Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρούουουλης, ο μικρός ψυχή τε και σώματι. Συνώνυμο του κοντός και του νάνος με την μεταφορική τους έννοια.

- Κοίτα τον μαλάκα, τον τιποτένιο, που πάει να στρώσει καυγά με τους σκουπιδιαραίους!!! Κιμά θα τον κάνουνε!!!
- Δες όμως και το μουνάκι δίπλα του πώς καμαρώνει...
- Ουστ ρε μπισμπιρίκο, γαμάς κιόλας ε;;;;

Όχι, ναι, όχι νάνος. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο ούφο, ο πιο αφηρημένος και αλλοπαρμένος και νεραϊδοπαρμένος και αλαφοΐσκιωτος και τζαζ (και όλα τα λοιπά) άνθρωπος του κόσμου. Από το αλλού + το αγγλικό aloof + το Ούφο.

- Αμάν ρε πούστη μου αυτή η Τζενούλα, δεν παλεύεται, δεν χαμπαριάζει Χριστό, της μιλάς, τη σκουντάς, της τα εξηγείςς μια ώρα και εκείνη στον κόσμο της... Μπας και μας δουλεύει;
- Όχι μωρέ το Τζενάκι, αφού την ξέρεις, είναι αλλού το άτομο...
- Τι αλλού, μωρέ, μόνο αλλού; Αλλούφο είναι.... Δεν θυμάσαι που πήγε να βάλει τις προάλλες τα σκουπίδια στο ψυγείο... Τι περιμένεις τώρα... Χαλαρά...
- *%&#>?)(@...............

Got a better definition? Add it!

Published

Το αρωμάτισμα του σώματος με αποσμητικό ή / και με άρωμα, προκειμένου να αποφευχθεί (λόγω στάσης ζωής, βαρεμάρας ή έλλειψης χρόνου) το πραγματικό ντους με νεράκι και σαπουνάκι.

Λέγεται και σκέτο γαλλικό.

Προέρχεται από την ιστορικά γνωστή απλυσιά των Γάλλων οι οποίοι, το πάλαι ποτέ (περίπου 400 χρόνια πριν θα πρέπει να ήταν), εφηύραν τα αρώματα για να σκεπάσουν τη μπόχα της απλυσιάς τους. Πρέπει να ήταν πολύ ωραία τότε. Ίσως και τώρα ακόμα.

- Άντε, πάμε!
- ...Πότε πρόλαβες κιόλας και έκανες ντους;
- Σιγά μην πλυθώ... Ένα γαλλικό έκανα και πολύ είναι.
- ...

Βλ. και ξεβρωμίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κουνούπια που δεν χαμπαριάζουν Χριστό από αουτάν, πλακέτες, ψεκάσματα, κουρτίνες, σεντόνια, κουνουπιέρες, ανεμιστήρες και λοιπές προφυλάξεις και επιτίθενται καταπάνω σου την ώρα που κοιμάσαι βαθιά, με κάθετες εφορμήσεις και πολύ δυσάρεστο ήχο (που παραπέμπει στα αεροπλάνα της βέρμαχτ που έκαναν παρόμοιο θόρυβο). Το αποτέλεσμα είναι να πετάγεσαι από τον ύπνο σου αλαφιασμένος και, εννοείται, ήδη κατατρυπημένος.

- Πώς περάσατε στις διακοπές;
- Σκατά. Το δωμάτιο που νοικιάσαμε ήταν κοντά σε καλαμιώνες και κοιμόμασταν παρέα με εκατοντάδες στούκας. Ούτε μία νύχτα δεν κλείσαμε μάτι.
- Καλά ρε μαλάκα, γιατί δεν φεύγατε από κει;
- Νομίζεις ότι θα βρίσκαμε δωμάτιο δεκαπενταυγουστιάτικα στο κωλονήσι; Τέρμα, δεν ξαναπάω διακοπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ουσία πρόκειται για το περίφημο ελληνικό πρωινό (greek breakfast). Ιδανικό για το στομάχι και για το στομαχάκι, καθότι είναι τόσο λιτό ώστε όλη μέρα τα υγρά κυκλοφορούν θορυβωδώς στο στομάχι και καταλήγει κανείς να τρώει τον αγλέουρα κατά τις 11 το βράδυ πια, λόγω μεγάλης πείνας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα περάσει στους καταλόγους room service των ξενοδοχείων, όπου εξακολουθούν ακόμα να σερβίρονται μόνο τα continental και english breakfasts, άντε και κανα δανέζικο pastry, δεν ξέρω γιατί.

Έκφραση την οποία πρέπει να καταθέσουμε εδώ, πού αλλού, καθότι πρέπει να μείνει στην ιστορία, δεν υπάρχει θέμα. Παρόλο που έχει ευρεία εφαρμογή, προέρχεται από αυστηρά συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο. Ήταν η συνηθισμένη κουβέντα ενός κλητήρα που, όποτε ερχόταν στη δουλειά ενός φίλου για να φέρει την χαρτούρα που έπρεπε, καθόταν στο γραφείο του φίλου αυτού, παράγγελνε έναν καφέ, και μόλις ο καφές ερχόταν έλεγε:
- Μμμμ, ωραία. Λοιπόν. Καφεδάκι. Τσιγαράκι. Τουαλέτα, και φύγαμε.

Η έκφραση είναι ιδίας λογικής με εκείνη την παλιά (από μια διαφήμιση άζαξ για τα τζάμια ή κάτι τέτοιο) που έλεγε: "Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Βέβαια η τελευταία αυτή έκφραση έβριθε σεξουαλικών υπονοουμένων, άλλο θέμα αυτό. Το καφεδάκι κλπ είναι μια απλή, απροκάλυπτη, μεστή περιγραφικότητας έκφραση, που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό ο οποίος, αν δεν τα κάνει όλ' αυτά μαζί, δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η μέρα του πράγματι ξεκίνησε.

  1. - Σίμο...
    - Έλα μου.
    - Τα τελείωσα όλα. Τί άλλο έχουμε ακόμα;
    - Καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα -και φύγαμε.

  2. - Λοιπόν, έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες, τα πάντα, έξω έχω αφήσει μόνο ό,τι είναι να φορέσουμε στο ταξίδι, και τέλος. Με το που θα ξυπνήσουμε, καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα και φύγαμε!
    - Μωρό μου, είσαι τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι απείρως ενοχλητικότερο κι από την διαόλου κάλτσα (η οποία συνήθως είναι κάτι το χαριτωμένο). Κάτι / κάποιος που, κατά σατανικό τρόπο, βρίσκεται στο διάβα μας και τότε πάνε όλα σκατά.

  1. Οδηγός Α, φωνάζοντας έξαλλος σε αυτόν που τον τράκαρε άσχημα:
    - Άει μωρή πούτσα του διαόλου, πώς στο διεάολο πετάχτηκες έτσι, είχες στοπ, δεν το είδες;
    Οδηγός Β, εξίσου έξαλλος:
    - Εμένα είπες 'μαλάκα';
    ...

  2. - Τι κάνεις εκεί;
    - Παλεύω μ' αυτή την πούτσα του διαόλου που έφυγε από την θέση της και δεν ξέρω πώς να την ξαναφτιάξω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ωιμέ ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας και αυτό, ναι ναι...

- Τί ζόρι τραβάς ρε μαλάκα με τον Αντρέα τώρα;
- Ά μωρέ τον μαλάκα, που θα τον έχω και κεχαγιά στ' αρχίδια μου... Τρεις μέρες τον φιλοξενήσαμε, έφαγε, ήπιε, έχεσε στη χέστρα μας, κι αντί να πει ευχαριστώ και να ξεκουμπιστεί, τον έχω να μου τη λέει κι από πάνω, όλο άποψη είναι, γιατί δεν βάζεις εκεί τον καναπέ, όχι δεν είναι καλό το χρώμα του τοίχου, η οθόνη του κομπιούτορα είναι κόντρα στο φως, κάνε τό' να, κάνε τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω, άσε που μου τά 'χει κάνει σουμουντρούκουλου και με την Μαιρούλα... - Καλά, καλά, σκάσε πια ρε πστ!, κόφ' τη γκρίνια επιτέλους!

Δες και τσολιάς στ' αρχίδια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified