Χαλαρά, κουλ, χαλάρωσε, ήρεμα με τις αντιρρήσεις σου, μην επιτίθεσαι κλπ.

Φράση που εκστομίζεται προς τον συνομιλητή μας όταν αυτός αντιδράσει έντονα (οξύθυμα, επιθετικά, ειρωνικά, καυστικά, έξαλλος, μουτρωμένος κλπ) σε μια δική μας κουβέντα, είτε είπαμε μαλακία είτε είχαμε δίκιο.

Η φράση λέγεται και σκέτη, αλλά συχνά συνοδεύεται με τα εξής:
«καλά ντε, ~» «~ ρε» «~, δεν είπαμε και τίποτα...»
«~, δε σε είπαμε και καμπούρη» (μπαμπαδισμός)
κά

Πολλές φορές την λέμε προκαταβολικά, όταν ξέρουμε ότι θα μας την πούνε (παρ. 3).

Επίσης λέμε:
- «βάρα τον, τον μαλάκα» με την έννοια του «πάρ' τον από δω μην τον ακούω»
- «μη βαράτε τον Χ», δηλ. μην ξεσπάτε πάνω του (παρ.4)

  1. Καλά μη βαράς ντέ, δεν είπα ότι είναι η θεά,είπα ότι δεν έχει φήμη αλανιάρας,cool.

  2. Α: καλά ντε, μη βαράς μια παρατήρηση κάναμε...
    Β: οχι βεβαια :) δεν βαραω! απλα τα εγραψα διπλα με κεφαλαια, για να ξεχωριζουν απο τα δικα σου.

  3. Ο πρώτος, Lost, έχει παίξει 8 επεισόδια από τον 4ο κύκλο, τα έχω όλα, δεν έχω δει κανένα (μη βαράτε ντε, θα ανακάμψω)

  4. Η ανακαίνιση του Μουσείου: Μη βαράτε τους νεκρούς (Αρχαιολογική υπηρεσία) Ο κ. Κ είναι το πρόβλημα !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σταματάω απότομα το εν κινήσει όχημά μου, φρενάροντας. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανίζεται ένα ξαφνικό εμπόδιο, ή αν είμαι άτσαλος αρχάριος οδηγός.

Αντίθετο του σανιδώνω.

  1. Κατά τ' άλλα, η λέξη είναι περασμένη στα λεξικά και είναι συνώνυμη του μένω Προκόπης και των συναφών λημμάτων.

1.α. Το κοκάλωσε μες στη μέση, σταμάτησα με το ζόρι και τον πλάκωσα στις κόρνες, όταν πήγα δίπλα και του την είπα γέλαγε ειρωνικά και κοίταγε με απάθεια.

1.β. Αφού προχωράει λίγο το λεωφορείο, το κοκαλώνει ξαφνικά (δεν ήταν σε κεντρικό δρόμο αλλά σε στενό -ούτε καν σε στάση δεν ήταν εκεί που το κοκάλωσε), ανοίγει τις πόρτες και μου φωνάζει άγρια να κατέβω κάτω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτάνα, κοκότα, κυρίως πόρνη των σαλονιών, αυτό που θα λέγαμε σήμερα πολυτελείας.

Χαρακτηρισμός που προκύπτει από το μυθιστόρημα του Α. Δουμά «Η κυρία με τις καμέλιες». Το έργο είναι η ιστορία μιας τέτοιας. Βαστούσε πάντα ένα μπουκέτο καμέλιες, αγορασμένο από κάποιον εραστή. Το πρόσωπο αυτό ήταν υπαρκτό, έζησε στη Γαλλία του 19ου και πέθανε μόλις 23 ετών από φυματίωση. Λέγεται ότι σκεπάσανε τον τάφο της στη Μονμάρτρη με καμέλιες.

Τη λέξη βρήκα στον Α. Αλεξάνδρου, μη βαράτε, ναι πάλι Αλεξάνδρου και πάλι Ντοστογιέφκσι, κάνω αποδελτίωση, θα φάτε κι άλλα.

Κάποια αδιάντροπη, προκλητική φλόγα φωτίζει αυτό το πρόσωπο που δεν είναι καθόλου παιδικό. Αυτό πια είναι η ίδια η διαφθορά. Ένα πρόσωπο «καμέλιας», ένα ξεδιάντροπο πρόσωπο «κοκότας» που πουλιέται, ένα γαλλικό λουλούδι του δρόμου.

Ντοστογιέφσκι 'Έγκλημα και Τιμωρία« (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυτελείας είναι ένας όρος που σημαίνει αυτό που σημαίνει: πως είναι ακριβό, πχιόττας, ξεχωριστό. Δεν ανήκει δηλαδή στα απαραίτητα αναλώσιμα αγαθά (άλλο τώρα αν, από κει που σκουπίζαμε τον κώλο μας με την πέτρα, σήμερα μπορούμε να απολαμβάνουμε και αυτά τα αγαθά ως καθημερινά και με τη σέσουλα. Ήρθε και μας πλάκωσε βέβαια...)

Έχουμε λοιπόν ψωμί, χαρτί, κωλόχαρτο, καθρέφτες, φόρο, βίλες, αυτοκίνητα και πόρνες πολυτελείας. Και άλλα πολλά.

Πέραν αυτών, ο όρος μπορεί να κοτσαριστεί ειρωνικά σε οποιονδήποτε: ζητιάνος πολυτελείας, τρελός πολυτελείας, μαλάκας πολυτελείας κλπ.

Στις μόνες περιπτώσεις που, λέγοντας απλά «πολυτελείας» καταλαβαινόμαστε, είναι όταν πρόκειται για ψωμί ή για πουτάνα. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του παρόντος λήμματος (παρ. 1, 2).

  1. - Τι θα θέλατε;
    - Ένα κιλό πολυτελείας παρακαλώ.

  2. Πολύ μες το λούσο είναι το γκομενάκι... Ρε μπας κι είναι καμιά πολυτελείας και δεν το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ειρωνικό): Αγόρια.

Κορίτσια, άντε, οργανωθείτε, πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους, τέσσερις ώρες το λιβανίζουμε το θέμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Από το Greece και exit.

Ναι μεν αγγλικό το λήμμα, άρα και δεν κολλάει στο ελληνικό σλανγκολεξικό μας, όμως για λόγους ιστορικοοικονομικοκοινωνικοπολιτικογεωγραφικοπεριβαλλοντο-ψυχολογοψυχαναγκαστοϊδεολογολεξικογραφικούς πιστεύω ότι αξίζει καταχώρισης και ίσως να εξαιρεθεί και να ανήκει πράγματι εδώ, ως δημοσιογραφική ζαργκόν (ε δεν είναι σλανγκ, οκ).

Τα περί εξόδου τα συζητήσαμε και μια και δυο και τρεις εδώ μέσα και δεν είναι αυτός ο σκοπός του λήμματος, έλεορ. Σκοπός είναι να παίξουμε λίγο με τις λέξεις μπας και βρούμε κάποια καλή ελληνική σλανγκιά να αντικαταστήσει το λήμμα.

Αλλιώς, ζγα τα ωά, το σβήνουμε κιόλας άμα λάχει ναούμ.

  1. If you haven't seen this word before, you're not alone. It's a newly-coined term created by Citigroup's Ebrahim Rahbari and first published in an informational paper authored by him and Citi Chief Economist Willem Buiter. It combines «Greek» or «Greece» with the word «exit» and refers to the possibility of Greece leaving the Eurozone. The word has been picked up by media worldwide and it may well worm its way into the official lexicon. And it certainly has Greek roots beyond the obvious «Gr» - the word «exit» itself comes from the Greek «exodos», meaning «going out».

Pronunciation: GREKS-it

από εδώ

  1. Από το “Grexit”, μια συνένωση των αρχικών της Ελλάδας GR και του exit, έρχεται το “Spexit” από τα αρχικά της Ισπανίας Sp” και το exit. Αυτός ο νέος όρος που θα μας απασχολήσει, αφού άρχισαν τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις που αναφέρουν ότι Νο1 χώρα για να βγει από το ευρώ τοποθετείται πλέον, η Ισπανία, εκτοπίζοντας την Ελλάδα από αυτή την πρωτιά.

  2. Ετοιμαστείτε για Grexit, Eirexit, Porxit, Spaxit και Ixit.

  3. ...δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις, που αντιστοιχούν σε δύο διαμετρικά αντίθετες ιδέες για την Ευρώπη. Η πρώτη στοιχίζεται πίσω από τον κωδικό «Grexit», που σημαίνει ελληνική έξοδος (από το ευρώ).
    (σ.ς.: η δεύτερη δεν μας χρειάζεται γιατί δεν αφορά το λήμμα)

  4. Το 60% των Γερμανών υπέρ ενός Grexit. Αυξημένο το ποσοστό κατά 11% στη νέα δημοσκόπηση γερμανικής εφημερίδας.

όλα εκ του νετίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χαλάει τη σάλτσα. Μπορεί να την χαλάσει «κόβοντάς» την, αραιώνοντάς την με παραπάνω νερό απ' όσο πρέπει, ρίχνοντας πάρα πολύ αλάτι, κλπ. Δεν μας ενδιαφέρει πώς θα την χαλάσει όμως. Μας ενδιαφέρει κυρίως το τι σκατά σάλτσα είναι αυτή και ωσεκτουτού πόση σημασία έχει αν θα χαλάσει.

Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις σάλτσας:

α. σάλτσα = μπούρδα, κάτι το περιττό, διακοσμητικό, επουσιώδες. Πρόκειται δηλαδή για τη σάλτσα που δεν είναι απολύτως απαραίτητη για ένα έδεσμα. Θα μπορούσαμε να το φάμε και σκέτο στην ανάγκη. Πχ. μπιφτέκι στη σχάρα σκέτο, χωρίς σως ροκφόρ.

Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω άτομο χαλάει κάτι που δεν είναι άξιο λόγου, άρα και η όλη του ενασχόληση και στάση απέναντι σε αυτό είναι επίσης ανάξια λόγου.

Άρα ο σαλτσοχαλαστής είναι εδώ κάποιος που κάνει σαματά για κάτι που δεν ενδιαφέρει.

β. σάλτσα = διακόσμηση, περιτύλιγμα, ωραιοποίηση, πρόσχημα, βοήθημα. Η σάλτσα αυτή δεν αποτελεί μεν το κυρίως φαγητό (αυτό που καλούμαστε όπως και δήποτε να φάμε), αλλά βοηθάει να το καταπιούμε. Είναι η συνηθέστερη μορφή σάλτσας. Το νέτο σκέτο έδεσμα (πχ. σκέτο το μακαρόνι, σκέτη η πριτσόλα, σκέτο το πσάρι) συνήθως ΔΕΝ τρώγεται (είναι αηδία, κολλάει στον λαιμό, μποχάει κλπκλπ).

Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, ο σαλτσοχαλαστής καθιστά ανάντεχα στρέιτ τη μπουκιά μας, μας αποκαλύπτει δηλαδή μια ουσία, μια βάση, την οποία δεν μπορούμε να δεχτούμε καθόλου εύκολα.

Και πάλι ο ρόλος του σαλτσοχαλαστή είναι σχετικός: το ότι ξεσκεπάζει την ουσία της μπουκιάς, σημαίνει πως: ι. ξεσκεπάζει κάτι βρωμερό -και πιθανόν επικίνδυνο- που καλώς δεν θα φάμε τελικά, ή
ιι. ξεσκεπάζει κάτι το ωφέλιμο το οποίο, τελικά, κακώς κάκιστα δεν θα φάμε.

Η αλήθεια τείνει προς το ιι, καθότι ξέρουμε καλά πως το βρωμερό κι επικίνδυνο μπορεί να μας αποκαλυφθεί εγκαίρως παρά τη σάλτσα, ενώ ό,τι μας ωφελεί πραγματικά δεν είναι από μόνο του προκλητικό...

γ. σάλτσα = πεμπτουσία. Η σάλτσα αυτή βγαίνει από τα εκχυλίσματα της βασικής τροφής και περιέχει συμπυκνωμένη τη νοστιμιά της και την θρεπτική της αξία.

Εδώ ο σαλτσοχαλαστής καταστρέφει το ουσιώδες, και τελεία και παύλα.

Όλ' αυτά υπόκεινται με τη σειρά τους στην υποκειμενική μας κρίση για τη σάλτσα. Δηλαδή κάποιος μπορεί να θεωρεί μια σάλτσα ουσιώδη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ό,τι επουσιωδέστερο -και πάει λέγοντας, κάντε τους συνδυασμούς αυτούς μόνοι σας τώρα.

Συμπέρασμα: κανένα. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το.

===
Σ.σ.: τη λέξη συνάντησα σε κείμενο (μετάφραση) του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος πολύ την αγαπάει. Δεν την έχω ξανακούσει, αλλά επαΐοντες σαν τον Σάραντ ή τον Χότζα ή τον Μπέτα ή το έρμο το Πονηρό που το έφαγε η μαύρη μαρμάγκα μπορούν πιθανόν να με βοηθήσουν να συμπληρώσω τον ορισμό ή το παράδειγμα.

Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολόκληρη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.

(από τους Αδελφούς Καραμάζοβ, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κάρο, ένα μάτσο, πληθώρα. Τόσα που άμα τα φας (λέμε τώρα) θα σκάσεις.

  1. Σε αυτή τη νέα παραλλαγή του παραμυθιού της Χιονάτης συμμετέχει ένας σκασμός ηθοποιών από το «Νησί»: Bob Hoskins, Eddie Marsan, Nick Frost,...

  2. Βέβαια, έγιναν και εκείνοι οι γάμοι, που ένας σκασμός λεφτά έφυγε για να μην μείνει στο τέλος καμία ανάμνηση, καμία πρωτοτυπία.

  3. Να ένας σκασμός φωτογραφίες, μερικές από τη θρυλική φωτογράφηση του Playboy των '80s.

(από το νέτι όλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified