έφαγε το άλλο (τι εφιάλτης!). Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει είτε άνδρα είτε γυναίκα, ακόμα και αντικείμενο (πχ. αυτοκίνητο, μηχάνημα με φρουτάκια, κττ) και σημαίνει τον άπληστο, τον αχόρταγο, αυτόν που όλα τα τρώει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά) και δεν λέει να σταματήσει.

  1. Μεγάλη φαγάνα ο Άλκης! Για πότε εξανεμίστηκε η περιουσία της Ντόριας και δεν πήρε κανείς χαμπάρι! Επενδύσεις, σου λέει. Της τά 'φαγε όλα στο κοκό και στις αλλοδαπές! Και τώρα, μην τον είδατε... Λούης!

  2. - Τυχερός ο Κωστάκης... κληρονόμησε το εργοστάσιο από τον πατέρα του και τώρα, ζωή και κοκότα!
    - Μπα, μην το λες, μεγάλη φαγάνα το εργοστάσιο αυτό. Τον βλέπω να το πουλάει σύντομα...
    - Α και μετά δεν θα έχει να ζήσει;;;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το Κολωνάκι, το οποίο από κει που ήντουνα κουλτουρο-κοσμικό στέκι, έχει γίνει περαντζάδα κάθε πικραμένου, κάθε σκατομαφιόζου που ξέβρασε η Γλυφάδα, κάθε κακόγουστης παλιαδελφής και κάθε μπουζουκογκόμενας. Η ειρωνική ονομασία χρησιμοποιείται κυρίως απ' όσους δεν το γουστάρουν πια.

- Πού να πάμε απόψε ρε γαμώτο...
- Δεν πάμε στην Κολωνάκα; Έχουμε να πάμε κάτι αιώνες.
- Άντε, πάμε. Αλλά δεν θα αρχίσεις πάλι τη γκρίνια για τον κόσμο που χάλασε και λοιπά και λοιπά, λες και είσαι καμιά από τις γηγενείς κυρίες του...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη η οποία, απ' όσο γνωρίζω, λανσαρίστηκε από τη Μαλβίνα. Υφασματοσκόπηση είναι το οφθαλμόλουτρο, το μπανιστήρι, αλλά σε ευγενική εκδοχή, σε πολύ δήθεν πιάτσες, αφορά δε πολύ δήθεν κώλους που διαγράφονται μέσα από πολύ λεπτά υφάσματα.

- Πού ήσασταν χθες;
- Είχαμε κάτσει στο Da capo για μια υφασματοσκόπηση.

(από ironick, 31/08/08)

Λογοπαίγνιο με το φασματοσκόπηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφηβική χαζομάρα της δεκαετίας '80. Λεγόταν κυρίως μεταξύ των κοριτσιών, νομίζω. Ήταν δήθεν συνθηματικό για τις περιπτώσεις όπου κάτι παιζόταν με κανα σερνικό. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν σαχλό. Είχε και ευρύτερη εφαρμογή από το σεξουαλικόν της υπόθεσης.

Ποτέ δεν λέγεται με ολοκληρωμένες τις προτάσεις του. Αντιθέτως λέγεται σαν στιχάκι, με ανεβοκατέβασμα του τόνου της φωνής, ανάλογα με τις απαιτήσεις της φράσης.

Χρησιμοποιείται και ως μονόλογος (και τότε το λέμε γοργά, μηχανικά) και ως διάλογος.

  1. - Λες να (μου κάτσει);
    - Μπα, δε (νομίζω)...
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα γίνει της πουτάνας)!

  2. - Λες να (μπω στη σχολή);
    - Μπα, δεν (το βλέπω)!
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα μας γίνεις ψώνιο)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουφιά είναι μια εντελώς άστοχη και αψυχολόγητη πράξη ή λόγος, μια πατατιά, μια κοτσάνα, μια ασχετίλα. Είναι αυτό που θα ταίριαζε μόνο σε ένα ούφο να πει ή να κάνει, αλλά που μπορεί να αφορά και τον καθένα μας. Η λέξη λέγεται καλοπροαίρετα, συνήθως.

- Μα τι σ' έπιασε πάλι και κάνεις όλο ουφιές ρε παιδάκι μου, αλτσχάιμερ έχεις πάθει;
- Γιατί, τι έγινε;
- Πας καλά;! Χαμπάρι δεν πήρες που πήγες να βάλεις τα σκουπίδια στο ψυγείο;
- Α, ναι.
- Τι «α ναι», προχθές κλειδώθηκες έξω από το σπίτι, πριν μια βδομάδα άφησες την κάρτα στο ΑΤΜ με περασμένο τον κωδικό κι έφυγες, χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο, βάζεις άδεια την παγοθήκη στην κατάψξ, έχω αρχίσει να ανησυχώ!
- Έλα μωρέ, νταξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο που αφήνει σχεδόν όλο το στήθος έξω.

- Πού πας με το ξώβυζο ρε Τάνια στην κηδεία; Άμε βάλε κάτι πιο μαζεμένο...
- Μα γιατί ρε μαμά, μαύρο είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.

- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα. - Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους. - Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...

(από pavleas, 19/01/09)The real thing is behind you! (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται: το φιλικό γαμήσι. Είναι κάτι σαν σέρβις, με την διαφορά ότι ως επί το πλείστον αφορά εφηβικές καταστάσεις ξεραΐλας, στα χρόνια εκείνα κατά τα οποία πολύ συχνά δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο στον ορίζοντα παρεκτός από κάποιον φίλο ή κάποια φίλη.

Επίσης είναι το γαμήσι χωρίς συνέχεια (σχέση).

Με το φιλικό υποτίθεται ότι αποφεύγονται τυχόν παρεξηγήσεις που συχνά ακολουθούν μια ξεπέτα.

  1. Χθες έπεσε φιλικό με τον Σάκη και στάνιαρα!

  2. Να σου ρίξω ένα; Φιλικό θα είναι.

Φιλικό Φοίβος - Αθηνά (από allivegp, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτό ή το ρόφημα που, λόγω ξενερωσιάς ή τσιγκουνιάς, έχει παρασκευαστεί με πολύ περισσότερο νερό απ' όσο χρειάζεται.

  1. - Να σου κάνω μια σούπα, πού 'χεις τον λαιμό σου;
    - Μπλιάξ! Δεν τα πίνω εγώ αυτά τα νερομπούλια!
    - Καλά βρε παιδάκι μου, μη φωνάζεις και βήχεις όλη νύχτα, να σ' την κάνω σφιχτή...
    - Όχι ρε μάνα, άσε με ήσυχο, θα ξεράσω!
    - Μα αφού το είπε κι ο γιατρός ότι θα σου κάνει καλό.

  2. - Δεν ξαναπάω σ' αυτή την καφετέρια, όλο νερομπούλι τον κάνει τον καφέ.

βλ. και νερομπούρμπουλο, νερόπλυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified